Αρχική Αφιερώματα ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ: Ο ιεράρχης-σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα

ΕΙΡΗΝΑΙΟΣ: Ο ιεράρχης-σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα

από kivotos

Του Γιώργου Κουκουράκη, επιστημονικού συνεργάτη του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών «Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος»

 

Σε σκοτεινές εποχές μονολόγου και βίας, πίστευε ότι η Εκκλησία δεν πρέπει να σιωπά. Τολμούσε να μιλάει ανοιχτά για ιδανικά, που ήταν για αυτόν αδιαπραγμάτευτα, για τη Δημοκρατία και την ελευθερία. Δεν είχε άγνοια κινδύνου, απλώς ήταν πεποίθησή του ότι ο επίσκοπος όφειλε να θυσιάσει τον εαυτό του, «να γίνει και Αρκάδι αν χρειαστεί», προκειμένου να υπερασπιστεί τις απόψεις του και να υπηρετήσει το ποίμνιό του.

Ένας ιεράρχης-σύμβολο, μια κορυφαία μορφή της Ορθοδοξίας, ο Ειρηναίος Γαλανάκης (1911-2013) άφησε το στίγμα του ανεξίτηλο απ’ όπου και αν πέρασε και άλλαξε τη μοίρα χιλιάδων ανθρώπων. Οραματιστής και πραγματοποιός, φωτισμένος παιδαγωγός, πρωτοπόρος κοινωνικός εργάτης, φορέας ενός οικουμενικού πνεύματος, πολυγραφότατος συγγραφέας. «Θησαυροφυλάκιον εκκλησιαστικής εμπειρίας και πλουσιοκάρπου δημιουργικότητος», τον είχε χαρακτηρίσει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.

Τον Δεκέμβριο του 1971 ο Ειρηναίος συμπλήρωνε 14 χρόνια μιας εξαιρετικά γόνιμης παρουσίας στη Μητρόπολη Κισάμου και Σελίνου, στο δυτικό άκρο της Κρήτης. Η φήμη του είχε ξεπεράσει προ πολλού τα στενά όρια της μικρής του επισκοπής και της μεγαλονήσου. Ήταν ένας ιεράρχης με πανελλήνιο κύρος και διεθνή αναγνώριση. Με ελάχιστα μέσα αλλά με πίστη, αποφασιστικότητα και μεθοδικότητα, χάρη στον Ειρηναίο είχε συντελεστεί μια πραγματική «ειρηνική επανάσταση». Σε πολλές περιπτώσεις υποκαθιστούσε την ανύπαρκτη κρατική πρόνοια. Πρόσφερε ευκαιρίες και διεξόδους σε χιλιάδες αγόρια και κορίτσια, που μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, να σπουδάσουν στο πανεπιστήμιο, να αποκτήσουν εφόδια για την αγορά εργασίας και πνευματική υποδομή ανοιχτών οριζόντων. Τον προηγούμενο χρόνο είχε ιδρύσει ένα πρότυπο γηροκομείο και λίγο νωρίτερα τη μοναδική σχολή στην Κρήτη για κωφάλαλα παιδιά. Παράλληλα, είχε πρωτοστατήσει στην ίδρυση και είχε αναλάβει πρόεδρος της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης, ενός πνευματικού ιδρύματος μοναδικού στον ελλαδικό χώρο που έκανε τότε τα πρώτα του επιτυχημένα βήματα, αλλά και της πρώτης ναυτιλιακής εταιρείας λαϊκής βάσης της χώρας, της ΑΝΕΚ, που είχε πρόσφατα αποκτήσει το πρώτο της πλοίο.

 

Η απρόσμενη εκλογή

Εκείνη ακριβώς την περίοδο, κεραυνός εν αιθρία, έφθασε στο Καστέλλι η είδηση ότι ο Ειρηναίος εξελέγη παμψηφεί από τη σύνοδο του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μητροπολίτης Γερμανίας. Με την απρόσμενη μετάθεσή του, το Πατριαρχείο έστελνε σε μια Μητρόπολη με περίπου 350.000 πιστούς έναν καταξιωμένο ιεράρχη, που είχε ζήσει στην Ευρώπη κατά τη δεκαετία του 1950 (Γαλλία και Γερμανία) και επιπλέον μιλούσε τη γερμανική γλώσσα. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, η μετάθεσή του ικανοποιούσε και τη χούντα, καθώς ήταν ένας εύσχημος τρόπος για να απαλλαγεί από έναν ιεράρχη με μεγάλη απήχηση στην Κρήτη αλλά και σε ολόκληρη την Ελλάδα, που από την αρχή είχε εκδηλώσει την αντίθεσή του στο καθεστώς.

