Είναι λάθος να θέλω να επιβληθεί το σωστό;
Εμείς θέλομε να ξεκαθαρίσωμε τα πράγματα αμέσως. Εκείνος πάλι συμβουλεύει: περιμένετε. Μήπως δεν διακρίνετε ακριβώς πού βρίσκεται το κακό. Μήπως δεν διακρίνετε σωστά την αρρώστια και μαζί με τα ζιζάνια κάψετε και τον εαυτόν σας.
Εμείς όμως είμαστε σίγουροι για το αλάθητο της διαγνώσεώς μας. Και επεμβαίνομε δυναμικά για να καθαρισθή ο αγρός της ιστορίας. Καίμε τα ζιζάνια των αιρετικών και απίστων για να κρατήσωμε καθαρή την πίστι. Και με τα μιάσματα της κατώτερης ράτσας για να διατηρήσωμε καθαρή τη λευκή φυλή μας. Σκοτώνουμε τους εκμεταλλευτές του λαού για να επιβάλωμε τη δικαιοσύνη και την ισότητα με τη βία της αποφάσεως και την ισχύ της γροθιάς μας.
Αλλά δεν βρίσκεται έτσι η λύσις. Όλοι είναι ένα κομμάτι του εαυτού μας. Όλοι περιμένουν τη σωτηρία. Όλοι είμαστε υπεύθυνοι για όλα.
Ενώ το ψέμα σκοτώνει τον άλλον για να επιβληθή· η Αλήθεια σταυρώνεται για να σώση τους σταυρωτές της. Η προτροπή της Εκκλησίας είναι: «Σταυρώθητι και μη σταυρώσης. Αδικήθητι και μη αδικήσης». Ο τελικός σκοπός του θείου θελήματος είναι: «πάντας ανθρώπους σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Όταν ανεξάρτητα της δημιουργικής των πάντων Αλήθειας θέλω να επιβάλλω την άποψί μου: ή σκοτώνω τον άλλον για να σώσω τη θεωρία μου, ή σκοτώνω την αλήθεια (εξισώνω τα υγιή με τα νοσηρά) για να ζαλίσω τον άνθρωπο και να πετύχω τα σχέδιά μου.
Είναι αδιάσπαστη η σχέσι αλήθειας και αγάπης. Δεν υπάρχει η μία χωρίς την άλλη.
Η αλήθεια της αγάπης δημιουργεί τον κόσμο. Και η αγάπη της αλήθειας ελευθερώνει τον άνθρωπο. «Γνώσεσθε την αλήθειαν, και η αλήθεια ελευθερώσει υμάς» (Ιω. 8, 32).
Το ψέμα: είτε σκοτώνει τον άνθρωπο για να σώση τη θεωρία του· είτε σκοτώνει την αλήθεια -εξισώνει τη φενάκη με την πραγματικότητα- για να ακυρώση την ελευθερία του ανθρώπου.
Αλήθεια είναι η αγάπη που θυσιάζεται για να σώση τον άνθρωπο, τον αδύνατο και αδικαιολόγητο.
Ψέμα είναι η βάναυση επέμβασι που επιβάλλεται διά της βίας. Κλείνει τον άνθρωπο στην καταδίκη της συμφοράς. Και την ονομάζει θρησκεία, εάν ο αυτουργός της παριστάνη τον προφήτη ή δημοκρατία εάν παίζη το ρόλο του πολιτικού ηγέτη.
π. Βασίλειος Γοντικάκης, Το πρόβλημα των θρησκευτικών στα σχολεία, Αντίφωνο, 2/2/2013
Είπε ο αββάς Ποιμήν: «Προτιμότερο είναι να τρώει κανείς κρέας και να πίνει κρασί, παρά να τρώει τις σάρκες των αδελφών του με την καταλαλιά».
Αντώνιος Μπλουμ, Μητροπολίτης Σουρόζ
Συγχωρείστε αυτόν που σας στενοχώρησε
Συγχωρώ δεν σημαίνει ξεχνώ ό,τι έχει συμβεί, αλλά επωμίζομαι το βάρος της αδυναμίας ενός άλλου ανθρώπου, ή μερικές φορές το κακό ενός άλλου ανθρώπου.
Λέει ο Απόστολος Παύλος: «Αλλήλων τα βάρη βαστάζετε». Και αυτά τα φορτία είναι πολύ συχνά η αποτυχία του καθενός από εμάς να φανούμε αντάξιοι της κλήσης μας· η ανικανότητά μας ν’ αγαπάμε, να αποδεχόμαστε, να υπηρετούμε, να βοηθάμε ο ένας τον άλλο στο δρόμο που οδηγεί στον Θεό.
Έτσι ας κρίνουμε την ψυχή μας, τη ζωή μας· να κρίνουμε δίκαια και τίμια, και να ζητήσουμε συγχώρεση όχι μόνο από τον Θεό – αυτό υπό μίαν έννοια μας φαίνεται τόσο συχνά πιο εύκολο από το να ζητήσουμε συγχώρεση από τον πλησίον μας. Αλλά ας ζητήσουμε συγχώρεση από αυτούς που έχουμε προσβάλλει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, αλλά και από εκείνους που δεν βοηθήσαμε στο ταξίδι τους προς τον Θεό. Είμαστε όλοι αδύναμοι, όλοι χρειαζόμαστε στήριξη.
