Αρχική Εκκλησία Mητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου: Ασθένεια, θεραπεία και θεραπευτής κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη

Mητροπολίτη Ναυπάκτου Ιερόθεου: Ασθένεια, θεραπεία και θεραπευτής κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη

από christina

Γίνεται πολύς λόγος σήμερα για την θεραπεία του ανθρώπου, γιατί διαπιστώνεται ότι ο άνθρωπος, ζώντας με έναν ατομικιστικό τρόπο ζωής, απομονωμένος από την κοινωνία και όντας υποχρεωμένος να ζη μέσα σε μια παράδοση που έχει χάσει τον κοινοβιακό της χαρα­κτήρα, όπου υπάρχει κοινωνία με την διατήρηση του προσώπου, είναι άρρωστος. Και, φυσικά, όταν κάνουμε λόγο για αρρώστια, δεν έννοούμε την αρρώστια στην νευρολογική και ψυχολογική της πλευρά, αλλά την απώλεια του αληθινού νοήμα­τος ζωής. Είναι μια αρρώστια κυρίως και προ­παντός οντολογική.

Η Ορθόδοξη Εκκλησία θεραπεύει την νο­σούσα ανθρώπινη προσωπικότητα και, βέβαια, αυτό είναι και το έργο της Ορθόδοξης θεολογί­ας. Στα πατερικά κείμενα βλέπουμε την αλήθεια ότι η Ορθόδοξη θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη και αγωγή, αφ’ ενός μεν γιατί θεολόγοι είναι εκείνοι που απέκτησαν προσωπική γνώση του Θεού, εν τη αποκαλύψει, και αυτό σημαίνει ότι προηγουμένως θεράπευσαν με την Χάρη του Θεού όλες τις ψυχικές τους δυνάμεις, αφ’ ετέρου δε γιατί αυτοί που βρήκαν το νόημα της ζωής, τον αληθινό σκοπό της υπάρξεώς τους, στην συ­νέχεια βοήθησαν και άλλους να πορευθούν αυτήν την οδό, την οδό της θεώσεως.

Προσπαθώντας να μελετήσουμε τα ανθρώπι­να προβλήματα, διαπιστώνουμε ότι στο βάθος τους είναι θεολογικά, αφού ο άνθρωπος δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δημιουργήθηκε α­πό τον Θεό για να έχει και να διατηρεί μια σχέ­ση, σχέση με τον Θεό, σχέση με τους άλλους αν­θρώπους και σχέση με ολόκληρη την κτίση. Αυ­τή η σχέση επιτυγχάνονταν στους πρωτόπλα­στους ακριβώς γιατί είχαν την Χάρη του Θεού. Όταν όμως αρρώστησε ο εσωτερικός κόσμος του ανθρώπου, όταν έχασε τον προσανατολισμό του προς τον Θεό, όταν απώλεσε την Χάρη του Θε­ού, τότε έπαυσε να υπάρχει αυτή η ζωντανή και ζωοποιός σχέση, με αποτέλεσμα να διαταραχθούν όλες οι σχέσεις του με τον Θεό, τους συνανθρώ­πους, την κτίση και τον ίδιο του τον εαυτό. Ο­λες οι εσωτερικές και εξωτερικές δυνάμεις του αποδιοργανώθηκαν. Κέντρο του έπαυσε να είναι ο Θεός και έγινε ο εαυτός του, ο οποίος όμως, α­ποκομμένος από τις άλλες παραμέτρους, αυτονομήθηκε, με αποτέλεσμα να αρρωστήσει ουσια­στικά και πραγματικά. Οπότε, η υγεία στα όσα ακολουθήσουν εκλαμβάνεται ως μία πραγμα­τική σχέση και η ασθένεια ως διακοπή αυτής της σχέσης, όταν ο άνθρωπος, από τον ουσιαστικό διάλογό του με τον Θεό, τους συνανθρώπους του και την κτίση, περιέπεσε σε έναν τραγικό μονό­λογο.

Για να χρησιμοποιήσουμε ενα παράδειγμα, θα λέγαμε ότι, προ της πτώσεως, κέντρο του ανθρώπου ήταν ο Θεός. Η ψυχή ετρέφετο από την Χάρη του Θεού και το σώμα από την χα­ριτωμένη ψυχή, πράγμα το οποίο είχε συνέπειες για όλη την κτίση, και με την έννοια αυτή ο άνθρωπος ήταν ο βασιλεύς όλης της κτίσεως. Με την αμαρτία, όμως, διαταράχθηκαν αυτές οι ι­σορροπίες. Η ψυχή, αφού έπαυσε να τρέφεται από την Χάρη του Θεού, απομυζά το σώμα και, έτσι, δημιουργούνται τα ψυχικά πάθη (εγωισμός, υπερηφάνεια, μίσος κ.λπ.). Το σώμα, αφού έ­παυσε να τρέφεται από την ψυχή, απομυζά την υλική κτίση, οπότε δημιουργούνται τα σωματι­κά πάθη (γαστριμαργία, φιλοκτημοσύνη, σαρκι­κές απολαύσεις κ.λπ.). Με αυτήν την προοπτι­κή και η κτίση πάσχει και βιάζεται, αφού, αν­τί να δεχθεί την Χάρη του Θεού δια του καθαρού εσόπτρου, που είναι ο νους του ανθρώπου, δέχεται τον βιασμό εκ μέρους του ανθρώπου, ε­πειδή θέλει να ικανοποιήσει τα πάθη του, οπότε δημιουργούνται τα οικολογικά προβλήματα. Στον μεταπτωτικό άνθρωπο παρατηρείται πλή­ρης αντιστροφή των σχέσεών του με τον Θεό, τους άλλους ανθρώπους και την κτίση. Αυτό εί­ναι και λέγεται ασθένεια, αρρώστια. Η θερα­πεία, λοιπόν, όπως την βλέπει η Ορθόδοξη Πα­ράδοση, είναι ο εκ νέου σωστός προσανατολισμός των σχέσεων αυτών, η αναδόμηση της ανθρωπίνης υπάρξεως, ήτοι κέντρο να είναι ο Θεός, η ψυχή να τρέφεται από τον Θεό και, στην συνέ­χεια, να μεταφέρει την θεία Χάρη στο σώμα και από εκεί να διαπορθμεύεται η Χάρη σε ολόκλη­ρη την άλογη δημιουργία.

Επομένως, τα προβλήματα του ανθρώπου δεν είναι απλώς ψυχολογικά, κοινωνικά και οι­κολογικά, αλλά προβλήματα σχέσεων και καθολικής ευθύνης, είναι προβλήματα οντολογικά. Μέσα στα πλαίσια αυτά κάνουμε λόγο για την ασθένεια και θεραπεία του ανθρώπου και μέσα από αυτήν την προοπτική ομιλούμε για το ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν απορρίπτει την ια­τρική επιστήμη, την οποία σε πολλές περιπτώ­σεις την αποδέχεται και την χρησιμοποιεί, αλ­λά βλέπει την όντολογική διάσταση των προ­βλημάτων του ανθρώπου και προσπαθεί να φέ­ρει τον άνθρωπο στην ορθή προοπτική του και στον αρχικό οντολογικό προσανατολισμό. Οπότε μπορούμε να κάνουμε λόγο για πνευματική ψυχοθεραπεία, για ουσιαστική ψυχοσύνθεση και όχι για ψυχανάλυση. Με αυτήν την προοπτική και ένας που είναι υγιής, από άποψη ψυχιατρι­κή, μπορεί να είναι άρρωστος από άποψη θεολογική.

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια εργάσθηκαν και οι άγιοι της Εκκλησίας, μεταξύ των οποίων και ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ο συγγραφεύς του περίφημου βιβλίου που λέγεται Κλίμαξ και το ο­ποίο τιτλοφορείται έτσι γιατί δείχνει την κλίμα­κα της αναβάσεως του ανθρώπου προς τον Θεό, η οποία ανάβαση στην πραγματικότητα είναι ο επαναπροσδιορισμός των πραγματικών σχέσεων του ανθρώπου με τον Θεό, τον συνάνθρωπό του, την κτίση και, φυσικά, με τον ίδιο τον εαυτό του. Τα όσα θα ακολουθήσουν πρέπει να τεθουν μέσα σε αυτά τα ουσιαστικά πλαίσια.

Η προσωπικότητα του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έζησε στην περιοχή του όρους Σινά τον 6ον αιώνα. Σε ηλικία 16 ετών έγινε μοναχός και μάλιστα έζησε την αυστηρή ασκητική-ησυχαστική ζωή. Προς το τέλος της ζωής του έγινε και Ηγούμενος στην Ιερά Μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά τελικά αποσύρθηκε στην έρημο, που τόσο αγά­πησε στη ζωή του.

Ο βιογράφος του αγίου Ιωάννου μας δίνει μερικές πληροφορίες για την ζωή του, κυρίως όμως μας παρουσιάζει το πως αναδείχθηκε δεύτε­ρος Μωϋσης που καθοδηγούσε τους νέους Ισραηλίτας από την γη της δουλείας στην γη της επαγγελίας. Με την λίγη τροφή νίκησε το κέρας του τύφου της οιήσεως και της κενοδοξίας, που είναι πολύ λεπτά πάθη και δυσδιάκριτα για τους ανθρώπους που εμπλέκονται στις κοσμικές ενασχολήσεις. Με την ησυχία, νοερά και σωματική, έσβησε την φλόγα της καμίνου της σαρκικης επιθυμίας. Με την Χάρη του Θεού και τον δικό του αγώνα ελευθερώθηκε από την δουλεία στα είδωλα. Ανέστησε την ψυχή του από τον θάνα­το που την απειλούσε. Με την απονέκρωση της προσπαθείας και με την αίσθηση των αυλών και ουρανίων έκοψε τα δεσμά της λύπης. Ακόμη θεραπεύθηκε από την κενοδοξία και την υπερηφά­νεια.