Ο Ειρηναίος αιφνιδιάστηκε. Δεν ήθελε να εγκαταλείψει το έργο που είχε ξεκινήσει στην Κρήτη. Ακόμη περισσότερο κλονίστηκε όταν πληροφορήθηκε από αξιόπιστη πηγή ότι για την εκλογή του είχε εκδηλώσει προσωπικό ενδιαφέρον ο ίδιος ο Παπαδόπουλος. Παρά τις επιφυλάξεις του, θεώρησε ότι δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί αυτή την αποστολή. «Θεέ μου, αν με στέλνεις Εσύ, θα με συνοδεύσεις, αν με στέλνουν οι άνθρωποι, θα με προστατεύσεις».

Είχαν προηγηθεί τεσσεράμισι χρόνια, στη διάρκεια των οποίων, με δημόσιες ομιλίες και τακτικά δημοσιεύματα στον Τύπο, ο Ειρηναίος είχε επανειλημμένως δηλώσει την αντίθεσή του στη χούντα. Αλλά και στους αξιωματούχους του καθεστώτος, στον αντιπρόεδρο Στυλιανό Παττακό και υπουργούς, ο Ειρηναίος πάντοτε έβρισκε την ευκαιρία να τους επισημαίνει τα κακώς κείμενα.

Την 21η Απριλίου 1967, μόλις πληροφορήθηκε ότι στα Χανιά οι πραξικοπηματίες είχαν προχωρήσει σε συλλήψεις πολιτών, ζήτησε την απελευθέρωσή τους από τον στρατιωτικό διοικητή των Χανίων, προσφέροντας τον εαυτό του ως εγγύηση. Το ίδιο θα κάνει και σε άλλες περιπτώσεις, με πιο χαρακτηριστική αυτή των κατοίκων του χωριού Παλαιά Ρούματα στην Κίσαμο, το οποίο υπήρξε ορμητήριο της Εθνικής Αντίστασης και η πλειονότητα των κατοίκων του ήταν αριστεροί.

 

«Εχθροί της Εκκλησίας…»

Τον Ιούνιο του 1967, δύο μήνες μετά την εκδήλωση του πραξικοπήματος, το περιοδικό της Μητρόπολης «Χριστός και Κόσμος», του οποίου ήταν ιδρυτής, φιλοξενούσε άρθρο του για τη νέα κατάσταση. Η αποτυχία του πολιτικού κόσμου στην προσπάθειά του να δώσει ικανή και ισχυρή κυβέρνηση στη χώρα, την οποία επικαλούνταν οι πραξικοπηματίες ως δικαιολογητική βάση για την επέμβασή τους, ήταν πράγματι εμφανής και, όπως σημείωνε, σε πολλά σημεία «τρομερά και απογοητευτική». Ωστόσο, εξέφραζε τον έντονο προβληματισμό του για το γεγονός ότι είχαν περιοριστεί οι συνταγματικές ελευθερίες των πολιτών. «Η ελευθερία είναι μέγιστον αγαθόν και η αποστέρησίς της δεν ισοφαρίζεται εύκολα με οποιοδήποτε αντάλλαγμα […] ο άνθρωπος παιδαγωγείται και προάγεται δι’ ελευθέρων αγώνων μέσα εις τους οποίους πίπτει και ανίσταται, ανέρχεται και καθαίρεται φρονηματιζόμενος από τα ίδια σφάλματα και παθήματα».

Στο ίδιο άρθρο δήλωνε τη δυσπιστία του για την ειλικρίνεια της δέσμευσης των δικτατόρων ότι σύντομα επρόκειτο να αποκατασταθεί η κοινοβουλευτική ζωή. Ούτε η επίκληση του κομμουνιστικού κινδύνου τον έπειθε: δεν πρέπει «να τα φορτώσωμεν όλα εις τον Κομμουνισμόν και να παραβλέψωμεν άλλα, ίσως βαθύτερα και ουσιαστικότερα αίτια και φαινόμενα, που κάνουν το σημερινόν πρόβλημα του Έθνους μας». Το μήνυμά του ήταν σαφές: «Μόνον η ειλικρίνεια και η παρρησία ρίπτουν πάντοτε φως εις τας σκιάς των προβλημάτων και οδηγούν εις τας ορθάς λύσεις των».