Στηρίζουμε ο ένας τον άλλον; Ή διαλέγουμε αυτούς που θέλουμε να στηρίξουμε, επειδή τους συμπαθούμε, επειδή το να τους στηρίζουμε είναι για μας χαρά, επειδή αυτό σημαίνει ότι αυτοί επίσης ανταποκρίνονται από ευγνωμοσύνη, από φιλία;
Μητροπολίτης Σουρόζ Αντώνιος Bloom,
Στο φως της κρίσης του Θεού, μετ. Πολ. Τσαλίκη-Κιοσόγλου, εκδ. Εν πλω
Θέλω να προσευχηθώ
Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη
Θέλεις να προσευχηθείς;Ο Ιησούς λέγει:
Μίλα μου, ψυχή αγαπημένη, που λες πως με αγαπάς, όπως θα μιλούσες στη γλυκεία μανούλα Σου, όταν σε είχε στη θερμή της αγκαλιά, ή στα γόνατα του αγαπημένου σου πατέρα και ένιωθες τους χτύπους της καρδιάς τους της γεμάτης αγάπη για σένα. Και σε ρωτώ:
Δεν έχεις κάποιες παραγγελίες να μου κάνης; Πες μου τα ονόματα των γονιών σου, των συγγενών σου, των φιλικών σου προσώπων, των προσώπων, που έτσι ή αλλιώς βρίσκονται στο περιβάλλον σου, στη δουλειά σου, στις κοινωνικές σου σχέσεις. Και μετά τα ονόματα ανάφερέ μου τι θέλεις να κάνω για το καθένα. Δεν έκανε το ίδιο ο Ιάειρος; «Το θυγάτριόν μου, είπε, εσχάτως έχει (παρακαλώ σε) ίνα ελθών επιθής αυτή τας χείρας, όπως σωθή και ζήσεται» (Μάρκ. ε’ 22). Δεν έκανε το ίδιο ένας πονεμένος πατέρας για τον δαιμονισμένο γιο του; Δεν μου ανέφερε δακρυσμένη η Χαναναία μάνα για την κόρη της; Δεν έκραξαν σε μένα οι δυο τυφλοί ζητώντας να τους χαρίσω το φως τους; Το ίδιο και τόσοι άλλοι, τόσοι άλλοι; Πες μου λοιπόν τι θέλεις γι’ αυτούς και ζήτα το με θέρμη πολλή και πίστη,ταπεινά και επίμονα. Αγαπώ πολύ τις ευγενικές καρδιές, που λησμονούν τον εαυτό τους χάριν των άλλων.
Μίλα μου για τους φτωχούς, που θέλεις να ελαφρύνης την κατάστασή τους· για τους αδικημένους, που καταπιέζονται· για τους συκοφαντημένους, που δεν μπορούν να αποδείξουν την αθωότητά τους· για τους αρρώστους, που υποφέρουν· για τους κακούς, που θα ήθελες να μεταστραφούν στο καλό· για τους μοναχικούς, που μαραζώνουν στη μοναξιά τους· για τους απογοητευμένους από τη ζωή· για τους βυθισμένους στο βούρκο της αμαρτίας και περικλεισμένους στη φυλακή των παθών τους·για τους ποικίλως ψυχικά αρρώστους· για τα πρόσωπα, που κάποτε σε αγαπούσαν, αλλά τώρα απομακρύνθηκαν από σένα, αλλά τόσο πολύ θα ήθελες να ξανάρθουν πάλι κοντά σου· για όλους, για όλους και όλα, που νιώθεις την ανάγκη να πης θερμόν ένα λόγο, ένα αίτημα ιερό, μια ικεσία ολοκάρδια.
Μην ξεχνάς πως έχω υποσχεθή να ακούω κάθε προσευχή, που αναδύεται από τα βάθη της καρδιάς και που με τα φτερά της αγάπης, με ταχύτητα αφάνταστα πιο μεγάλη από το φως διασχίζει τα άπειρα ύψη και φτάνει μπρος στον ουράνιο θρόνο μου ως ευάρεστη και ιερή προσφορά. Αυτού του είδους τις προσευχές δεν περιμένω πάντα ανυπόμονα; Δεν έχεις να μου ζήτησης κάποιες χάρες; Γράψε, αν έτσι το θέλης, έναν κατάλογο, όσο μακρύς κι αν είναι, όλων όσα λαχταράς, όλων των αναγκών σου και ανάφερέ τες στην αγάπη μου. Όχι πως δεν τα ξέρω όλα. Τα ξέρω όλα προτού καν να τα έχης συνειδητοποιήσει. Όμως θέλω να τα ακούσω με τη δική σου φωνή. Θέλω να μου πης ελεύθερα και αγαπητικά ό,τι και όπως το νιώθεις, ό,τι και όπως και όσο το λαχταράς.
Αρχιμανδρίτη Ευσεβίου Βίττη, Προσευχητικές και εξομολογητικές πατρικές ικεσίες, Ορθόδοξος Κυψέλη
Νείλος ο Ασκητής
Πρόσεχε καθώς προσεύχεσαι
Αγωνίσου να κρατάς το νου σου την ώρα της προσευχής κουφό και άλαλο.
Έτσι θα μπορέσεις να προσευχηθείς.