Φαίνεται εδώ ότι ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης έκανε μεγάλον προσωπικό αγώνα για την ψυχική του ελευθερία, την αποδέσμευση από την τυραννία των αισθήσεων και των αισθητών, ώ­στε όλες οι δυνάμεις του να λειτουργούν κατά φύσιν και υπέρ φύσιν. Ο νους ελευθερώθηκε όχι μό­νον από την κυριαρχία των παθών, αλλά και α­πό τον φόβο του θανάτου.

Πράγματι, η νοερά ησυχία καθαρίζει τον νού του ανθρώπου από διάφορες έξωθεν επιδράσεις και, τότε, ο άνθρωπος γίνεται διορατικός και προορατικός και μπορεί να αντιληφθεί το πρόβλη­μα που υπάρχει στους άλλους ανθρώπους και στον κόσμο. Τότε ο καθαρός νους βρίσκεται σε άλλη διάσταση και βλέπει τα πράγματα καθαρά. Όπως τα διάφορα ιατρικά μηχανήματα μπορούν να διαγνώσουν τις υπάρχουσες στο σώμα ασθέ­νειες, έτσι και ο καθαρός νους του αγίου μπορεί να ιδεί την υπάρχουσα κατάσταση στο εσωτερικό της ψυχής. Έχει μεγάλη διεισδυτικότητα, αλλά και τρυφερότητα. Ενώ διεισδύει και βλέ­πει τα βάθη της ύπαρξης, με την Χάρη του Θε­ού, εν τούτοις αγκαλιάζει τον άνθρωπο με την τρυφερότητα και την αγάπη. Μπορεί κατά κά­ποιον τρόπο να έχει και στο σημείο αυτό εφαρμογή ο λόγος της Παλαιάς Διαθήκης για την αρ­χική κατάσταση του κόσμου: «η δε γη ην αόρα­τος και ακατασκεύαστος και σκότος επάνω της αβύσσου και πνεύμα Θεού επεφέρετο επάνω του ύδατος» (Γεν. α’, 2). Άβυσσος η καρδιά του α­σθενούς ανθρώπου και, όμως, το πνεύμα του αν­θρώπου του Θεού επιφέρεται επάνω αυτής, με τρυφερότητα και αγάπη για να δημιουργήσει μια καινή κτίση.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο για την θεραπεία του ανθρώπου είναι η σύγχυση του νοός με τα είδω­λα των παθών και των εξωτερικών τύπων. Στην κατάσταση αυτή, ο άνθρωπος βλέπει τα πράγ­ματα μέσα από ενα τεμαχισμένο πρίσμα και, βέ­βαια, αστοχεί να βοηθήσει τους τετραυματισμένους και αναζητούντας την αλήθεια και την ελευθερία ανθρώπους.

Ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος απέκτησε τέτοιον καθαρό νού όχι με την φοίτησή του σε μεγάλα κέντρα της εποχής του, αλλά με την σπουδή στην ησυχία της ερήμου, εκεί που κατ’ εξοχήν ωρύονται τα πάθη και ζητούν την κατα­στροφή του ανθρώπου. Ο νους του έγινε θεοει­δής και θεοείκελος. Ο άγιος Ιωάννης έγινε ο κατ’ εξοχήν άνθρωπος, ο υπό του Θεού πλασθείς και υπό του αγίου Πνεύματος εν Χριστώ Ιησού ανακαινισθείς. Και με όσα έγραψε δεν μετέφερε σε μας τις ανθρώπινες γνώσεις και τις σοφές ι­δέες, αλλά την ίδια του την ύπαρξη, γι’ αυτό ο λόγος του είναι αφοπλιστικός και θεραπευτικός, αλλά και επίκαιρος.

Έτσι, η Κλίμακα του Ιωάννου είναι συνέ­χεια των ησυχαστικών κειμένων των μεγάλων Πατέρων της Εκκλησίας, η πρώτη συστηματι­κή ανάλυση της ψυχικής ασθενείας και της πνευματικής υγείας του ανθρώπου. Κάνει μια θαυμά­σια και επιτυχημένη ψυχοσύνθεση της προσωπικότητος του ανθρώπου. Και, βέβαια, αυτήν την ουσιαστική εργασία συνεχίζουν και άλλοι Πατέ­ρες της Εκκλησίας αργότερα, όπως ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς. Αιώνες πριν απαρτισθούν οι ψυχαναλυ­τικές θεωρίες των διαφόρων ψυχιάτρων, ψυχανα­λυτών και ψυχολόγων, οι Πατέρες της Εκκλησίας και ιδιαιτέρως ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος έτεμναν την ψυχή του ανθρώπου ενοποιών­τας την. Οι έρευνές τους περιορίσθηκαν στα βά­θη του εαυτού τους. Γιατί, πράγματι, όταν κα­νείς καταλάβει το πρόβλημα του κακού μέσα στην δική του ύπαρξη, χωρίς να προσπαθεί να το κρύ­ψει, τότε αντιλαμβάνεται όλη την δύναμη του κακού που υπάρχει σε ολόκληρη την κτίση.

Στην συνέχεια θα μελετήσουμε αποσπασμα­τικά και όχι αναλυτικά τον περίφημο λόγο του «Προς Ποιμένα».

Ο ιερεύς ως θεραπευτής

Σε ενα παλαιότερο βιβλίο μου, στο οποίο έ­γραφα για την Ορθόδοξη ψυχοθεραπεία (Αρχιμ. Ιεροθέου Βλάχου, Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, εκδ. Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου), αφού στο πρώτο κεφάλαιο έκανα λόγο για το ότι ο Χρι­στιανισμός και ιδιαιτέρως η Ορθόδοξη θεολογία είναι θεραπευτική επιστήμη, πριν εξετάσω τι εί­ναι ασθένεια και θεραπεία, πριν αναλύσω την α­σθένεια και την θεραπεία της ψυχής, του νοός, της λογικής, των παθών κ.λπ., προέταξα το κε­φάλαιο για τον ιερέα ως θεραπευτή. Μερικοί που διάβασαν το βιβλίο εκείνο είπαν ότι πρώτα έπρεπε να προτάξω τα περί θεραπείας και στην συ­νέχεια να γράψω για το ποιός θεραπεύει.

Όμως, η πρόταξη του κεφαλαίου για το έρ­γο του ιερέως ως θεραπευτού είχε την σημασία του, γιατί μόνον εκείνος ο κληρικός που έχει τα απαραίτητα προσόντα, τις γνώσεις και την εμ­πειρία και ιδίως την υπαρξιακή του υγεία, μπορεί να εφαρμόσει σωστά την διδασκαλία των α­γίων Πατέρων να θεραπεύσει τους ανθρώπους. Αν ο κληρικός δεν είναι θεραπευτής, όπως τον θέλει η Ορθόδοξη Παράδοση, τότε μπορεί να αποδειχθεί σκληρός και ανάλγητος, χρησιμοποι­ώντας την διδασκαλία των αγίων Πατέρων της Εκκλησίας. Δηλαδή, εν ονόματι της θεραπείας, της σωτηρίας, της ησυχίας, μπορεί να οδηγήσει τον άνθρωπο σε πνευματικά αδιέξοδα. Με άλλα λόγια, όταν τα βιβλικά και πατερικά κείμενα χρησιμοποιούνται από έναν ανίκανο και άσχετο κληρικό, τότε μπορεί να γίνουν ιδεολογικά κείμε­να ή ακόμη και ηθικολογικές παραινέσεις, με φο­βερές συνέπειες για την ψυχή του ανθρώπου και την προς τα άνω προοπτική του. Μια τέτοια κα­κή χρησιμοποίηση δεν μεταμορφώνει τον εμπα­θή άνθρωπο και δεν τον οδηγεί στην εύρεση της αρχικής ορθής σχέσεως.

Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, ο ιερεύς που αναλαμβάνει να θεραπεύσει έναν άνθρωπο πρέπει να είναι ικανός για την εργασία αυτή, να έχει τα κατάλληλα προσόντα και να έχει βιώσει ο ίδιος προηγουμένως την εμπειρία του Θεού στα όρια της προσωπικής του ζωής.

Κατ’ αρχάς, εξετάζοντας το έργο του καλού κληρικού, δίδει πολλούς ορισμούς, λαμβάνοντας αφορμή από τις εικόνες της εποχής του. Ο κλη­ρικός που καθοδηγεί τους άλλους ανθρώπους εί­ναι «Ποιμήν», «Κυβερνήτης», «Ιατρός», «Δι­δάσκαλος» (β’, γ’, δ’, ε’). Και τα τέσσερα αυτά γνωρίσματα συνδέονται στενά μεταξύ τους, για­τί έχουν σχέση με τις διάφορες εργασίες που πρέ­πει να επιτελεί ο κληρικός. Επομένως, υπάρχει αλληλοπεριχώρηση μεταξύ αυτών των τεσσάρων γνωρισμάτων. Ο Ποιμήν προϋποθέτει ένα λογι­κό πρόβατο το οποίο πρέπει να τραφεί κατάλλη­λα, ο Κυβερνήτης προϋποθέτει πλοίο, ναυαγούς και κύματα, ο Ιατρός προϋποθέτει ασθενείς και ο Διδάσκαλος προϋποθέτει αμαθείς, οι οποίοι πρέ­πει να μάθουν. Έτσι, ο Ποιμήν είναι συγχρόνως κυβερνήτης, ιατρός και διδάσκαλος, ο Κυβερνή­της είναι ποιμήν, ιατρός και διδάσκαλος, ο Ια­τρός είναι ποιμήν, κυβερνήτης και διδάσκαλος, και ο Διδάσκαλος είναι όλα τα προηγούμενα.