Τον Μάρτιο του 1969 σε τοπική εφημερίδα των Χανίων υπογραμμίζει ότι χρέος και σκοπός της Εκκλησίας είναι να υπερασπίζεται «πανταχού και πάντοτε» την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του ανθρώπου, γιατί με αυτόν τον τρόπο υπερασπίζεται το περιεχόμενο και την αποστολή της. Και εξαπολύει δριμύ κατηγορώ εναντίον του καθεστώτος: «Ιδού διατί πρόσωπα και συστήματα που αρνούνται την αξίαν και την ελευθερίαν του ανθρώπου, εις το βάθος είναι εχθροί της Εκκλησίας και αρνούνται τα ιδεώδη και την αλήθειάν της».

Χρέος και σκοπός της Εκκλησίας είναι να υπερασπίζεται «πανταχού και πάντοτε» την αξιοπρέπεια και την ελευθερία του ανθρώπου

Ο Παττακός εκνευρίζεται

Την ημέρα των εγκαινίων της Ορθόδοξης Ακαδημίας Κρήτης, τον Οκτώβριο του 1968, ο Στυλιανός Παττακός άκουγε με εμφανή δυσαρέσκεια δύο επιφανείς Γερμανούς προσκεκλημένους να εκθέτουν τα οδυνηρά αποτελέσματα της δικτατορικής εξουσίας, επικαλούμενοι το παράδειγμα της ναζιστικής θηριωδίας. Τους επόμενους μήνες οι δραστηριότητες της Ακαδημίας και η επιλογή ορισμένων προοδευτικών ομιλητών προβληματίζουν τη χούντα, που αντιλαμβανόταν ότι δεν θα μπορούσε να την ελέγξει.

Οι προσπάθειες υπονόμευσης του έργου της θα είναι συνεχείς. Παττακός και Μακαρέζος επισκέπτονται απροειδοποίητα τον Μάιο του 1969 την Ακαδημία και ο πρώτος, με το γνωστό του ύφος, μάταια προσπαθεί να… νουθετήσει τον επίσκοπο και τους συνεργάτες του. Σύντομα αναλαμβάνει δράση ο γενικός επιθεωρητής Μέσης Εκπαίδευσης. Με εγκύκλιο διαταγή του απαγορεύει στους εκπαιδευτικούς να συμμετέχουν στα «ανεξέλεγκτα» και «ανεύθυνα» συνέδρια της Ακαδημίας. Ο Ειρηναίος δεν θα αφήσει αναπάντητες τις συκοφαντίες: η Ακαδημία «ουδέν το κρυπτόν έχει», τελεί υπό την εποπτεία του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Εκκλησίας Κρήτης, οι Έλληνες και ξένοι ομιλητές στα συνέδριά της και ο διευθυντής της είναι επιστήμονες υψηλού κύρους. Τα ερωτήματα που θέτει στον χουντικό επιθεωρητή είναι αμείλικτα: «Διατί εμποδίζετε μίαν επιμόρφωσιν και πνευματικήν ενασχόλησιν εις ανθρώπους, οι οποίοι, διαμένοντες εις επαρχίαν και μακράν πάσης πνευματικής εστίας όντες, θα εύρισκον εις τα σεμινάρια της Ακαδημίας μίαν επιστημονικήν ενημέρωσιν, μίαν πνευματικήν τροφήν, μίαν συνεργασίαν και μίαν αδελφικήν αγαλλίασιν; […] Διά ποιον λόγον λοιπόν πληγώνετε την Εκκλησίαν και καταστρέφετε την συνεργασίαν της;».

 

«Δάνεισέ μου τη φλόγα σου, μάρτυρα Μελχισεδέκ»

Τον Μάιο του 1971, παρουσία πλήθους κόσμου αλλά και τοπικών αρχών, γίνεται σε χωριό της Κισάμου το μνημόσυνο του εθνομάρτυρα επισκόπου Κισάμου και Σελίνου Μελχισεδέκ, τον οποίο κρέμασαν οι Τούρκοι το 1821 στα Χανιά. Η ομιλία του Ειρηναίου προκαλεί αίσθηση: «Και τώρα, Γέροντα, δάνεισέ μου για λίγο τη γλώσσα και την πύρινη ψυχή σου. Δάνεισέ μου τη φλόγα και την παρρησία σου για να μιλήσω για την πατρίδα και την ελευθερία […] 150 χρόνια η Ελλάδα είναι ελεύθερη κι όμως εμείς οι Έλληνες δεν τη χορτάσαμε ακόμη την ελευθερία, γιατί συχνά την καταστρέφουμε οι ίδιοι με τις διχόνοιες και τα λάθη μας. Όταν οι μισοί Έλληνες γινόμαστε πασάδες και γενίτσαροι και οι άλλοι μισοί ραγιάδες, αυτό δεν είναι ελευθερία, αυτό δεν είναι φιλοπατρία, αυτό δεν είναι ελληνισμός, αυτό δεν είναι χριστιανισμός». Στενός φίλος και συνεργάτης του Ειρηναίου ακούει δύο αξιωματικούς να λένε ότι αυτός ο παπάς ξεσηκώνει τον λαό και πρέπει να φύγει από την Κρήτη.