Η προσευχή είναι προβολή χαράς και ευχαριστίας. Η προσευχή είναι προφύλαγμα από λύπη και αθυμία (κακοκεφιά).
Αν λαχταράς να προσευχηθείς όπως πρέπει, να μην πικραίνεις καμιά ψυχή. Αλλιώς άδικα τρέχεις.
Μην προσεύχεσαι να γίνουν τα δικά σου θελήματα. Να προσεύχεσαι μάλλον καθώς διδάχτηκες λέγοντας «γενηθήτω το θέλημά σου». Πολλές φορές στην προσευχή μου ζήτησα να γίνει αυτό, που εγώ νόμιζα καλό. Και επέμεινα στο αίτημα εκβιάζοντας ασυλλόγιστα το θέλημα του Θεού μη αναθέτοντας σ’ αυτόν να οικονομήσει ό,τι εκείνος ξέρει για συμφέρον μου. Αν ποθείς να προσευχηθείς, απαρνήσου τα πάντα, για να κληρονομήσεις το παν.
Αρχιμ. Ευσεβίου Βίττη, Εις ύψος νοητόν, Αποστολική Διακονία
Αγίου Νικολάου Αχρίδος
Η απαισιοδοξία είναι καταστροφική
Η στολή του αξιωματικού δεν θα σας κάνει γενναίους, ούτε το ράσο του ιερέα ευσπλαγχνικούς, ούτε η δικαστική τήβεννος δίκαιους, ούτε η πολυθρόνα του υπουργού δυνατούς, εάν η ψυχή σας δεν είναι γεμάτη από γενναιότητα, φιλευσπλαγχνία, δικαιοσύνη και ψυχική δύναμη.
Πρέπει να έχετε ψυχή που θα είναι ικανή για τρία πράγματα: να υπομένει, να αγαπάει τη ζωή, αλλά και να θυσιάζεται. Τέτοια ψυχή δεν θα έχετε ποτέ, εάν είστε απαισιόδοξοι. Ο απαισιόδοξος δεν μπορεί να θυσιάσει τη ζωή του, γιατί η ζωή γι’ αυτόν δεν έχει αξία και εκείνο που δεν έχει αξία, μπορεί μόνο να «πεταχτεί» και όχι να θυσιαστεί. Όταν ο άνθρωπος προσφέρει κάτι που αγαπάει, τότε θυσιάζεται, ενώ όταν προσφέρει κάτι που μισεί, τότε δεν θυσιάζεται, αλλά το «πετά».
Ο απαισιόδοξος δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή, επειδή του φαίνεται πως δεν έχει νόημα και χαρά. Η ζωή για τον τέτοιου είδους άνθρωπο είναι ανοησία, πόνος, απερισκεψία, θλίψη και έτσι δεν την αγαπά. Ο πεσσιμιστής τελικά δεν μπορεί να υπομείνει τη ζωή, για τους ίδιους λόγους που δεν μπορεί να αγαπήσει τη ζωή. Ο άνθρωπος μπορεί να αντέξει τον πόνο που έχει κάποιο νόημα και τέλος. Δεν μπορεί να αντέξει όμως τον πόνο που δεν έχει ουσία και τέλος. Η ζωή των απαισιόδοξων ανθρώπων είναι απερίσκεπτος και ατελείωτος πόνος.
Αν είστε απαισιόδοξοι, δεν θα μπορέσετε ούτε να θυσιαστείτε, ούτε να αγαπήσετε τη ζωή, ούτε καν να την υπομείνετε. Ούτε σεις θα είστε χρήσιμοι για τη ζωή, ούτε η ζωή θα έχει σημασία για σας. Στις τρεις τελευταίες περιπτώσεις η ζωή στην ιλιγγιώδη πορεία της θα σας «κοιτάξει» περιφρονητικά και θα περάσει πολύ γρήγορα από δίπλα σας. Η ζωή σαν βουερό και ασημένιο ποτάμι θα προσπεράσει πολύ γρήγορα δίπλα από τον απαισιόδοξο νερόλακκό σας. Μάταια από το νερόλακκο αυτόν θα πετάξετε λάσπη και συκοφαντίες στη ζωή. Νομίζετε ότι θα θολώσετε τη ζωή; Όχι, θα θολώσετε μόνο την οπτική σας και την ψυχή σας.
Αγίου Νικολάου Αχρίδος, Να είμαστε αισιόδοξοι ό,τι κι αν συμβαίνει, Ορθόδοξος Κυψέλη
Πώς να νηστέψω;
Μέγας Βασίλειος
Να νηστεύουμε, ναι· αλλά πώς;
Να μην προφασίζεσαι αρρώστια του σώματος και αδυναμία. Διότι τις δικαιολογίες δεν τις λέγεις σε μένα, αλλά σ’ αυτόν που γνωρίζει. Πες μου, δεν μπορείς να νηστεύεις; Μπορείς όμως να παραχορταίνεις για όλη τη ζωή και να συντρίβεις το σώμα σου με το βάρος των φαγητών. Και όμως στους ασθενείς όχι ποικιλία φαγητών, αλλά ασιτία και δίαιτα γνωρίζω ότι επιβάλλουν οι ιατροί. Πώς λοιπόν συ που μπορείς αυτά, προφασίζεσαι ότι δεν μπορείς εκείνα; Τι είναι ευκολότερο για την κοιλιά, να περάσει τη νύκτα με τη λιτότητα της δίαιτας, ή με την αφθονία των φαγητών να κείτεται βαρειά;
Κανένα ζώο δεν βγάζει κραυγές θανάτου, πουθενά αίμα, πουθενά απόφαση, που υπαγορεύεται κατά των ζώων από την άκαμπτη κοιλιά. Εχει σταματήσει το μαχαίρι των μαγείρων· το τραπέζι αρκείται στα πρόχειρα.