Χρησιμοποιώντας, όμως, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης τις εικόνες αυτές, παραθέτει και τις αν­τίστοιχες αρετές που πρέπει να διακρίνουν τον κληρικό. Ο Ποιμήν πρέπει να αναζητεί για να θεραπεύσει τα πρόβατα «δι’ ακακίας, δι’ οικείας σπουδής και ευχής» (β’), Κυβερνήτης είναι εκεί­νος που απέκτησε «ισχύν νοεράν εκ Θεού και οι­κείων μόχθων» (γ’), Ιατρός είναι εκείνος που έ­χει αποκτήσει ανοσία στο σώμα και στην ψυχή και δεν χρειάζεται κανένα φάρμακο για την υγεία του (δ’), Διδάσκαλος είναι εκείνος που έχει λάβει «νοεράν δέλτον γνώσεως», έλαβε φως και είναι «των λοιπών βίβλων ανενδεής», γιατί, κατά τον άγιο Ιωάννη, είναι απρεπές στους διδασκάλους να διδάσκουν από αντίγραφα και χειρόγραφα, όπως και στους ζωγράφους είναι απρεπές να δι­δάσκουν από παλαιούς πίνακες (κεφ. Ε’).

Φαίνεται από τις εικόνες αυτές, αλλά και α­πό τα γνωρίσματα που συνδέονται με τις χρησι­μοποιούμενες εικόνες, ότι ο κληρικός – θεραπευ­τής πρέπει να είναι ο ίδιος, κατά το δυνατόν, θε­ραπευμένος, δηλαδή, τουλάχιστον να έχει έναν ορθό προσανατολισμό, να έχει γνωρίσει προσωπι­κά την εμπειρία και την γνώση του Θεού, ώστε να βοηθά τους ανθρώπους μέσα από την δική του προσωπική πείρα. Δεν πρόκειται για μια ανθρώ­πινη δύναμη και ενέργεια, αλλά για την θεανθρώ­πινη ενέργεια, την βοήθεια που προέρχεται από τον Θεό, η οποία, βέβαια, ενεργεί δια του συγ­κεκριμένου θεραπευτού-ιερέως.

Πάντως, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι από όλες αυτές τις εικόνες, εκείνη που κυριαρχεί σε όλο το κείμενο του βιβλίου της Κλίμακος, αλλά και στο συγκεκριμένο κεφάλαιο που μελετούμε, είναι η εικόνα του ιατρού. Ο κληρικός πρέπει να θεραπεύει τους ασθενείς ανθρώπους· και αυτό γί­νεται όχι με ανθρώπινες γνώσεις, αλλά με την ενέργεια του Θεού και την δική του συνέργεια. Γι’ αυτό λέγει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης: «Αγα­θός κυβερνήτης, διασώζει πλοίον· και καλός ποιμήν, ζωοποιήσει, και ιάσεται νοσερά πρόβατα» (κεφ. ζ). Μερικοί, χωρίς να υπολογίζουν την ευ­θύνη του έργου αυτού και, βεβαίως, χωρίς να έ­χουν δική τους προσωπική εμπειρία, «ψυχάς αλόγως ποιμαίνειν επεχείρησαν» (νστ’).

Σε όλο το κείμενο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, παρουσιάζονται τα χαρίσματα και τα προσόντα τα οποία πρέπει να κοσμούν τον ιερέα-θεραπευτή. Θα αναφέρουμε μερικά από αυτά:

Κατ’ αρχάς, τονίζεται ότι η θεραπεία δεν εί­ναι έργο ανθρώπινο, αλλά θεϊκό, το οποίο, βέβαια, ενεργείται και με την οικειοθελή αναδοχή αυτής της εργασίας υπό του ιερέως. Λέγει ότι υπάρχουν μερικοί οι οποίοι «την δύναμιν της ετέρων αναδοχής ίσως εκ Θεού ειληφότες», εν τούτοις δεν αναλαμβάνουν το έργο αυτό με ευχαρίστηση για την σωτηρία του αδελφού (κεφ. Νθ’). Πάντως, μόνον εκείνος που αισθάνθηκε το έλεος του Θε­ού μπορεί «ανεπαισθήτως και κρυφίως των καμνόντων ευεργετείν» (νγ’). Επειδή η θεραπεία των ανθρώπων δεν γίνεται με ανθρωποκεντρικά μέσα, αλλά με την Χάρη του Θεού, γι’ αυτό η θεραπεία, πολλές φορές, γίνεται ανεπαισθήτως και κρυφίως. Ο κληρικός γίνεται πνευματικός οικονόμος των ψυχών από τον Θεό (οα’).

Η έλευση του Θεού στην καρδιά του ανθρώ­που, και ιδίως του κληρικού – θεραπευτού, έχει έκδηλα τα σημεία της, αφού ο άνθρωπος αναγενναται πνευματικά. Έκφραση αυτής της αναγεν­νήσεως είναι τα πνευματικά χαρίσματα, που εί­ναι πράγματι οι δωρεές του Παναγίου Πνεύμα­τος, ήτοι η ταπείνωση, η οποία όμως αν είναι υ­περβολική δημιουργεί προβλήματα στους θεραπευομένους (πε’), το υπομονητικό, εκτός, βέβαια, από την περίπτωση της ανυπακοής (πδ’), η αφοβία του θανάτου, αφού «αισχύνη ποιμένι θάνατον δεδιέναι» (ξζ’), η προθυμία να υποβληθεί σε κό­πους και στερήσεις υπέρ των θεραπευομένων (οστ’), η εσωτερική ησυχία (πη’), γιατί τό­τε θα έχει την δυνατότητα να βλέπει τις ασθένειες και να τις θεραπεύει.

Πάνω από όλα τα χαρί­σματα είναι το χάρισμα της αγάπης, γιατί «ποιμένα αληθινόν, αποδείξει αγάπη· δι’ α­γάπην γαρ ο Ποιμήν ο Μέγας εσταύρωται» (κδ’). Και όλα αυτά είναι απαραίτητα, α­κριβώς επειδή οι παιδαγωγούμενοι και οι θεραπευόμενοι βλέπουν τον ποιμένα και ιατρό τους «ως εις αρχέτυπον εικό­να» και όλα τα λεγόμενα και πραττόμενα αυτού «ως όρον και νόμον λογίζονται» (κγ’).

Συχνά στα κείμενά του ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης κάνει λόγο για την απάθεια που πρέπει να διακρίνει τον θεραπευτή. «Μακαρία η αναυσία εν ιατροίς, και εν προεστώσιν απάθεια» (ιγ’). Είναι φοβερό για έναν για­τρό του σώματος να αισθάνεται τάση για εμετό όταν θεραπεύει τις σωματικές πληγές, αλλά εί­ναι φοβερότερο στον πνευματικό ιατρό να προ­σπαθεί να θεραπεύσει τις ψυχικές πληγές έχον­τας ο ίδιος την εμπάθεια. Πράγματι, εκείνος που είναι τελείως κεκαθαρμένος από τα πάθη θα κρί­νει τους ανθρώπους ως θείος δικαστής (στ’). Ο κληρικός πρέπει να είναι απαθής, γιατί «ουκ α­σφαλές εμπαθεί έτι εμπαθών άρχειν», όπως δεν είναι σωστό το λιοντάρι να βόσκει πρόβατα (μζ’). Βέβαια, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, ακριβώς επειδή γνωρίζει ότι η θεραπεία δεν είναι απλώς ενα ανθρώπινο έργο, αλλά αποτέλεσμα ενεργείας Θεού και συνεργείας του ανθρώπου, γι’ αυτόν τον λόγο ισχυρίζεται ότι, πολλές φορές, ο Θεός θαυ­ματουργεί μέσα από άπειρους και εμπαθείς γέ­ροντες (μα’,να’).

Όταν ο άγιος Ιωάννης της Κλίμακος κάνει λόγο για απάθεια, δεν εννοεί την νέκρωση του παθητικού της ψυχής, που είναι δόγμα των Στωϊκών φιλοσόφων και άλλων ανατολικών θρη­σκειών, αλλά την μεταμόρφωση των δυνάμεων της ψυχής. Δηλαδή, στην κατάσταση της απαθείας, οι δυνάμεις της ψυχής, το λογιστικό, το επιθυμητικό και το θυμικό, κινούνται προς τον Θεό και εν τω Θεώ αγαπούν όλη την κτίση. Δεν πρόκειται, επομένως, για μια αδράνεια, αλλά για μια κίνηση όλων των ψυχοσωματικών δυνάμεων.

Η απάθεια είναι απαραίτητη για τον θερα­πευτή, γιατί έτσι του δίδεται η δυνατότητα να κρίνει και να θεραπεύει με διάκριση και σύνεση, γιατί τότε τα αισθητήρια της ψυχής είναι γεγυμνασμένα «προς διάκρισιν καλού τε και κακού και μέσου» (ιδ’). Γνωρίζει, δηλαδή, πότε κάποια ενέργεια προέρχεται από τον Θεό και πότε από τον διάβολο, κάνει διάκριση μεταξύ κτιστού και ακτίστου, με μεγάλα θεραπευτικά αποτελέσμα­τα για τον ασθενή του. Γνωρίζει επίσης ο κλη­ρικός πότε να ταπεινώνεται στον θεραπευόμενο και πότε όχι, γιατί «ουδέ πάντοτε ταπεινούν αλόγως, ουδέ πάντοτε υψούν αφρόνως εαυτόν ο προεστώς οφείλει» (λη’). Αυτό, βέβαια, εξαρτάται από την διάθεση και την κατάσταση του αρ­ρώστου. Μερικοί ωφελούνται από την ταπείνω­ση του Ποιμένος, μερικοί όμως βλάπτονται. Την αξία της αρετής της διακρίσεως θα την δούμε πιο κάτω, όταν θα εξετάσουμε τους τρόπους θερα­πείας που εφαρμόζει ο διακριτικός θεραπευτής.