150 χρόνια η Ελλάδα είναι ελεύθερη κι όμως εμείς οι Έλληνες δεν τη χορτάσαμε ακόμη την ελευθερία, γιατί συχνά την καταστρέφουμε οι ίδιοι με τις διχόνοιες και τα λάθη μας

 

«Η Εκκλησία δεν χρειάζεται πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων»

Από την πρώτη του ομιλία στη Βόννη τον Φεβρουάριο του 1972 ο Ειρηναίος έκανε σαφείς τις προθέσεις του: «Διά την Εκκλησίαν του Χριστού δεν χρειάζεται να έχη κανείς διαβατήρια και πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων, αλλά μόνον την εν Χριστώ υιοθεσίαν και την καινήν κτίσιν. […] Έρχομαι, αγαπητά μου παιδιά, να συντροφεύσω την ζωήν σας εδώ εις την ξενιτειάν, να βοηθήσω τας δυσκολίας σας, να πονέσω εις τους πόνους σας και να χαρώ εις την χαράν σας».

Η ομιλία αυτή συνέβαλε αποφασιστικά στην αποκατάσταση της εμπιστοσύνης του Ελληνισμού της Γερμανίας απέναντι στην Εκκλησία. Παρόντες ήταν και άνθρωποι του καθεστώτος. Ο Ειρηναίος δέχθηκε την επίσκεψη του στρατιωτικού ακολούθου της ελληνικής πρεσβείας για να τον βολιδοσκοπήσει αν ήταν διατεθειμένος να συνεργαστεί. Η απάντησή του δεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας: «Η Εκκλησία έχει έναν δικό της τρόπο να διακονεί το έθνος».

Στο εξής η πρεσβεία στη Βόννη και τα κατά τόπους προξενεία θα τον παρακολουθούν νυχθημερόν, προσπαθώντας συστηματικά να υπονομεύσουν το έργο του. Ενόψει μόλις της δεύτερης λειτουργίας του επί γερμανικού εδάφους, άνθρωπος της πρεσβείας ζήτησε από τον εφημέριο της περιοχής: «να παρακολουθήσεις τον Δεσπότη σου τι θα πει και πού θα πάει όλη τη μέρα, και το βράδυ να μου αναφέρεις σχετικώς». Απειλές ακόμη και για τη ζωή του, ανώνυμα γράμματα και τηλεφωνήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη. Σε αρκετές περιπτώσεις άνθρωποι της χούντας ζητούσαν από τους πιστούς να απέχουν από τη Θεία Λειτουργία και ορισμένοι δάσκαλοι ελληνικών σχολείων τηρούσαν εχθρική στάση απέναντι στην κατηχητική του προσπάθεια. Ο ίδιος είχε επίγνωση της κατάστασης: «Κύριε, η σύγκρουση με το σκότος άρχισε και δω και φαίνεται πως θα είναι πλειό σκληρή. Αλλά στηρίζομαι στην προστασία και τη χάρη Σου. Δική Σου είναι η μάχη. Πρέπει να την κερδίσεις».

Απειλές ακόμη και για τη ζωή του, ανώνυμα γράμματα και τηλεφωνήματα ήταν στην ημερήσια διάταξη

Η πρεσβεία θα δεχθεί μία ακόμη άρνηση από τον Ειρηναίο, ο οποίος δεν δέχεται να πραγματοποιήσει δοξολογία για τον εορτασμό της 21ης Απριλίου για να μην ταραχθούν οι συνειδήσεις των ανθρώπων με τα πολιτικά πάθη λίγες μέρες πριν από το Πάσχα. «Εγώ δεν κάνω Δοξολογία. Ας την κάμουν επιτέλους στα προξενεία μόνοι των….».

Όλο αυτό το διάστημα η στάση της επίσημης Εκκλησίας στην Ελλάδα απέναντι στο καθεστώς της χούντας προβληματίζει έντονα ορισμένους Έλληνες φοιτητές, με τους οποίους συναντάται. Ο Ειρηναίος δεν διστάζει να παραδεχθεί τη σιωπή της Εκκλησίας εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Αργότερα θα αναρωτηθεί: «Ποιο δαιμονικό χέρι φράζει τα μάτια της Εκκλησίας μας και δεν την αφήνει να δει τη σημερινή εθνική της αποστολή; Πώς θα δικαιολογηθούμε στη συνείδηση του έθνους μας και ποια απολογία θα δώσουμε στο δικαστήριο του Θεού; […] η μεγάλη ενοχή της Εκκλησίας στην εποχή μας είναι η σιωπή της […] απουσιάζει η μαρτυρία της από έναν κόσμο που είναι κόλαση και η σωτηρία του οποίου κάνει ωστόσο μοναδική την αποστολή της».