Μη λοιπόν περιορίζεις το καλό της νηστείας στην αποχή μόνον από τα φαγητά. Διότι η αληθινή νηστεία είναι αποξένωση από τα κακά. «Να λύσεις τα δεσμά της αδικίας» (Ησ. 63, 6)· συγχώρησε τον πλησίον για την λύπη, συγχώρησέ τον για τα χρέη. «Να μη νηστεύετε χάριν διαμάχης και φιλονικίας» (Ησ. 63, 4). Δεν τρώγεις κρέατα, αλλά τρώγεις τον αδελφό σου. Δεν πίνεις οίνο, αλλά δεν είσαι εγκρατής στις ύβρεις. Περιμένεις το βράδυ για να λάβεις τροφή, αλλά ξοδεύεις την ημέρα στα δικαστήρια.
Μέγας Βασίλειος, Δύο λόγοι για τη νηστεία, Απόδοση Δημήτριος Αθανασόπουλος, Εκδόσεις: Νεκτ. Παναγόπουλος
Είπε ο αββάς Μακάριος ο Μέγας:
Μην κατηγορείς κανένα· να λες: Ο Θεός γνωρίζει τον καθένα και να μη συμφωνείς μ’ αυτόν που κατηγορεί· να μη χαίρεσαι που κατηγορεί αλλά ούτε και να τον μισείς. Αυτό είναι το νόημα του να μην κρίνουμε.
Αγ. Γρηγορίου Παλαμά
Ποια η σωστή νηστεία;
Αλλά εμπρός, αδελφοί, ας δείξωμε τι είναι η θεάρεστη κι αληθινή νηστεία. Να γνωρίζετε τούτο, ότι δεν επαινούμε αυτή καθ’ εαυτήν τη σωματική νηστεία, αλλά για την ενέργειά της προς άλλα ψυχωφελέστερα· διότι για τη σωματική άσκησι, λέγει και ο θείος Παύλος, ότι ολίγο ωφελεί. Γι’ αυτό και οι θεοφόροι πατέρες που ομιλούν από πείρα δεν δέχονται τις πολυήμερες νηστείες, αλλά κρίνουν δοκιμώτερο να τρώγωμε καθημερινώς μια φορά και να μη χορταίνωμε· και τούτο λέγουν σύμμετρη και συνετή νηστεία, πράγμα που λέγει και η Γραφή, το να μη παρασύρεται κανείς από τη χορτασιά της κοιλίας και την ηδονή του λαιμού, αλλά να αφήνη το φαγητό ενώ έχει ακόμη όρεξι, η δε ποιότης και ποσότης της να είναι κατάλληλη προς τη δύναμι και διάθεσι του τρεφομένου σώματος, ώστε να συντηρήται κατά το δυνατό κι η υγεία του.
Τέτοια λοιπόν είναι η αρχή της αληθινής και θεάρεστης νηστείας, ο δε σκοπός για τον οποίο εθεσμοθετήθηκε κι ετιμήθηκε από τους Χριστιανούς είναι η κάθαρσις της ψυχής. Διότι ποια είναι η ωφέλεια, αν απέχωμε της σωματικής τροφής, αλλά κυριαρχούμαστε από σαρκικά φρονήματα και πάθη; Ποιο είναι το όφελος αν απέχωμε οίνου και πιεζώμαστε από δίψα, να μεθούμε δε όχι από οίνο, σύμφωνα με τον λέγοντα, «αλλοίμονο στους μεθύοντας όχι από οίνο», και να ταρασσώμαστε ψυχικά από θυμό και βασκανία; Ποιο είναι το όφελος, αν απέχωμε από τρυφηλή τράπεζα, αλλά έχωμε αταπείνωτη την ψυχή, και αν έχωμε αλλοιωμένη τη σάρκα για έλαιο, αλλά δεν έχωμε ταπεινωμένη την ψυχή κατά τη νηστεία; Ποιο είναι το όφελος, αν απαλλαγήκαμε μεν από την ομίχλη που αναθυμιάται από τα πολλά φαγητά, αλλά αχρειώνεται ο νους μας με φροντίδες και ματαίους λογισμούς και αχρειώνονται μαζί του οι προσευχές προς τον Θεό;
Γι’ αυτό καλή νηστεία είναι αυτή που τελείται για το μαρασμό της επιθυμίας, για την ταπείνωσι της ψυχής, για τη μεταποίηση του μίσους, για το σβήσιμο του θυμού, για την απά- λειψι της μνησικακίας, για την καθαρότητα της διανοίας και την επιτέλεση της προσευχής.
Γρηγορίου Παλαμά, Έργα, τόμος 9, Πατερικαί Εκδόσεις Γρηγόριος ο Παλαμάς
Θέλω να εξομολογηθώ
π. Δημήτριος Στανιλοάε
Εξομολόγηση
Η εξομολόγηση είναι μυστήριο. Όλα τα μυστήρια της Εκκλησίας έχουν σκοπό να ανοίξουν στον άνθρωπο την πόρτα της Βασιλείας.