Προσαρμόζει ο άγιος Ιωάννης την κατάστα­ση και την θέση του κληρικού – θεραπευτού με την θέση και την κατάσταση του Μωϋσέως. Όπως ο Μωϋσης είδε τον Θεό, ανέβηκε στο ύψος της θεωρίας, συνομιλούσε με τον Θεό και, στην συνέχεια, καθοδήγησε τον ισραηλιτικό λαό από την γη της Αιγύπτου στην γη της επαγγελίας, αντιμετωπίζοντας ποικίλα προβλήματα και πο­λυώνυμους πειρασμούς, αυτό κάνει και ο θερα­πευτής. Ο ίδιος πρέπει να είναι στην πνευματι­κή κατάσταση του Μωϋσέως και με την δική του προοπτική να οδηγεί τον λαό του Θεού στην γη της επαγγελίας (ρ’).

Αυτή η εικόνα και η προσαρμογή μας θυμί­ζει ότι σκοπός της Ορθοδόξου θεραπείας είναι η θέωση του ανθρώπου και όχι μια ψυχολογική ι­σορροπία. Αυτό δε το έργο το κάνει ο κληρικός εκείνος του οποίου η ψυχή ενώθηκε με τον Θεό και, επομένως, «λόγου ετέρου προς διδασκαλίαν ου δεηθήσεται, τον αΐδιον Λόγον μυσταγωγόν και οδηγόν, και φωτισμόν εν εαυτή η μακαρία φέρουσα» (ρ’). Το όλο κείμενο του αγίου Ιωάννου δεν κινείται σε ανθρώπινο επίπεδο, αλλά σε θεϊκό, δεν αναφέρεται σε περιπτώσεις ψυχολογικών και νευρολογικών ασθενειών, αλλά σε ανθρώπους που θέλουν να ικανοποιήσουν την εσωτερική τους εν­τελέχεια, που είναι η εκπλήρωση του σκοπού της δημιουργίας τους, δηλαδή την θέωση. Αυτό α­κριβώς συνιστά την μεγαλύτερη πείνα και δίψα.

Ο άνθρωπος ως άρρωστος

Η ψυχική – πνευματική ασθένεια και η ύπαρξη θεραπευτού ιερέως προϋποθέτει οπωσδή­ποτε έναν ασθενή – άρρωστο άνθρωπο. Προηγου­μένως καθορίσαμε κάπως την ψυχική ασθένεια, στην οποία αναφέρεται το βιβλίο της Κλίμακος του Ιωάννου και ιδιαιτέρως το κεφάλαιο «Προς Ποιμένα». Για το θέμα αυτό κάνει εκτενή λόγο ο άγιος Ιωάννης και πρέπει να δούμε τα χαρα­κτηριστικά της ασθενείας και του ασθενούς αν­θρώπου.

Όπως λέγαμε προηγουμένως, η πνευματική ασθένεια προϋποθέτει απώλεια της θεοκοινωνίας, διατάραξη της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό και τους άλλους ανθρώπους και με ολόκληρη την κτίση και, βέβαια, αλλοίωση και ασθένεια όλων των ψυχικών και σωματικών δυνάμεων. Πρόκει­ται για μια πνευματική αλλοτρίωση του ανθρώ­που. Οπότε, ο άρρωστος άνθρωπος βλέπει την ασθένειά του στις σχέσεις του με τον Θεό και τους άλλους. Όταν κάνει τον Θεό ιδέα ή φαντα­σία του, όταν χρησιμοποιεί τους άλλους για δική του καταξίωση, όταν βιάζει την κτίση, τότε δεί­χνει την πνευματική του ασθένεια.

Βέβαια, όταν αναφερόμαστε στον άνθρωπο εννοούμε την όλη συγκρότηση, την όλη υπόστα­ση του ανθρώπου, που αποτελείται από ψυχή και σώμα, αφού ο άνθρωπος είναι το συναμφότερο, ούτε μόνο ψυχή ούτε μόνο σώμα. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχει αλληλεπίδραση ψυχής και σώματος. Οι ασθένειες της ψυχής αντανακλούν και στο συ­νημμένο με αυτήν σώμα, όπως και οι σωματικές ασθένειες έχουν ή μπορούν να έχουν συνέπειες και στον ψυχολογικό κόσμο του ανθρώπου. Επομέ­νως, όταν ο άνθρωπος δεν μπορεί να ικανοποιή­σει την υπαρξιακή του πείνα, να εκπληρώσει τον βαθύτερο σκοπό της υπάρξεώς του, τότε όλη η ύπαρξή του, ακόμη και αυτό το σώμα, υποφέρει και τραυματίζεται. Τα παράπονα, το ανικανοποί­ητο, το άγχος, η αγωνία, η απόγνωση έχουν σχέση με την μη ικανοποίηση των πνευματικών του αναζητήσεων.

Κατ’ αρχάς, ο άγιος Ιωάννης αναφέρεται στην πνευματική δουλεία του ανθρώπου. Επλάσθη ο ίδιος ελεύθερος από τον Θεό και, όμως, υ­πέπεσε στην δουλεία. Πρόκειται για την πνευμα­τική δουλεία στον διάβολο, στην αμαρτία και στον θάνατο. Έτσι, ομοιάζει με την περίπτωση των Ιουδαίων που κυριεύθηκαν από τον Φαραώ και είχαν ανάγκη ελευθερώσεως. Προσαρμόζον­τας άριστα την κατάσταση του τετραυματισμένου ανθρώπου στην κατάσταση των Ιουδαίων που βρίσκονταν στην γη της Αιγύπτου, κάνει λό­γο για «νεκρώδες συγκάλυμμα», αφού ο άνθρω­πος καλύπτει εντός του την νέκρωση από τα πά­θη, ομιλεί για «ρυπαρά του πηλού πλινθεία», α­φού ο άνθρωπος, δημιουργημένος για τα υψηλά, περιέπεσε σε γήινα και ταπεινά πράγματα, ομιλεί για την ερυθρά και φλογίζουσα θάλασσα της σαρκικής πυρώσεως, κάνει λόγο για «τον γνόφον και ζόφον και θύελλαν» και το τρίγνοφο σκοτά­δι της αγνωσίας, αναφέρεται στην νεκρά και ά­γονο θάλασσα, αλλά και τις περιπέτειες της ερήμου (ρ’). Ο άνθρωπος βρίσκεται πολλές φορές κατά την διάρκεια της ζωής του μπροστά σε τραγικές καταστάσεις, που τον κρατούν αιχμά­λωτο, και σε φοβερή απόγνωση. Και όλα αυτά προέρχονται από το υπαρξιακό κενό, τις ενοχές και το πρόβλημα του θανάτου με όλες τις έννοιες του.

Ολα αυτά κάνουν τον άνθρωπο να υποφέρει, να βασανίζεται και να αισθάνεται τραυματισμέ­νος πολύ. Αισθάνεται μία ασθένεια να υποβόσκει στην ύπαρξή του. Και όταν το δούμε μέσα από την εικόνα του προβάτου, τότε ο άνθρωπος θεω­ρείται «νοσερό πρόβατο» (ζ’). Πρόκειται για «ψυχάς ερρυπωμένας, και μάλιστα σώματα» (οβ’) που θέλουν καθάρισμα, για ανθρώπους που είναι πεσμένοι στην γη, αντί να ανέρχονται προς τα άνω, οπότε αυτοί οι άνθρωποι δεν ικανοποιούν­ται με ανθρώπινες διδασκαλίες, χρειάζονται άλ­λες ουράνιες διδασκαλίες. Έτσι, «ου δυνατόν τοις κάτω τα χαμαί θεραπεύειν ποτέ» (στ’). Υπάρχουν πολλοί διδάσκαλοι και ψυχοθεραπευτές με ανθρώπινη προοπτική, οι οποίοι δεν μπορούν να αναπαύσουν τον ψυχοσωματικά τραυματισμέ­νο άνθρωπο. Και όλα αυτά δημιουργούν τεράστια ταλαιπωρία στον άνθρωπο, ώστε να χαρακτηρί­ζεται «κάμνων» (νγ’), δηλαδή υποφέρων, «κακούμενος» (οστ’), δηλαδή ταλαιπωρημένος. Οι άνθρωποι βλέπουν εντός τους «την εαυτών δειλίαν και ασθένειαν» (λα’), αισθάνονται ότι είναι «νήπιοι» και «ασθενείς» και είναι θλιβόμενοι και στενοχωρούμενοι (ςγ’)·

Όλες αυτές οι περιγραφές παρουσιάζουν έναν άνθρωπο που βασανίζεται και ταλαιπωρείται, που είναι τραυματισμένος ολοκληρωτικά. Δεν αναφέρεται ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης σε κατα­στάσεις νευρώσεως και ψυχώσεως, αλλά σε όλες τις περιπτώσεις των ανθρώπων εκείνων που αι­σθάνονται ότι είναι αποτυχημένοι στην ζωή, όχι διότι δεν ικανοποίησαν έναν επίγειο στόχο, αλλά γιατί δεν ικανοποίησαν τον βαθύτατο υπαρξιακό τους σκοπό, που είναι η σχέση και η κοινωνία τους με τον Θεό, που είναι ο απώτερος σκοπός της δημιουργίας τους.

Ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, όμως, δεν πε­ριορίζεται σε εξωτερικές και γενικές περιγραφές, αλλά προχωρεί σε άλλες διαγνώσεις εσωτερικές. Παρουσιάζει τον άνθρωπο να υποφέρει μέσα στον ψυχικό του κόσμο. Δεν είναι ασθένειες επιδερμικές, σωματικές, αλλά εσωτερικές, που συντελούνται στο βάθος της ψυχής του. Πρόκειται για νόσο ψυχική, αφού ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται «ψυχονοσών» (π’), για νυσταγμό στην ψυχή (η’), για νύκτα παθών (θ’). Μέσα στην ψυχή του ο άνθρωπος αισθάνεται έναν φοβερό όχλο λογισμών (sγ’), που τον βασανίζει, και επιθυμεί την ελευθέρωσή του.