 

«Κρυπτοκουκουές» και «κόκκινη αρκούδα»

Τα Χριστούγεννα του 1972, ο Ειρηναίος καθιέρωσε μια σύντομη ραδιοφωνική ομιλία κάθε Σάββατο βράδυ, στο πλαίσιο της ελληνικής εκπομπής του ραδιοφώνου της Βαυαρίας, υπό τη διεύθυνση του Παύλου Μπακογιάννη, που ήδη αποτελούσε ένα σημαντικό βήμα του αντιδικτατορικού αγώνα. Η απήχηση των ομιλιών αυτών στον ελληνισμό της Κεντρικής Ευρώπης ήταν πρωτοφανής. Ακόμη και στα εργοστάσια όπου δούλευαν οι Έλληνες εργάτες φρόντιζαν να έχουν μαζί τους ένα ραδιόφωνο, για να μη χάνουν τις ομιλίες του Ειρηναίου.

Οι παρεμβάσεις των εκπροσώπων της πρεσβείας, που του ζητούσαν να σταματήσει τις ομιλίες από αυτό το «πολιτικό» ραδιόφωνο, έπεσαν στο κενό. Οι απειλές εντάθηκαν. Στην πόρτα εκκλησίας όπου επρόκειτο να λειτουργήσει βρέθηκε κολλημένη η φωτογραφία του, από κάτω από την οποία είχαν γράψει «κρυπτοκουκουές» και «κόκκινη αρκούδα».

Οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν ήταν πρωτόγνωροι. Επί τρεις δεκαετίες στην Κρήτη ο Ειρηναίος ήταν για κάποιους ο «κόκκινος παπάς» και μετέπειτα ο «κόκκινος δεσπότης». Είχε χαρακτηριστεί από τα χρόνια της Κατοχής όταν, ως λαϊκός θεολόγος ακόμη, είχε φθάσει μια ανάσα από το απόσπασμα των Γερμανών μετά από ένα τολμηρό κήρυγμά του περί κοινωνικής δικαιοσύνης.

 

Οι… οδηγίες στο Πατριαρχείο

Η ραδιοφωνική ομιλία του στις 23 Μαρτίου 1974 στρεφόταν ανοικτά εναντίον του καθεστώτος των Αθηνών (δείτε παρακάτω το απομαγνητοφωνημένο κείμενο). Οι αντιδράσεις των ανθρώπων της χούντας ξεπέρασαν κάθε προηγούμενο. Ο επιτετραμμένος της πρεσβείας τον ενημέρωσε ότι η ομιλία του είχε εξοργίσει την κυβέρνηση στην Αθήνα, του ζήτησε να μην τελέσει δοξολογία για την 25η Μαρτίου και τον πληροφόρησε ότι το Πατριαρχείο είχε λάβει σαφείς οδηγίες να τον ελέγξει και ενδεχομένως «να τον αποσύρει». Παράλληλα, έφθασε το μήνυμα του Πατριάρχη Δημητρίου να μη λειτουργήσει, επειδή θα κινδύνευε. Ο Ειρηναίος όμως παρέμενε ατάραχος: «Ο επίσκοπος πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμος να γίνει Αρκάδι αν χρειαστεί».

Μετά την πτώση της χούντας, τον Οκτώβριο του 1974, το όνομά του ήταν πρώτο στον κατάλογο προτεινόμενων μαρτύρων κατηγορίας στη μήνυση που υπέβαλε η Ένωση Δημοκρατικών Δικηγόρων σε βάρος των πρωταιτίων της δικτατορίας. Όμως δεν έλαβε μέρος στην ιστορική αυτή δίκη. Πίστευε ότι ένας ιεράρχης δεν μπορεί να γίνεται μάρτυρας κατηγορίας οποιουδήποτε.

«Ο επίσκοπος πρέπει να είναι πάντοτε έτοιμος να γίνει Αρκάδι αν χρειαστεί».

Με τη στάση του, τόσο στην Κρήτη όσο και στη Γερμανία, ο Ειρηναίος είχε αναδειχθεί σε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα. Σε δύσκολα χρόνια, υπερασπιζόμενος με κάθε τίμημα την ελευθερία και τη δημοκρατία, είχε κρατήσει ψηλά το κύρος της Εκκλησίας.