Η εξομολόγηση δεν είναι ομολογία ότι «λέω ψέμματα στον άντρα μου» ή «έφαγα κρέας την Παρασκευή». Δεν είναι μια τελετουργία απαλλαγής μας από κάθε ενοχή, δεν είναι «παππούλη σου λέω τις αμαρτίες μου, βάλε μου μια μικρή ποινή τώρα και δώσε μου συχώρεση». Αυτό είναι εμπαιγμός του μυστηρίου. Όπως εμπαιγμός είναι να εξομολογούμεθα κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, η μια-δυο μέρες πριν κοινωνήσουμε.
Πρέπει να καταλάβουμε ότι η εξομολόγηση δεν είναι απλή στενοχώρια για τις αμαρτίες μας. Η στενοχώρια είναι ένδειξη ανησυχίας, και συνήθως οδηγεί σε κατάθλιψη ή στρες. Ίσως χρειαζόμαστε, τότε, ψυχολογική στήριξη. Αλλά η εξομολόγηση δεν προσφέρει τέτοια στήριξη, και ο εξομολόγος δεν είναι το δωρεάν υποκατάστατο του ψυχολόγου. Ούτε βέβαια ο ψυχολόγος εξομολογεί, όσο και να του μιλάμε αποκαλύπτοντας όσα κρατάμε κρυφά κι από μας τους ίδιους.
Πρέπει όσοι διδάσκετε την πίστη μας στα σχολεία και όσοι δημοσιεύετε κείμενά σας να βοηθήσετε το λαό του Θεού να καταλάβει ότι η εξομολόγηση δεν είναι η αναγνώριση των ψυχικών μας τραυμάτων ούτε η καταλογογράφηση των λαθών και κακιών μας. Κι ο εξομολόγος άλλωστε, δεν είναι ο δικαστής των ψυχών μας, δεν κρίνει με βάση έναν κανόνα ποια ποινή αντιστοιχεί σε κάθε αμαρτία.
Η εξομολόγηση είναι επίγνωση των αμαρτημάτων μας και του πώς φθάσαμε εκεί, κυρίως όμως είναι μετάνοια. Τότε, την ώρα που ο εαυτός μας δεν έχει κατάθλιψη αλλά επίγνωση, και συντετριμμένος μετανοεί, τότε έρχεται ο Ιησούς και μας αγκαλιάζει.
Η εξομολόγηση γίνεται για να νοιώσει ο σταυρωμένος άνθρωπος δίπλα στον σταυρωμένο Χριστό. Σκεφθείτε: ο ένας ληστής είναι ο άνθρωπος μετά την πτώση, ο άνθρωπος που αρνείται την ύπαρξη Θεού και του ζητάει ειρωνικά αν υπάρχει να το αποδείξει. Ο άλλος ληστής είναι ο άνθρωπος που μετανιώνει για όσα έκανε αναγνωρίζοντας ότι δικαίως τιμωρείται, και ζητάει από τον Ιησού να τον σώσει και να τον πάρει μαζί Του στο βασίλειό Του. Αυτόν ο Ιησούς τον αγκαλιάζει αμέσως (Λουκ., κγ, 39-43).
Τα λόγια του ληστή πάνω στο Σταυρό είναι το πρότυπο της εξομολόγησης. Αν δεν αισθανθούμε αληθινά ότι μας καρφώνουν σε σταυρό οι προθέσεις και οι πράξεις μας, αν δεν μετανοήσουμε και δεν παρακαλέσουμε τον Κύριο της Ζωής να μας πάρει στην αγκαλιά Του, δεν υπάρχει εξομολόγηση.
Πράγματι, ζούμε σε εποχή που βάζει σε καμίνι δοκιμασίας τις πνευματικές και τις ηθικές αρχές μας. Ο άνθρωπος έχει να αντιμετωπίσει πρωτοφανή καταιγίδα προκλήσεων και ταυτόχρονα ζει μέσα σε περιβάλλον που περιφρονεί τη βαθύτερη σημασία της κάθε πράξης. Η ζωή του ανθρώπου μπαίνει -όπως λέμε- μέσα σε εισαγωγικά. Ο σύγχρονος άνθρωπος ζει στο περίπου, στο «ας πούμε». Ζει στο να μην εννοεί αυτό που οι λέξεις ορίζουν αλλά συνεχώς «σε κάτι σαν αυτό». Δεν πρόκειται για τον ευλογημένο γνόφο της αγνωσίας αλλά για το ψευδές «φως» της παραπλάνησης.
Υπό τις συνθήκες αυτές, ο άνθρωπος της εποχής μας δυσκολεύεται να καταλάβει την αμαρτία. Ο κόσμος γύρω του τον περιτυλίγει, με φράσεις όπως «καλά, μην κάνεις έτσι», «ε, δεν πειράζει», «μα έτσι κάνουμε όλοι» κλπ. Ο κόσμος επικαλείται κάποιο φανταστικό μετρητή, και σου λέει «ε, δεν είναι τίποτε αυτό», «μα αυτά είναι μικροπράματα, μη κολλάς σ’αυτά». Μερικές φορές, αυτό τον αόρατο και αόριστο μετρητή επικαλείται -δυστυχώς- και ο εξομο- λόγος, για να σου δώσει γρήγορα άφεση ή να σου βάλει μιαν ανεκτή τιμωρία και να περάσει ο επόμενος.