Και πάλι πρέπει να πούμε ότι δεν πρόκειται για μια γενική και αφηρημένη κατάσταση, αλλά για εσωτερικές ακαθαρσίες. Ο άνθρωπος έχει επίγνωση αυτών των καταστάσεων, αλλά δεν μπορεί μόνος του να ελευθερωθεί. Χρειάζεται την επέμβαση του Θεού, με την βοήθεια του έμπει­ρου πνευματικού θεραπευτού. Είναι πολύ χαρα­κτηριστικές οι λέξεις που χρησιμοποιεί ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης και που δείχνουν αυτήν την εσωτερική ασθένεια του ανθρώπου. Γράφει κά­που: «Οι αιδεσθέντες ιατρούς, σηπεδόνας πεποιήκασι, πολλοί δε πολλάκις και τεθνήκασι» (λστ’). Οι άνθρωποι της κατηγορίας αυτής αι­σθάνονται ντροπή να αποκαλύψουν τα τραύματα της ψυχής τους και, γι’ αυτό, οι εσωτερικές αυ­τές πληγές της ψυχής έφθασαν στο σημείο να σαπίσουν και μάλιστα να τους οδηγήσουν στον πνευματικό θάνατο. Γι’ αυτό πρέπει οι ασθενείς με εμπιστοσύνη να φθάσουν στο σημείο να φανε­ρώσουν το τραύμα σε έμπειρο θεραπευτή (λστ’). Μέσα στον χώρο της ψυχής υπάρχει «ρύπος α­όρατος» στον γυμνό οφθαλμό, εσωτερική ακα­θαρσία, μέλη σεσηπότα και η ψυχή χρειάζεται ίαση και κάθαρση (ιβ’).

Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν χρειάζε­ται τον θεραπευτή του για ψυχολογική υποστή­ριξη και επιδερμική θεραπεία, δεν χρειάζεται τον ιερέα για να του ικανοποιεί τις θρησκευτικές του ανάγκες, αλλά για να επεμβαίνει διακριτικά και αγαπητικά, με την Χάρη του Θεού και την δι­κή του ελευθερία, στον εσωτερικό του κόσμο και να θεραπεύει, με την δική του αναυσία, την α­καθαρσία του. Ο θεραπευτής εκείνος που με την καθαρότητά του γνώρισε ο ίδιος στην προσωπι­κή του ζωή «τον ρύπον αποσμύχων των ετέρων, και καθαίρων, και εξ επιμώμων αμωμα τω Θεώ δώρα προσφέρων» καθιστά τον εαυτό του συνερ­γάτη των νοερών δυνάμεων (οη’). Ο πνευματι­κός θεραπευτής πλησιάζει τον ψυχικά τραυματι­σμένο άνθρωπο με προσοχή, ευαισθησία και τρυ­φερότητα, αγάπη πληθωρική, γνώση, κυρίως δε με την Χάρη του Θεού. Δεν παίζει με την σω­τηρία του άλλου, δεν κοροϊδεύει εκείνον που προ­σέρχεται σ’ αυτόν και αναζητεί την τέτοια κά­θαρση των εσωτερικών παθών.

Πράγματι, είναι φοβερό να πλησιάσει κανείς τον κληρικό για να ικανοποιήσει όλη αυτήν την εσωτερική του πείνα, να καθαρίσει τα έλκη της ψυχής του, να αποβάλει όλον αυτόν τον εσωτε­ρικό ρύπο και, όμως, να βλέπει την αύξηση των εσωτερικών παθών και την συσσώρευση του υπαρξιακού κενού και της υπαρξιακής αγωνίας, να βλέπει ακόμη περισσότερο τον πνευματικό θάνα­το να τον διακατέχει. Τότε τραυματίζεται βαθύ­τερα και αγωνια περισσότερο.

Τρόποι θεραπείας

Αφού είδαμε ποιός πρέπει να είναι ο θερα­πευτής και ποιός είναι ο άρρωστος άνθρωπος, θα προχωρήσουμε για να εξετάσουμε τους τρόπους θεραπείας που ασκεί ο Θεός δια του εμπείρου και ικανού θεραπευτού.

Σε προηγούμενη ενότητα αναφερθήκαμε για λίγο στην παρουσία και αναγκαιότητα του ικανού και πεπειραμένου θεραπευτού κληρικού, ο ο­ποίος, βέβαια, εννοείται ότι έχει προηγουμένως ο ίδιος θεραπευθεί. Αναγκαστικά, επειδή τα θέμα­τα αυτά, δηλαδή η θεραπεία, ο θεραπευτής και οι τρόποι θεραπείας συνεφάπτονται, γι’ αυτό σε μερικά σημεία θα επανερχόμαστε.

Κατ’ αρχήν, για την άσκηση και εφαρμογή της καταλλήλου θεραπευτικής μεθόδου χρειάζε­ται να υπάρχει γνήσιος και όχι νόθος πνευματι­κός – θεραπευτής. Ο ίδιος ο θεραπευτής πρέπει να γνωρίζει καλά τον εαυτό του και να έχει άπειρη αγάπη προς τον θεραπευόμενο, τον Χρι­στιανό. Ο Χριστιανός πρέπει να χαίρεται και με την απλή παρουσία του πνευματικού του ιατρού. Τελικά, η ίδια η ύπαρξη του θεραπευτού ωφελεί τον άρρωστο πνευματικά. Γράφει ο άγιος Ιωάννης: «ίνα, τον ιατρόν ορών ο νοσών, ευφραίνηται, ει και μηδέν ίσως παρ’ αυτου ωφελείται» (ι’). Και, βέβαια, αυτό σημαίνει ότι ο θεραπευτής πρέπει να έχει σαφή γνώση ότι «η κατ’ έννοιαν αμαρτία του προεστώτος», δηλαδή η αμαρτία του θεραπευτού που γίνεται με λογισμούς, είναι χειρότερη από την κατ’ ενέργειαν αμαρτία του υ­πηκόου (ξ’). Η γνώση αυτή θα τον κάνει να εί­ναι πολύ διακριτικός και θεραπευτικός, γιατί δια­φορετικά θα επιβάλει δυσβάστακτα φορτία.

Δεν είναι εύκολη η θεραπεία των ασθενών. Χρειάζεται αγάπη, πνευματική ανδρεία, γιατί κατά την πορεία της θεραπείας θα δημιουργηθούν πολλά προβλήματα και θα γίνουν πολύ λε­πτοί χειρισμοί, ακριβώς διότι έχει να κάνει κα­νείς με τον λεπτό, ευαίσθητο ψυχικό κόσμο του ανθρώπου, με τις τόσο λεπτές διεργασίες. Γι’ αυ­τό και πρέπει ο θεραπευτής να καταβάλει «και πάσαν την σπουδήν, την αγάπην, την θέρμην, την επιμέλειαν, και την προς Θεόν ικεσίαν, επί τον λίαν πεπλανημένον, και συντετριμμένον» (οθ’). Ο άρρωστος εδώ χαρακτηρίζεται συντε­τριμμένος, γι’ αυτό και χρειάζονται λεπτές επεμ­βάσεις. Πρέπει ο θεραπευτής να έχει την ικανό­τητα να φανερώνει στον άρρωστο όχι απλώς τα εξωτερικά τραύματα και τα φαινόμενα, αλλά τα αίτια της ψυχικής ασθενείας, τα οποία δεν φαί­νονται εξωτερικά (κβ΄). Επίσης πρέπει να δια­κρίνει τους προσερχομένους σε αυτόν ανάλογα με τις επιθυμίες τους, με το τι θέλουν από τον ια­τρό. Να αναδέχεται την πνευματική θεραπεία των ανθρώπων, αφού ξεχωρίσει μεταξύ «γνησίων τέκνων», «εκ διγαμίας», «εκ παιδισκών» και «ετέρα χαμαιρρίφη». Γιατί, πράγματι, δεν ζη­τούν το ίδιο όλοι οι προσερχόμενοι ασθενείς. Οπότε, είναι απαραίτητη η διάκριση σε αυτήν την λεπτή επέμβαση που γίνεται στον ψυχικό κόσμο. Πάντως, όπως υπογραμμίζει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, απαιτείται ολοκληρωτική προσφορά του πνευματικού θεραπευτού κατά το υπεύθυνο αυτό έργο, ήτοι απαιτείται «αναδοχή, κυρίως, ψυχής δόσις, αντί υπέρ ψυχής του πλησίον κα­τά πάντα». Η αναδοχή αυτή άλλοτε συνδέεται με αμαρτήματα του παρελθόντος και άλλοτε με αμαρτήματα του μέλλοντος (νζ’). Οπότε, φαίνε­ται και από αυτό μόνο το έργο ότι ο θεραπευτής πρέπει να έχει πνευματική δύναμη μεγάλη. «Δυνάμεως ημίν χρεία πνευματικής, ω τίμιε, προ πάντων», γιατί άλλοτε θα χρειασθεί να κρατή­σουμε τα νήπια από το χέρι και να τα οδηγήσου­με στον ορθό δρόμο και άλλοτε θα χρειασθεί τα πολύ νήπια και τους πολύ αδύνατους να τους ανυψώσουμε και κρατήσουμε στους ώμους (sγ’). Οπότε, το έργο της πνευματικής πατρότητος εί­ναι βαρύ, λεπτό, καθοριστικό, υπεύθυνο, θυσια­στικό.