 

Ολόκληρο το απομαγνητοφωνημένο κείμενο του Μακαριστού Ειρηναίου στην ελληνική εκπομπή της Βαυαρικής Ραδιοφωνίας στις 23 Μαρτίου 1974

“Αγαπητοί μου Έλληνες της Γερμανίας,

Μεθαύριο, Δευτέρα, ξημερώνει η 25η Μαρτίου, που η Ορθόδοξος Εκκλησία μας φέρνει στον κόσμο ολόκληρο το μήνυμα της απελευθερώσεως του ανθρωπίνου γένους από την τυραννία της αμαρτίας και η πατρίδα μας, η Ελλάδα, εορτάζει την Εθνικήν Παλιγγενεσίαν του 1821.

Η ημέρα είναι μεγάλη και επίσημη και μας καλεί να τη γιορτάσουμε και να τη χαρούμε. Η 25η Μαρτίου είναι η ημέρα της αναστάσεως του έθνους μας, η ημέρα της ελευθερίας του έθνους μας, η ημέρα που μας καλεί όλους να πανηγυρίσωμε τα τρόπαια και τις νίκες του, τους αγώνες και τις θυσίες του. Κι όμως, γι’ αυτή τη μεγάλη μέρα του έθνους μας ένας Έλληνας μου έγραψε σ’ ένα θλιβερό γράμμα του αν θα κάνωμε δοξολογία ή αν θα πρέπει να κάνωμε μνημόσυνο στην ελευθερία μας. Του απήντησα ότι θα κάνωμε δοξολογία, διότι αυτό ταιριάζει σ’ αυτήν τη μέρα, που ο Θεός ευδόκησε ν’ αναστηθεί το σκλαβωμένο επί τετρακόσια χρόνια έθνος μας, για να τιμήσωμε τους ήρωας και μάρτυρας που θυσιάστηκαν για την ελευθερία μας. Ναι, θα κάνουμε δοξολογία. Αυτό δεν μας εμποδίζει να δούμε τη σημερινή πολιτική πραγματικότητα του έθνους μας και να σκεφθούμε και να εργασθούμε για τη νόμιμη αποκατάστασή της.

Γιατί πρέπει να το ομολογήσωμε με ειλικρίνεια και παρρησία πως τα τελευταία χρόνια καταστρέψαμε με τα ίδια μας τα χέρια την ελευθερία μας. Συκοφαντήσαμε με την ιδία μας τη γλώσσα την ελευθερία μας και αρχίσαμε να υμνούμε τη δουλοπρέπεια και τον ραγιαδισμό μας. Πολιτικοί και στρατιωτικοί, δάσκαλοι και ιερωμένοι ακόμη, άλλοι ίσως από καθαρή διάθεση, άλλοι από άγνοια και αφέλεια, άλλοι από συμφέροντα και φιλοδοξίες και άλλοι από υποκρισία και δειλία, αρχίσαμε να υβρίζωμε το έθνος και την ιστορία μας. Ότι τάχα δεν είμαστε άξιοι να ζούμε ελεύθεροι. Ότι τάχα πρέπει να σαπίσωμε στον γύψο και στις φυλακές για να παιδαγωγηθούμε και να μάθουμε τι θα πει ελεύθερος βίος. Ότι τάχα, για να αυξήσουμε την οικονομία και την πρόοδό μας, χρειαζόμαστε τον βούρδουλα της τυραννίας και την τάξη των νεκροταφείων. Ότι τάχα με το να βάλουμε στους δρόμους μερικές ταμπέλες με το «Ελλάς Ελλήνων Χριστιανών» εχριστιανοποιήσαμε το έθνος μας.

Αυτές τις φοβερές βλαστήμιες και ύβρεις εναντίον του έθνους και της ιστορίας μας τις λέμε τώρα επτά χρόνια από επίσημα και ανεπίσημα βήματα και καλούμε και εξαναγκάζουμε τον δυστυχισμένο λαό μας να τις χειροκροτεί και να τις ψηφίζει, εξευτελίζοντάς τον ως τα βάθη της ψυχής του. Αυτόν τον ιστορικόν και υπερήφανον ελληνικόν λαόν, που έχει γράψει την ένδοξη ελληνική ιστορία. Ναι, αυτές τις φοβερές βλαστήμιες και συκοφαντίες εναντίον του έθνους και της ιστορίας μας τις λέμε και τις γράφουμε τώρα επτά χρόνια, για να δημιουργήσουμε στον ίδιο τον εαυτό μας το μέγα ψυχικό τραύμα και την αμφιβολία αν πράγματι μπορούμε να ζούμε ελεύθεροι, για να δώσωμε στους ξένους, φίλους και εχθρούς μας, το δικαίωμα άλλοι να τρίβουν τα μάτια των κι άλλοι να τρίβουν τα χέρια των για το κατάντημά μας.