Δεν νομίζω πως είναι εύκολο να εξομολογείς αγνοώντας την προσωπικότητα και τις συνθήκες ζωής του εξομολογούμενου. Δεν μπορείς να είσαι εξομολόγος ή γέροντας χωρίς βαθειά αγάπη για τον αμαρτωλό. Όχι την αγάπη που έχουμε προς το ανεύθυνο μικρό παιδάκι, αλλά τη μέριμνα και την κατανόηση που έχουμε για τον εαυτό μας. Ο εξομολόγος δεν είναι ανακριτής, δεν βρίσκεται απέναντι από τον κατηγορούμενο. Αντίθετα, είναι αυτός που ακούγοντάς σε αναλαμβάνει να συμπορευθεί μαζί σου και να σηκώσει στους ώμους του το βάρος των ευθυνών σου.
Ο εξομολόγος είναι υποχρεωμένος να καταλαβαίνει καλά τι αγώνες δίνει και γιατί τους δίνει ο εξομολογούμενος. Να συναισθάνεται γιατί και με ποιο τρόπο μετανοεί ο άνθρωπος που έρχεται σε αυτόν. Αν δεν μπορεί να υπάρχει βαθειά κατανόηση ανάμεσα στον εξομολόγο και τον εξομολογούμενο, δεν θα γίνει τίποτε περισσότερο από το να λέει ο καθένας το δικό του.
Σκοπός της εξομολόγησης δεν είναι η αποενοχοποίηση, δεν είναι να εισπράξεις ένα «καλά παιδάκι μου, πήγαινε και να προσέχεις άλλη φορά». Ούτε μπορεί να είναι η επίκληση της τιμωρίας που σε περιμένει μετά θάνατον. Επιστρέφω στην εικόνα των δύο σταυρωμένων ληστών πλάι στον Ιησού. Ο Ιησούς δεν απείλησε κανέναν, δεν τους είπε «ιδού τι σας περιμένει αμαρτωλοί». Σκοπός της εξομολόγησης δεν είναι να τρομάξει ο άνθρωπος από το σκοτάδι της κόλασης αλλά να χαρεί το φως του Χριστού.
π. Δημήτριος Στανιλοάε, Σημειώσεις από τις συμβουλές σε Παν. Νέλλα, Ζηνοβία Δρακοπούλου κ.ά, Κηφισιά 1978
Πρωτοπρ. Γεώργιος Χρ. Ευθυμίου
Πόσο συχνά να εξομολογούμαι;
Ως προς τη συχνότητα προσελεύσεως του ανθρώπου στο Μυστήριο τούτο υπάρχουν διάφορες απόψεις. Εμείς πιστεύουμε, ότι η συχνότητα δεν πρέπει να προσδιορίζεται από την περιδεή συνείδηση του ανθρώπου και την ανάγκη πνευματικής εξαρτήσεως αυτού από τον πνευματικό, που τον οδηγεί χωρίς πραγματικό λόγο κάθε τρεις και λίγο στο εξομολογητήριο, όπως τον κατά φαντασίαν ασθενή στον γιατρό.
Επίσης, δεν πρέπει να καθορίζεται βάσει της χαλαρής συνειδήσεως του ανθρώπου και της τυπικής, κατ’ έθος ή μαγικής προσεγγίσεως του Μυστηρίου, διότι και αυτό πόρρω απέχει από τη συνειδητή προσέλευση στο μυστήριο με συντετριμμένη καρδία.
Ούτε πάλι πρέπει να συνδέεται αποκλειστικώς με τη συμμετοχή στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, γιατί έτσι μπορεί να εκφυλισθεί σε μια τυπική διαδικασία λήψεως της αδείας του πνευματικού για να κοινωνήσει ο άνθρωπος. Η συχνότητα συμμετοχής στο Μυστήριο δεν είναι αυστηρά καθορισμένη.
Εξαρτάται από την πνευματική κατάσταση του ανθρώπου, τις ανάγκες και τις πτώσεις του στη διεξαγωγή του πολέμου κατά των ορατών και αοράτων εχθρών της σωτηρίας του. Δηλαδή, ο Χριστιανός προσέρχεται στο Μυστήριο, οσάκις συντρέχει λόγος, όπως και ο άνθρωπος πηγαίνει στον γιατρό, όταν είναι άρρωστος.
Πρωτοπρ. Γεωργίου Χρ. Ευθυμίου, Το μυστήριο της Μετανοίας Εξομολογήσεως
Ιερομονάχου Μακαρίου
Εξομολόγηση
Μεγάλη πλάνη στην Εκκλησία μας επικράτησε κατά τον καιρό της Τουρκοκρατίας. Μεταφράστηκαν δυτικά κείμενα για την πνευματική δήθεν κατάρτιση του Γένους μας, με τα περί ικανοποιήσεως της θείας Δικαιοσύνης: έκανες μια αμαρτία, θα κάνεις μια ενάρετη πράξη για να ικανοποιηθεί η θιγείσα Δικαιοσύνη του Θεού. Αλίμονο αν ο Θεός ήταν μπακάλης. Και βρίσκεται ο άνθρωπος σε συνεχές άγχος για να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς του με τον Θεό.