Βέβαια, και εδώ πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι το έργο του πνευματικού θεραπευτού δεν γίνε­ται ανθρωποκεντρικά και αυτόνομα. Απαιτείται συντονισμός της θείας Χάριτος με την ελευθερία του ασθενούς. Η ίαση των ψυχικών τραυμάτων των ανθρώπων δεν γίνεται με ανθρώπινες συμ­βουλές και μεθόδους εργαστηρίου, αλλά με την ενέργεια του Θεού και την συνέργεια του πνευ­ματικού θεραπευτού. Σε όλο το κείμενο του αγί­ου Ιωάννου του Σιναΐτου γίνεται λόγος για προ­σευχή, για επέμβαση του Θεού, για το ότι ο πραγματικός θεραπευτής είναι ο Θεός και όχι ο άνθρωπος. Αλλά και πάλι δεν μπορεί να ενεργήσει ο Θεός, ούτε να βοηθήσει ο ικανός και πεπει­ραμένος πνευματικός, αν δεν συνεργήσει και ο άρ­ρωστος άνθρωπος. Στην Ορθόδοξη θεραπευτική επιστήμη όλα γίνονται με ελευθερία, ποτέ με την βία και την επιβολή.

Σε όλο το κείμενό του, ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης δίνει μεγάλη σημασία στην ολοπρόθυ­μη και αβίαστη προσέλευση του αρρώστου και, μάλιστα, στην ολοκληρωτική βοήθειά του για την δική του θεραπεία. Η ελευθερία του ανθρώπου είναι απαραβίαστη. Κάπου τονίζει ότι ούτε ο κυβερνήτης μπορεί να σώσει το πλοίο χωρίς την συνέργεια των ναυτών, ούτε και ο ιατρός να θε­ραπεύσει τον άρρωστο «μη πρότερον δυσωπηθείς παρ’ αυτού, και δια της του τραύματος φανερώσεως προτραπείς ολοπίστως» (λστ’). Δηλαδή, χρειάζεται εμπιστοσύνη του αρρώστου στον θε­ραπευτή του, παράκληση να τον συνδράμει και, βέβαια, οικειοθελής αποκάλυψη του τραύματος. Σε όλη αυτήν την κίνηση υπάρχει απόλυτη ελευθερία. Γιατί, πράγματι, είναι αδύνατη η σωτηρία «εκείνων (των αρρώστων) μη συνεργούντων» (ξδ’) αυτών των ιδίων. Βέβαια, υπάρχει περίπτω­ση που ο άρρωστος άνθρωπος αισθάνεται την δει­λία και την αδυναμία του και, γι’ αυτό, προσφέ­ρει όλη την θέλησή του στον έμπειρο θεραπευτή, αλλά και σε αυτήν την περίπτωση προϋποτίθε­ται η ελεύθερη αυτοπροσφορά του. Οι άνθρωποι στην κατηγορία αυτή ζήτησαν «εκουσίω βία ιατρεύσαι» και, βέβαια, σε αυτήν την περίπτωση ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης συνιστά να υπακού­σουν οι ιατροί στην ελεύθερη προσφορά των α­σθενών (λα’). Πάντως, η θεραπεία δεν μπορεί να επιτευχθεί έξω από την ελευθερία και το φιλότι­μο των πνευματικών παιδιών, γι’ αυτό και ο «γνήσιος υιός, εν απουσίαις πατρός γνωρίζεται» (νη’). Άλλωστε, όταν κάνουμε λόγο για θεραπεία στην Ορθόδοξη παράδοση, εννοούμε το να ρυθ­μιστεί κατάλληλα ο πνευματικός οργανισμός του ανθρώπου, ώστε να μη χρειάζεται συνεχείς πα­ρεμβάσεις και εξαρτήσεις. Ο άνθρωπος, ελευθερωμένος από την δουλεία που θέλουν να επιβάλλουν τα κτίσματα και ο κόσμος των παθών, πο­ρεύεται τον δρόμο της συνεχούς ανόδου και προ­όδου.

Συνέπεια της ελευθερίας που πρέπει να έχει ο άρρωστος άνθρωπος είναι και ο τρόπος της εξομολογήσεως. Δηλαδή, σημαντικό θεραπευτικό μέσο είναι το μυστήριο της εξομολογήσεως, κα­τά το οποίο ο άρρωστος, με την απόλυτη δική του ελευθερία, αποκαλύπτει τα εσωτερικά του τραύματα. Στο σημείο αυτό ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είναι πολύ εκφραστικός. Βέβαια, γνω­ρίζουμε πολύ καλά ότι υπάρχουν δύο είδη εξομο­λογήσεως, ήτοι η φανέρωση των ψυχικών τραυ­μάτων ώστε αυτά να τύχουν της θεραπευτικής επεμβάσεως, αλλά και η εξαγόρευση των λογι­σμών, ώστε ο άνθρωπος να λάβει πνευματική κα­τεύθυνση.

Ο άγιος Ιωάννης προσφέρει πολύ σημαντι­κές πληροφορίες για την εξομολόγηση. Κατ’ αρχάς, η εξαγόρευση πρέπει να γίνεται με την α­πόλυτη ειλικρίνεια και ελευθερία του ασθενούς, γιατί τότε προσφέρεται αποτελεσματική βοήθεια. «Γίνεται γαρ αυτοίς και δια της προ ημάς εξαγορεύσεως ου μετρία συγχώρησις». Και αυτό συνδέεται με το ότι, όπως συμβουλεύει, και αν δε λοιπά πάντα κατ’ είδος νύκτωρ τε και μεθ’ ημέραν ανακινείν τω νοι πλημμελήματα» (ξα’). Και το λέγει αυτό ο άγιος Ιωάννης, διότι όταν ο άρρωστος κάνει λεπτομερείς αναλύσεις, κατά κάποιον τρόπο ηδονίζεται και ευχαριστείται με την ανάμνηση, οπότε διενεργούνται λεπτές διερ­γασίες και αλλοιώσεις στον εσωτερικό του κό­σμο.

Φυσικά, υπογραμμίζει και το απόρρητο της εξομολογήσεως, αφού δεν είναι επιτρεπτό ο θε­ραπευτής να ανακοινώσει σε άλλους το περιεχό­μενο της εξαγορεύσεως του εξομολογουμένου. Ο θεραπευτής δεν πρέπει να φανερώνει τις ψυχικές αποκαλύψεις που του έκαναν οι άλλοι. Αυτό το θέτει σε βάση θεολογική και σωτηριολογική, α­φού αφ’ ενός μεν ο Θεός δεν αποκαλύπτει την εξομολόγηση που άκουσε, αφ’ ετέρου δε γιατί μια ενδεχόμενη αποκάλυψη δημιουργεί τεράστια σωτηριολογικά προβλήματα στους εξομολογουμένους, αφού σε τέτοια περίπτωση «αυτούς ανίατα νοσείν παρασκευάση» (πγ΄).

Θα πρέπει όμως στην συνέχεια να εξετάσουμε για λίγο και τους τρόπους τους οποίους θα χρησιμοποιήσει ο καλός θεραπευτής, αφού υπάρχει διαφορά των προσερχομένων, από άποψη πνευματικής ηλικίας, τρόπου ζωής, ψυχικών ασθε­νειών κ.λπ. Ο πεπειραμένος πνευματικός ιατρός πρέπει να γνωρίζει όλα αυτά, γιατί, διαφορετικά, διαστρεβλώνεται ο τρόπος και η μέθοδος θερα­πείας, καταργείται η ελευθερία του ανθρώπου.

Ο θεραπευτής πρέπει να γνωρίζει «εν ποίοις, και πως, και πότε» πρέπει να εφαρμόζονται διάφορες παραγγελίες της Αγίας Γραφής (κθ’). Ο χρόνος και ο τρόπος ζωής των ανθρώπων παί­ζουν σπουδαίο ρόλο για την μέθοδο θεραπείας τους. Όπως ο στρατηγός, έτσι και ο Ποιμήν πρέπει σαφώς να γνωρίζει «την εκάστου των ερχομένων στάσιν και τάξιν» (λε’), γιατί υπάρχει διαφορά μεταξύ πνευματικής ηλικίας και άλλοι χρειάζονται γάλα και άλλοι στερεά βρώματα, α­φού άλλωστε «καιρός παρακλήσεως» (νδ’). Οι άνθρωποι έχουν πολλές διαφορές μεταξύ τους, α­φού «πολύ το ποικίλον και το διάφορον κέκτηνται». Γι’ αυτό, οι υπεύθυνοι για την μαρτυρική αυτή διακονία, την θεραπεία των ανθρώπων, πρέ­πει να λαμβάνουν υπ’ όψιν τους «και τους τό­πους, και τας αναβιώσεις (ανατροφή), και τας έξεις (τις συνήθειες)» (μστ’). Ακόμη δε είναι δια­φορετικές οι προσελεύσεις των ανθρώπων, γι’ αυ­τό και κάθε άνθρωπος θέλει την δική του αντι­μετώπιση (μδ’).

Είναι σημαντικός ένας λόγος του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου, σύμφωνα με τον οποίο ο θε­ραπευτής δεν πρέπει να εργάζεται με την δικαι­οσύνη ούτε να φροντίζει να αποδίδει πάντοτε το δίκαιο, γιατί δεν αντέχουν όλοι οι άνθρωποι το ί­διο. Και παρουσιάζει τον τρόπο που αντιμετώπι­σε ένας σοφός και διακριτικός Γέροντας σε πε­ριπτώσεις δύο αδελφών, οι οποίοι προφανώς μά­λωσαν μεταξύ τους. Ο ένας ήταν ένοχος, αλλά περισσότερο αδύνατος, και ο πνευματικός εκείνος θεραπευτής τον ανεκήρυξε αθώο. Ο άλλος ήταν αθώος, αλλά, επειδή ήταν δυνατός και αν­δρείος, τον κατεδίκασε ως ένοχο, και αυτό «ίνα μη δια δικαιοσύνης πλείον το σχίσμα γένηται». Βέβαια, ιδιαιτέρως μίλησε ανάλογα στον καθένα, ιδίως στον ψυχικά ένοχο (π’). Βλέπει κανείς εδώ ότι η θεραπεία των ανθρώπων δεν γίνεται με βά­ση τα δικαστήρια και την απονομή της δικαιο­σύνης, αλλά με βάση την ιατρική επιστήμη, δη­λαδή τις δυνατότητες που έχει κάθε άνθρωπος.