Κάναμε, λέμε, με φαρισαϊκό κομπασμό μια αναίμακτη εθνική επανάσταση. Αυτό όμως δυστυχώς δεν είναι αλήθεια, γιατί αδελφικό αίμα έχει χυθεί, απ’ όλες τις πλευρές βέβαια. Αλλά, και αν ακόμη στην τρομερή αυτή περιπέτεια που συγκλονίζει το έθνος μας τα τελευταία αυτά χρόνια δεν χυνόταν ούτε μία σταγόνα αίμα, όμως η ζημιά που έχει γίνει είναι τρομαχτική και ανυπολόγιστη. Γιατί, και αν ακόμη δεν είχε χυθεί αίμα, όμως έχουν χυθεί τόσα δάκρυα από παρεξηγήσεις, από παρεξηγημένους, από διωγμένους, από φυλακισμένους και ορφανεμένους και έχουν πληγωθεί τόσες ψυχές. Γιατί, και αν ακόμη δεν είχε πληγωθεί σωματικά ούτε ένα δάκτυλο σε κάποιον αδελφό μας Έλληνα, φθάνει το μεγάλο έγκλημα πως σκοτώσαμε την ειλικρίνεια και την ευαισθησία μας στο θέμα της ελευθερίας. Φθάνει πως διχαστήκαμε ώστε να φοβάται ο ένας τον άλλο μας, να υποβλέπει ο ένας τον άλλο μας, να μισεί και να συκοφαντεί ο ένας τον άλλο μας. Φθάνει το μέγα έγκλημα πως καταπνίξαμε και καταργήσαμε τις νόμιμες φωνές του έθνους μας, τις συνετές φωνές του έθνους μας, τις γνήσιες και καθαρές πατριωτικές φωνές του έθνους μας. Και μέσα σε αυτή τη φοβία και την απόγνωση, που κάναμε στον ίδιο τον εαυτό μας, ξεπροβάλλουν τώρα από εδώ κι από εκεί οι παράνομες φωνές του έθνους μας. Οι ύποπτες φωνές του ελληνικού μας λαού. Οι επικίνδυνες και απεγνωσμένες φωνές του έθνους μας, που μπορούν να εξαπατήσουν και να παρασύρουν σε άλλα τρομερά παραστρατήματα.

Γιατί, και αν ακόμη δεν είχε πληγωθεί σωματικά ούτε ένα δάκτυλο σε κάποιον αδελφό μας Έλληνα, φθάνει το μεγάλο έγκλημα πως σκοτώσαμε την ειλικρίνεια και την ευαισθησία μας στο θέμα της ελευθερίας.

Θεέ μου, πόσο λυπούμαι που σ’ αυτήν την επίσημη ημέρα του έθνους και της πατρίδος μας αναγκάζομαι να ομιλώ γι’ αυτή τη θλιβερή πραγματικότητα. Όμως θα ήταν τραγική ειρωνεία και εμπαιγμός σ’ αυτή τη μεγάλη μέρα της ελευθερίας του Γένους και του Έθνους μας να μην έχουμε το θάρρος να μιλήσουμε για την απελευθέρωσή μας από λάθη και παραστρατήματα, που χρόνια τώρα καταστρέφουν την ελευθερία μας, την ενότητα, τη δύναμη και την αισιοδοξία του έθνους μας. Και θα ήταν ακόμη μία μεγίστη ασέβεια προς την ιερά μνήμην των ηρώων και των μαρτύρων που πέσανε και θυσιαστήκανε για την εθνική μας παλιγγενεσία να σιωπούμε σήμερον τόσον φαρισαϊκά και να μην ζητήσωμε τη μετάνοιά μας, την επανόρθωση των λαθών μας και την ώριμη πολιτική αποκατάσταση του έθνους μας. «Δικαιοσύνη υψοί έθνη, αμαρτία δε όνειδος λαών», ειδοποιεί και βεβαιώνει ο λόγος του Θεού.