Ποιος είναι ο Ορθόδοξος τρόπος; Αμαρτάνουμε, το συνειδητοποιούμε, ζητούμε συγχώρεση από τον Θεό που γνωρίζει τα πάντα και αν είναι κάτι σημαντικό, διά της εξομολογήσεως ζητούμε την άφεση της Εκκλησίας. Όχι επειδή πράξαμε μια προσωπική αμαρτία, αλλά γιατί αμαρτάνοντας πληγώνουμε το Σώμα του Χριστού, που είναι η Εκκλησία. Αν κάτσουμε να ψειρίζουμε τα καθημερινά, τότε στην προσπάθεια της τακτοποίησής τους χάνουμε το τραίνο, η ζωή προχωράει.
Η Εκκλησία μας σε κάθε Ακολουθία και κυρίως στη θεία Λειτουργία προσεύχεται για την άφεση και συγχώρεση των αμαρτιών «πάντων των ευσεβών και Ορθοδόξων Χριστιανών» και λαμβάνουμε την άφεση όταν αισθανόμαστε μέλη της Εκκλησίας μας και δεν αγωνιζόμαστε μόνο για την ατομική μας τακτοποίηση. Έχουμε την αλήθεια ανόθευτη αλλά δεν την βιώνουμε.
Το πολίτευμα του Χριστιανού «εν ουρανοίς υπάρχει».
Εμείς σήμερα με τη λέξη μετανοιώνω συνήθως εννοούμε μεταμελούμαι. Η μεταμέλεια για τις πράξεις μας, για τα σφάλματά μας, δεν είναι μετάνοια με την πνευματική σημασία που η Εκκλησία μας δίνει στη λέξη μετάνοια. Ο όρος μετάνοια στην Εκκλησία μας δηλώνει την επιστροφή μας, την επιστροφή του νου μας στον Θεό. Η μεταμέλεια για τα σφάλματά μας συνήθως γίνεται στην προσπάθεια να αποκαταστήσουμε την εικόνα μας, μέσα μας και γύρω μας. Θυμώνω με κάποιον, του μιλάω άσχημα και μεταμελούμαι γιατί χάλασε η εικόνα μου απέναντι στον αντίδικό μου αλλά και μέσα μου: «πώς έπεσα σε τέτοιο σημείο να εκτεθώ; Τι θα λέει για μένα αυτός ο άνθρωπος που φέρθηκα έτσι;». Ο εγωισμός μας δεν σηκώνει αυτήν την έκθεση του εγώ μας και προσπαθούμε μεταμελούμενοι, είτε ζητώντας συγγνώμη ή με οποιονδήποτε άλλον τρόπο να αποκαταστήσουμε την εικόνα μας.
Ένας πιστός που καταλαβαίνει ότι το να προσβάλλεις με λόγια έναν συνάνθρωπο είναι αμαρτία, πιθανόν να πάει να εξομολογηθεί. Και εξομολογούμαστε, όχι μόνο για απρεπείς κουβέντες που είπαμε, αλλά για οτιδήποτε θεωρούμε αμαρτία. Μερικές φορές αφού συναισθανθούμε την αμαρτία μας και με ταπείνωση ζητήσουμε τη συγχώρεση από τον Θεό και την άφεση από την Εκκλησία, ειρηνεύουμε και συνεχίζουμε τη ζωή μας δοξάζοντας τον Θεό.
Άλλες φορές πηγαίνουμε, εξομολογούμαστε, ζητάμε συγχώρεση και άφεση των αμαρτιών μας και μέσα μας δεν ειρηνεύουμε. Αυτό γίνεται για διάφορους λόγους. Ένας λόγος είναι ότι δεν μετανοιώσαμε πραγματικά, απλώς με- ταμεληθήκαμε για τα σφάλματά μας και πήγαμε στον πνευματικό για να τα πούμε και να δικαιωθούμε κατά κάποιο τρόπο. Όπως το λέει κάπου στην Παλαιά Διαθήκη: «πες πρώτος τις αμαρτίες σου και θα δικαιωθείς». Στην Εκκλησία δεν πάμε για να δικαιωθούμε. Η δικαίωση είναι ανάγκη του «εγώ» μας, όμως ο Χριστός ήρθε για να μας κάνει να ξεπεράσουμε το «εγώ» μας και να ζούμε με αγάπη ως ένα σώμα στην Εκκλησία με κεφαλή τον Χριστό.
Έχουμε και άλλες περιπτώσεις ανθρώπων, που ενώ μετανοούν, ταπεινώνονται στο μέτρο τους, εξομολογούνται καθαρά, πιστεύουν στην άφεση που δίνει η Εκκλησία και με όλα αυτά παραμένουν γεμάτοι ενοχές και χωρίς ειρήνη.
Χρειάζεται στο σημείο αυτό να πούμε ότι άλλο η τύψη της συνείδησης, που είναι κάτι πολύ φυσικό και σωτηριώδες για να μπορέσει ο άνθρωπος να συνειδητοποιεί τα σφάλματά του, τις αμαρτίες του και να μετανοεί, και άλλο οι ενοχές που μας μαυρίζουν την ψυχή.