Η γνώση που πρέπει να διαθέτει ο θεραπευ­τής για να θεραπεύσει τις ψυχικές ασθένειες των προσερχομένων είναι απαραίτητη, γιατί συνδέε­ται στενά με τους τρόπους θεραπείας και με τα φάρμακα τα οποία θα δώσει. Δεν απαιτείται μό­νον σωστή διάγνωση, ούτε γνώση της ιδιαιτερότητος κάθε ανθρώπου, αλλά επίσης και σωστή χορήγηση των φαρμάκων. Θα δούμε μερικούς τρόπους θεραπείας, όπως τους παρουσιάζει ο άγιος Ιωάννης, ο έμπειρος αυτός καθοδηγητής των ψυχών.

Η χορήγηση των πνευματικών φαρμάκων συνδέεται στενά με την συμπάσχουσα καρδιά του θεραπευτού. Δηλαδή, ο πνευματικός θεραπευτής συμμετέχει στον πόνο και στην ψυχική κατάστα­ση του αδερφού. Ο Ηγούμενος πρέπει σαφώς να γνωρίζει «το πασι κατά την εαυτών αξίαν προσπάσχειν και συνδιατίθεσθαι» (ιδ’). Μόνον μέσα από την «συμπάσχουσα καρδία» γίνεται αποτε­λεσματική θεραπεία. Ο πόνος του άλλου γίνεται δικός του πόνος και ο ίδιος πάσχει με την κατά­σταση του αρρώστου. Δεν πρόκειται για μια αντικειμενοποιημένη ιατρική, αλλά για μια πολύ προσωποποιημένη. Η πνευματική επέμβαση γί­νεται με τέτοιο τρόπο, ώστε να μεταβάλει τους πονηρούς μοναχούς σε απλούς και όχι οι απλοί και ευθείς μοναχοί να γίνονται πονηροί και πολύ­πλοκοι στους λογισμούς.

Απαιτείται ιδιαιτερότητα και σύνεση.

Σε ένα θαυμάσιο κείμενο, έχοντας υπ’ όψιν του τα εργαλεία που χρησιμοποιούν οι ιατροί της εποχής εκείνης για να θεραπεύσουν τις σωματι­κές ασθένειες, τα προσαρμόζει και στον τρόπο της επεμβάσεως σε ψυχικά τραύματα και νοσή­ματα. Ο πνευματικός θεραπευτής πρέπει να χρησιμοποιεί «έμπλαστρον», για θεραπεία εσω­τερικών παθών που δεν φαίνονται και για κάθαρ­ση του εσωτερικού κόσμου χρησιμοποιεί «πόσιν», δηλαδή ιατρικό υγρό, για καθάρισμα του ψυχικού οφθαλμού «κολλύριον», και για χειρουρ­γική επέμβαση, όταν πρόκειται να καθαρίσει κάποια σαπίλα, χρησιμοποιεί «ξυρίον», δηλαδή ξυ­ράφι και «φλεβοτόμον» και «μάχαιραν». Όμως, δεν αρκείται στην επέμβαση και στην χρησιμο­ποίηση των κατάλληλων εργαλείων, αλλά χρη­σιμοποιεί διάφορα εργαλεία και φάρμακα, κατά την διάρκεια της επεμβάσεως, και μετά από αυ­τήν, ήτοι «σπόγγον», δηλαδή δρόσισμα του ασθενούς με γλυκά και ήπια και απλά λόγια, «καυτήρα», δηλαδή κανόνα και επιτίμιο από α­γάπη για ένα μικρό χρονικό διάστημα, «άλειμμα», δηλαδή αλοιφή, ήτοι έναν λόγο ή μια πα­ρηγοριά για την ανακούφιση του ασθενούς, «υπνωτικόν», δηλαδή να σηκώσει ο θεραπευτής το φορτίο του υποτακτικού, ώστε να έχει ο υποτα­κτικός «τύφλωσιν οσίαν» και να μη βλέπει τα καλά έργα. Βέβαια, υπάρχουν περιπτώσεις που ο θεραπευτής πρέπει να χρησιμοποιεί «μάχαιρα», ώστε να αποκόπτει ένα μέλος σεσηπός για την αφέλεια των άλλων αδελφών (ιβ’).

Φαίνεται καθαρά, όπως το περιγράφει ο άγιος Ιωάννης, ότι ποικίλλουν τα φάρμακα και τα εργαλεία. Άλλοτε απαιτείται θεραπεία, άλλοτε εκκένωση των βρωμάτων, άλλοτε χειρουργική ε­πέμβαση και άλλοτε εκτομή. Αλλά και η χει­ρουργική επέμβαση πρέπει να γίνεται με διακρι­τικότητα, χωρίς να προκαλεί πόνο στον ασθενή.

Τα φάρμακα που δίδονται στους ψυχικά αρ­ρώστους πρέπει να είναι ανάλογα με την πνευ­ματική τους κατάσταση. Συνιστά: «σκοπείν δε μάλλον και προσφυώς αρμόζειν τα φάρμακα». Σε εκείνους που αμάρτησαν πάρα πολύ πρέπει να προσφέρεται παρηγορία για να μη πέσουν στην απόγνωση, στους υπερηφάνους και εγωιστάς χρειάζεται στενή και τεθλιμμένη οδός (λβ’).

Για άλλους πρέπει ο θεραπευτής να προσεύ­χεται με πολλή νήψη (η’, θ’), σε άλλους θα προ­σφέρει τον λόγο του και την διδασκαλία του (ζ’), άλλους θα ελέγχει και θα τους προκαλεί και λί­γο πόνο «ίνα μη μακροχρονίση, η τελευτήση εκ σιωπής επαράτου» (κστ’, κζ’). Άλλους ωφελεί η της «εξόδου υπόμνησις» (πα’), άλλους άλλα, και η κοινότητα ωφελείται από την «ατιμία», δηλαδή από τον εξευτελισμό του ασθενούς (πθ’), άλλοι χρειάζονται βαρύτατα επιτίμια (νη’). Ο θε­ραπευτής δίδει στον καθένα ανάλογα με το τι θα τον ωφελήσει πνευματικά. Διαφορετικός είναι ο τρόπος προσεχής που καθορίζεται στον καθένα. Ακόμη δε διαφορετική είναι η δίαιτα που χορη­γείται. Μάλιστα, χρησιμοποιώντας την διαγωγή ενός πεπειραμένου Ηγουμένου, λέγει ότι προτιμούσε να εκδιώξει κάποιον από το μοναστήρι, γιατί έτσι θα ωφεληθεί ο ίδιος περισσότερο, πα­ρά να παραμένει στο μοναστήρι και εν ονόματι μιας φιλανθρωπίας και συγκαταβάσεως να μένει στο θέλημά του (sδ’).

Ο κάθε άνθρωπος βοηθείται και ωφελείται διαφορετικά. Στον έναν, όταν ανάψει ο θείος έ­ρως, δεν ισχύει ο φόβος των λόγων. Στον άλλον, η παρουσία του φόβου της κολάσεως δημιούργη­σε υπομονή σε όλους τους κόπους, και στον άλλον η ελπίδα της Βασιλείας των Ουρανών τον ο­δήγησε στην περιφρόνηση όλων των επιγείων (λδ’).

Είναι σαφές με όσα προηγήθηκαν ότι ο τρό­πος θεραπείας είναι μια σταυρική διακονία, δεν είναι μία επιπόλαια πράξη. Η ιδιαιτερότητα κά­θε ανθρώπου, αλλά και η ιδιοσυγκρασία του απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση, κυρίως απαιτούν διεισδυτικό, ευαίσθητο, πεπειραμένο πνευ­ματικό ιατρό, ο οποίος όχι μόνον θα κάνει ορθή διάγνωση και ορθή θεραπεία, αλλά κυρίως θα εί­ναι έτοιμος να συμπάσχει με τον ασθενή, να αι­σθάνεται πάνω στην δική του ψυχή, αλλά και στο σώμα του τον πόνο και την οδύνη της πνευματικής καθοδηγήσεως. Η πνευματική ιατρική επιστήμη δεν είναι μια εγκεφαλική διακονία, αλ­λά μια μαρτυρική ζωή, κατά το πρότυπο του Χριστού και πάντων των αγίων, όπως και του Προφήτου Μωϋσέως, που καθοδηγούσε με πόνο έναν σκληροτράχηλο λαό.

Προϋποθέσεις θεραπείας

Μέχρι τώρα κάναμε λόγο για το τι ακριβώς είναι η πνευματική ασθένεια, ποιός είναι ο κα­τάλληλος θεραπευτής, τι είναι η θεραπεία και βε­βαίως πως επιτυγχάνεται. Απομένει να υπο­γραμμίσουμε ότι η θεραπεία του ανθρώπου δεν έγκειται απλώς σε μια ψυχολογική υποστήριξη και μια ατομικιστική πράξη, αλλά κυρίως και προ παντός είναι πορεία για να φθάσει ο άνθρωπος από την ατομικότητά του στην προσωπική σχέση, από την φιλαυτία στην φιλοθεΐα και στην φιλανθρωπία, από την ιδιοτελή στην ανιδιοτελή αγάπη. Ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο η θεραπεία γίνεται μέσα σε ένα ορισμένο πνευματικό κλίμα.