 

Αγαπητοί μου Έλληνες της Γερμανίας,

Μεθαύριο, Δευτέρα, ξημερώνει η μεγάλη μέρα της εθνικής μας παλιγγενεσίας και μας καλεί να την γιορτάσωμε και να τη χαρούμε. Ζούμε με το κορμί μας εδώ, στη Γερμανία, η ψυχή μας όμως και η καρδιά μας είναι πάντα εκεί που γεννηθήκαμε, εκεί που αναπαύονται τα ιερά κόκκαλα των πατέρων και των αδερφών μας, εκεί που είναι η εστία μας, τα όσια και τα ιερά μας. Ζούμε προσωρινά ή μονιμότερα στη Γερμανία, η καρδιά μας όμως χτυπά πάντα για την Ελλάδα μας. Και μέσα μας πρέπει να καίει άσβηστη η φλόγα του γνησίου πατριωτισμού μας. Ζούμε στη Γερμανία και προσφέρουμε την εργασία μας στη χώρα που μας φιλοξενεί, δουλεύουμε όμως και για την πατρίδα μας, την Ελλάδα, στην οποία και στέλνουμε, μαζί με την αφοσίωσή μας, τον ιδρώτα και τον μόχθο της δουλειάς μας. Και αυτή η καθαρή και ειλικρινής αγάπη προς την πατρίδα μας μάς δίνει το δικαίωμα να σκεφτόμαστε τη μοίρα της και να ζητούμε με γνήσια εθνικά αισθήματα τη νόμιμη πολιτική αποκατάσταση του έθνους μας. Και δικαίωμα και χρέος μας είναι αυτή η τίμια φωνή. Όμως μακριά από ύποπτες και παράνομες φωνές, μακριά από ύποπτες και παράνομες ενέργειες, που νοθεύουν τον γνήσιο πατριωτισμό, μακριά από ενέργειες που δολιεύονται την πατρίδα μας και εξυπηρετούνε ίσως μόνον ξένα συμφέροντα. Η πατρίδα είναι η μάνα μας και μπορούμε να της πούμε το παράπονό μας, αλλά όχι και να την υποσκάπτουμε.

Με αυτήν την πονεμένη ειλικρίνειά μου, σαν Έλλην ιεράρχης παρακαλώ και ικετεύω τον ύψιστο Θεό και τη Δέσποινα του Κόσμου, την Κεχαριτωμένη Μαρία, της οποίας τον Ευαγγελισμό εορτάζομε, να προστατεύσει και τώρα το Έθνος μας, να το οδηγήσει στην ομόνοια και την αποκατάστασή του. Με αυτή την πονεμένη ειλικρίνειά μου, κι εγώ, σαν ένας ελάχιστος Έλλην και δούλος του Κυρίου, γονατίζω σε αυτή τη μεγάλη μέρα ταπεινός προσκυνητής στο μνημείο των θυσιών και των αγώνων του έθνους μας και εύχομαι στην ηγεσία του, πνευματική, πολιτική και στρατιωτική, σε μια μεγάλη και γνησία πατριωτική μας έξαρση, να διορθώσωμε τα λάθη και τις παραλείψεις μας, να παραμερίσωμε τους εγωισμούς και τις φιλοδοξίες μας με τα ίδια μας τα χέρια, τα γνήσια πατριωτικά μας χέρια, να αποκαταστήσωμε την πολιτική μας ζωή, την ενότητά μας, την αμοιβαία εμπιστοσύνη μας και την αισιοδοξία για το μέλλον της πατρίδος μας, γιατί έτσι μόνο μπορούμε να ψάλλουμε τίμια και παλληκαρίσια τον εθνικό μας ύμνο: «Και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά».

Και με την ίδια αυτή πονεμένη ειλικρίνειά μου, χαιρετίζω όλους σας, αγαπητά τέκνα της πατρίδος και της Εκκλησίας μας εδώ, στη Γερμανία, τιμιότατοι εργάτες και νοικοκυραίοι, ελλογιμώτατοι διδάσκαλοι, καθηγηταί και σπουδασταί, ευλαβέστατοι ιερείς και εξοχότατοι διπλωματικοί. Ιδιαίτερα χαιρετίζομεν και ευλογούμεν σ’ αυτή τη μεγάλη μέρα του έθνους μας τα μικρά Ελληνόπουλα των σχολείων μας εδώ, στη Γερμανία, αγόρια και κορίτσια, τα Ελληνόπουλά μας, που θα αναλάβουν αύριο να συνεχίσουν την ένδοξη ελληνική μας ιστορία. Και, τέλος, με μια βαθιά ευγνωμοσύνη μακαρίζομεν τη μνήμη των ηρώων και των μαρτύρων της εθνικής μας παλιγγενεσίας, Ελλήνων και φιλελλήνων, και αναφωνούμε «Ζήτω το ελληνικό μας Έθνος! Ζήτω ο ελληνισμός της Γερμανίας!».


ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