Από τη στιγμή που πιστεύουμε στο Θεό, στην άφεση που μας παρέχει με τα Μυστήρια στην Εκκλησία μας, θα πρέπει να ξεπεράσουμε και πάλι το «εγώ» μας και να προσπαθούμε να συγχωρούμε κι εμείς τον εαυτό μας, για όσα τουλάχιστον πιστεύουμε ότι ο Θεός διά της μετανοίας και της εξομολογήσεως μας συγχώρεσε.
Αποσπάσματα από ομιλίες του στο Πνευματικό Κέντρο της Ιεράς Μητροπόλεως Αλεξανδρουπόλεως
Γέροντας Ιάκωβος Τσαλίκης
Προς τον εξομολόγο
Ήταν λοιπόν στην εξομολόγηση πολύ επιεικής χωρίς όμως και να παραβαίνει τους Κανόνες. Έλεγε: «Αν σε μία κοπέλα που έκανε, ας πούμε, έκτρωση και μόλις εξομολογηθεί την αμαρτία της εγώ ως πνευματικός της πω ότι είναι φόνισσα, ότι δολοφόνησε το παιδί της και ότι εφτά χρόνια δε θα κοινωνήσει και κατόπιν τη βγάλω από το εξομολογητήριο, τι συνέπειες θα έχουν όλα αυτά για την ψυχή της; Ενώ αν της μιλήσω με αγάπη και στοργή, λέγοντάς της “Παιδί μου, δεν είναι σωστό αυτό που έκανες, είναι αμαρτία” και δεν της βάλω αμέσως κανόνα, αλλά τη συμβουλέψω και την ξαναδώ σε δεκαπέντε ημέρες ή ένα μήνα σιγά σιγά θα τακτοποιηθεί η ψυχή της. Ο άνθρωπος δεν πρέπει να φεύγει από την Εκκλησία πληγωμένος αλλά θεραπευμένος. Εγώ, πάτερ μου, δε μισώ τον άνθρωπο αλλά την αμαρτία».
Απόσπασμα από το βιβλίο: Ένας άγιος Γέροντας ο μακαριστός π. Ιάκωβος Τσαλίκης, Έκδοση Ι. Μονής Δαβίδ, Λίμνη Ευβοίας
Mε τη βοήθεια της Παναγιάς, Πάντα
Χριστοδούλου Παρασκευαΐδη,
† Αρχιεπισκόπου Αθηνών
Με τη χάρη Της
Το Ευαγγέλιο παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο πλησιάζουμε τον Κύριο, το μοναδικό τρόπο με τον οποίο βγαίνουμε από τις παγίδες των ειδώλων του κόσμου τούτου και ριχνόμαστε κλαίγοντας στην αγκαλιά του Πατέρα μας. Παρουσιάζει το πώς εργάζεται ο Θεός για να μας ανοίξει το δρόμο επιστροφής σ’ Αυτόν, χωρίς να καταργεί την ελευθερία μας.
Παρουσιάζει το πρόσωπο του Σωτήρα μας. Παρουσιάζει τον τρόπο με τον οποίο ανοίγουμε την ψυχή μας στη θαυματουργό χάρη Του. Με άλλα λόγια, παρουσιάζει αυτή την ίδια την εορτή της σωτηρίας μας, παρουσιάζει την Εκκλησία.
Εκκλησία είναι ο μυστικός χώρος όπου συναντώμεθα όλοι. Εδώ ο Κύριος, εδώ οι Άγγελοι, εδώ οι Άγιοι και οι πιστοί. Εδώ επίσης, εδώ μαζί μας, μας τραβά κοντά της γεμάτη αγάπη, η Δέσποινα του οίκου τούτου, η Θεοτόκος.
Δεν είναι δυνατόν να δούμε χριστιανικό ναό χωρίς την εικόνα της Δεσποίνης μας Θεοτόκου να μας υποδέχεται και να μας εισάγει στο Μυστήριον της σωτηρίας μας.
Δεν είναι δυνατόν να προσευχηθούμε, δεν είναι δυνατόν να σκεφθούμε την Εκκλησία, χωρίς να αναφερθούμε σ’ Εκείνην που η χάρις του Θεού και η δική της τελεία συνεργεία στο θέλημά Του, την κατέστησε Παναγία Μητέρα του Θεού και Μητέρα της Εκκλησίας.
Γνωρίζουμε ότι κάθε χριστιανός έχει μέσα στην καρδιά του την εικόνα Της. Εκεί, μέσα στο κρυμμένο βάθος της ψυχής του, ο απλός κι ανώνυμος άνθρωπος που διαφεύγει από το δίχτυ της ιστορίας όχι όμως από το βλέμμα του Θεού, έχει πάντοτε αναμμένο ένα καντήλι στην Παναγιά. Κι όσο πυκνώνει το νέφος της αγωνίας, όσο θεριεύουν τα βάσανά μας, σ’ Εκείνης την αγκαλιά σπεύδουμε να κρυφτούμε, ν’ αφήσουμε τα δάκρυά μας να τρέχουν στην ποδιά Της.
Σ’ Εκείνην, τη Μυστηριακή Μητέρα μας καταφεύγουμε, περιμένοντας να νιώσουμε το χέρι Της να μας σκουπίζει τα δάκρυα, να μας δίνει δύναμη, να γαληνεύει την τρικυμισμένη μας ψυχή.
Ομιλία στον Ι. Ναό Παναγίας Κοσμοσώτειρας, Φέρες, 13/2/2002.