Η Εκκλησία, η οποία εκλαμβάνεται ως οι­κογένεια, αλλά και ως πνευματικό νοσοκομείο, είναι ο κατάλληλος χώρος της ασκήσεως της θεραπευτικής αγωγής. Ήδη έχουμε υπογραμμίσει ότι οι ψυχικές ασθένειες είναι αποτέλεσμα της α­πώλειας της σχέσης του ανθρώπου με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, τον εαυτό του και ολόκληρη την κτίση. Η πτώση του ανθρώπου συνδέεται στε­νότατα με την απώλεια της σχέσης. Επομένως, η θεραπεία έγκειται στην απόκτηση της πραγματικής σχέσης με τον Θεό, τον συνάνθρωπο, τον εαυτό του και την κτίση. Αυτό πραγματο­ποιείται μέσα στον χώρο της Εκκλησίας.

Το όλο κείμενο του αγίου Ιωάννου του Σιναΐτου που μελετούμε προϋποθέτει ένα κοινόβιο, ένα Μοναστήρι. Αναφέρεται σε έναν Ηγούμενο, που είναι ο Ποιμήν, και του οποίου έργο είναι η θεραπεία των ψυχικών και σωματικών παθών των μοναχών. Στο σημείο αυτό δεν πρέπει να επιμείνουμε πολύ, γιατί και μια απλή ανάγνωση του κειμένου «Προς Ποιμένα» το επιβεβαιώνει.

Απλώς θα ήθελα να υπογραμμίσω ότι ο άγιος Ιωάννης κάνει λόγο για προσοχή στην υ­ποδοχή των «θρεμμάτων» (πθ’), ώστε να θέλουν να ενταχθούν στην ποίμνη έχοντας αγνή διάθεση και ζήλο για την σωτηρία τους. Η κατάλληλη ηλικία προσελεύσεως θεωρείται απαραίτητη, ώ­στε να μην υπάρχει μεταμέλεια αργότερα, μετά την αποδοχή του μοναχικού σχήματος (ο’). Αλ­λά, καίτοι οι μοναχοί ζουν σε μια ορισμένη κοι­νότητα, εν τούτοις πρέπει να υπάρχει και η δυ­νατότητα της ελευθερίας ανάλογα με τις ηλικίες. Ο προεστώς πρέπει να προσέχει το θέμα αυ­τό, γιατί, άλλωστε, «και καταστάσεις και κα­τοικήσεις προς τας σωματικάς ηλικίας διάφοροι» (ξθ’). Επίσης, απαιτείται ιδιαίτερη προσοχή, γιατί η συγκατοίκηση των αγωνιστών με τους ραθύμους δημιουργεί πολλούς κινδύνους (ξγ’).

Επομένως, η κοινότητα, το κοινόβιο, το Μοναστήρι, εκλαμβάνεται ως μία θεραπευτική κοινότητα, μέσα στην οποία ο άνθρωπος εντάσσεται για την θεραπεία του, για να γίνει πρόσω­πο, αλλά και να αποκτήσει ουσιαστική κοινωνία με τους άλλους. Στην θεραπευτική αυτή κοινό­τητα υπάρχει ο ειδικός θεραπευτής, αλλά και άλ­λοι πνευματικοί αδελφοί, οι οποίοι βοηθούν τους παρευρισκομένους αδελφούς.

Το επίκεντρο, όμως, της κοινότητας δεν εί­ναι ο άνθρωπος, δηλαδή η κοινότητα δεν συγκρο­τείται σε ανθρωποκεντρικό επίπεδο. Κέντρο είναι ο Θεός, αφού και αυτός ο Ποιμήν – Ηγούμενος ενεργεί την αποστολή του με την δύναμη και ενέργεια του Θεού. Έτσι, λοιπόν, η κοινότητα που έχει υπ’ όψιν του ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης είναι Μοναστήρι, το κέντρο είναι ο Ιερός Ναός, μέσα στο οποίο τελείται η θεία Ευχαριστία, αυ­τή η κατ’ εξοχήν κοινωνική πράξη, αφού δι’ αυτής αποκτούμε ενότητα με τον Θεό και τους αδελφούς, ακόμη δε και με όλη την κτίση, και βέβαια, η όλη λατρεία που γίνεται μέσα στον Ιερό Ναό. Σε κάποιο σημείο ο άγιος Ιωάννης αναφέρει ότι ένας από τους θεοφιλείς ανθρώπους του είπε ότι «πάντοτε μεν, μάλιστα δε εν ταις ετησίαις και Δεσποτικαίς εορταίς, ο Θεός τους ε­αυτού θεράποντας δωρεαίς αμείβεται» (ιζ’). Εδώ φαίνεται ότι δεν πρόκειται για μια ουμανιστική θεραπεία, για μια ψυχολογική ισορροπία, αλλά για δωρεές που προέρχονται από τον Θεό και μά­λιστα κατά την διάρκεια των Δεσποτικών εορ­τών. Προϋποτίθεται λατρευτική σύναξη των μελών της Εκκλησίας. Μάλιστα δε η πορεία του ανθρώπου προς την ένωσή του με τον Θεό εκλαμβάνεται μέσα από την εικόνα της θείας Ευχαρι­στίας (sγ’)·

Η ύπαρξη της κοινότητος και η τέλεση της θείας Ευχαριστίας και της λατρείας συνδέεται α­ναπόσπαστα με ένα άλλο απαραίτητο στοιχείο της θεραπείας του ανθρώπου και αυτό είναι η δογματική αλήθεια της Εκκλησίας, τα δόγμα­τα και η λεγομένη πίστη. Ο άγιος Ιωάννης θα συστήσει στον Ποιμένα: «Πίστεως απαθούς, και δογμάτων ευσεβών προ πάντων κληρονομίαν τοις υιοίς καταλίμπανε· ίνα μη μόνον τους υιούς, αλ­λά και τα έκγονά σου Κυρίω δι’ οδού ορθοδοξίας προσαγάγης» (sζ’). Η Ορθοδοξία συναπαρτίζε­ται και συνίσταται από την απαθή πίστη και τα ευσεβή δόγματα. Δια της Ορθοδόξου αυτής πίστεως προσάγει κανείς στον Κύριο όχι μόνο τα πνευματικά του τέκνα, αλλά και τα εγγόνια. Και, βέβαια, αυτή είναι η μεγαλύτερη πνευματι­κή κληρονομιά.

Επομένως, οι τρεις αυτοί παράγοντες είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις για την θεραπεία του ανθρώπου, ήτοι η Κοινότητα – Εκκλησία, η Ευχαριστία – λατρεία, και η Ορθοδοξία (απα­θής πίστη, ευσεβή δόγματα). Αλλά και αυτός α­κόμη ο ησυχαστής και ερημίτης δεν αποδεσμεύεται από την κοινότητα, διότι ή είχε ζήσει προ­ηγουμένως σε μια κοινότητα ή ακόμη εμπνέεται από αυτήν, γιατί ζει μέσα στο πνεύμα της κοινότητος, αφού, αγαπώντας τον Θεό και έχοντας κοινωνία μαζί Του, έχει κοινωνία με όλο τον κό­σμο και, βέβαια, αισθάνεται την ανάγκη να εκκλησιασθεί και να κοινωνήσει του Σώματος και του Αίματος του Χριστού. Το γεγονός πάντως είναι ότι όταν ο άνθρωπος κατορθώσει να γνωρί­σει τα βάθη της υπάρξεώς του και το κακό που βρίσκεται εντός του, και μάλιστα όταν, με την Χάρη του Θεού και την βοήθεια του έμπειρου πνευματικού ιατρού, θεραπευθεί ψυχικά, τότε γνωρίζει το βάθος του κακού, αλλά και το ύψος της λυτρώσεως. Είναι αρκετό να ζήσει κανείς την πτώση και την ανάσταση μέσα στα έγκατα της υπάρξεώς του. Τότε γνωρίζει όλον τον κό­σμο.

Συμπέρασμα

Η θεραπεία του ανθρώπου είναι το σπουδαι­ότερο έργο που μπορεί να επιτελεσθεί πάνω στη γη. Ο άγιος Ιωάννης θα πει: «μη μακάριζε τους χρήματα προσφέροντας, μακάριε· αλλά τους πρό­βατα λογικά Χριστώ ανατιθέντας». Δεν υπάρχει άλλο πιο ευπρόσδεκτο δώρο στον Χριστό από «το ψυχάς λογικάς δια μετανοίας προσφέρειν». Και αυτό γιατί ολόκληρος ο κόσμος δεν αξίζει όσο μία ψυχή, αφού «ο μεν παρέρχεται, η δε άφθαρτος και έστι και διαμένει» (s’).

Ο θεραπευτής με την καθαρότητά του, που δεν είναι έργο δικό του, αλλά δώρο του Θεού, αποσμήχει (σπογγίζει) τον ρύπο των άλλων, απο­δεικνύει τον εαυτό του «συνεργόν των ασωμάτων και νοερών Δυνάμεων», αφού αυτό είναι το δικό τους έργο (οη’).

Τελικά, οι άνθρωποι σήμερα ζητούν την θε­ραπεία, όπως την περιγράφει και την παρουσιά­ζει ο άγιος Ιωάννης ο Σιναΐτης, και την προ­σφέρει η Ορθόδοξη Εκκλησία. Και όταν αναζη­τεί την δικαιοσύνη, την ειρήνη, την ισότητα με­ταξύ των ανθρώπων, στο βάθος ζητεί την θερα­πεία, δηλαδή την σωστή σχέση του με τον Θεό, τους άλλους, τον εαυτό του και την κτίση. Τα παράπονα, οι μεμψιμοιρίες του, οι συνεχείς γογ­γυσμοί, οι γκρίνιες δημιουργούνται γιατί στο βά­θος του ο άνθρωπος δεν ζει την πληρότητά του. Και, βέβαια, για το έργο αυτό είναι απαραίτητη η παρουσία ενός ευαίσθητου, υπομονετικού πνευματικού, ο οποίος να είναι ο ίδιος ψυχικά ελεύ­θερος, να σέβεται απόλυτα την ελευθερία του άλλου και να τον οδηγεί πράγματι στην ελευθερία του πνεύματος και όχι σε ιδιοτελείς δικές του ε­πιδιώξεις.

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