Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Η μέριμνα για τη συμμετοχή του λαού στη Θεία Λατρεία είναι για τους κληρικούς και την διοικούσα Εκκλησία μας αυτονόητη, καθώς μόνο έτσι, αποκλειστικά μέσα στην Εκκλησία εξασφαλίζεται η σωτηρία των ψυχών, για χάρη της οποίας ο Κύριος ενηνθρώπισε, δίδαξε, έπαθε, πέθανε και ανέστη εκ των νεκρών. Συνεπώς χωρίς εκκλησιαζόμενο λαό η εκκλησιαστική ζωή είναι μάλλον κενή περιεχομένου και ουσίας, περισσότερο αυτοσκοπός και λιγότερο ψυχωφέλιμο πνευματικό φάρμακο σωτηρίας.
Ομως και ο εκκλησιασμός, εντασσόμενος στο σύστημα της λαϊκής λατρείας και θρησκευτικότητας, αποκτά συχνά χαρακτηριστικά παραποίησης και υποσκελισμού της ουσίας προς χάρη είτε του τελετουργικού τύπου, είτε συνηθειών με λαϊκή – ενίοτε δε και με προχριστιανική – προέλευση, χάνοντας έτσι την ουσιαστική του αξία και λειτουργικότητα. Και στο σημείο αυτό βρίσκεται ένα από τα κυριότερα προβλήματα τα οποία χρήζουν πνευματικής και ποιμαντικής αντιμετώπισης, ώστε να μην εξελιχθούν σε πληγές στο σώμα της Εκκλησίας.
Χρειάζονται μάλιστα τα ζητήματα αυτά ιδιαίτερη λεπτότητα και διάκριση. Και τούτο, επειδή συχνό είναι το φαινόμενο ορισμένοι κληρικοί, κατά κανόνα νέοι και άπειροι, να εκλαμβάνουν την πνευματική πατρότητα ως δεσποτεία, και να αρχίζουν και να τελειώνουν κάθε λόγο τους προς το ποίμνιο με το «εγώ», χωρίς ίχνος παρακλήσεως και παραμυθίας. Και μάλιστα συχνότερα λειτουργούν έτσι νεαροί άγαμοι κληρικοί, οι οποίοι λόγω της αγαμίας, άμα τη χειροτονία λαμβάνουν συνήθως και όλα τα οφίκια, αυτά που άλλοι αδελφοί τους εργάζονται χρόνια στον αμπελώνα του Κυρίου και λευκαίνονται στη διακονία του λαού του Θεού, αποκτώντας ενίοτε αίσθηση επικυρίαρχου και ηγεμονεύοντος.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει σε μερικούς κληρικούς η αίσθηση ότι για να είναι επιτυχημένοι πρέπει να «κάνουν τη δουλειά τους» με όσους λαϊκούς τους χρειάζονται για να λειτουργήσουν, στα πλαίσια της ενορίας τους. Αφήνουν έτσι τη μέριμνα για το σύνολο του ποιμνίου και επικεντρώνονται στους λίγους και εκλεκτούς – κάποτε μεγάλης ηλικίας και γι’ αυτό και πιο υπάκουους, δεδομένου και του φόβου του θανάτου που έρχεται με τα χρόνια – ή μάλλον στους ικανούς χρηματοδότες για την εκτέλεση των όποιων ενοριακών προτεραιοτήτων, οι οποίοι συχνά ταυτίζονται με τις δικές τους προσωπικές στρατηγικές και επιδιώξεις.
Εύκολα κανείς καταλαβαίνει ότι οι αντιλήψεις και οι πρακτικές αυτές, που τις συναντούμε κατά κανόνα σε μεγάλες ενορίες πολυάνθρωπων πόλεων, πόρρω απέχουν από την πραγματική λειτουργικότητα της ορθόδοξης ενορίας, καθώς μαρτυρούν πλήρη άγνοια για το τι είναι η Εκκλησία, ποια η υφή και ποιο το έργο της. Και βέβαια το ίδιο συμβαίνει στις περιπτώσεις νέων και ορμητικών ιερέων, που τοποθετούνται σε ενορίες όπου υπηρετούν σεβάσμιοι ιερείς, και για να δείξουν ότι από εκείνους ξεκινούν τα πάντα ξεθεμελιώνουν σε μια νύκτα ευσεβείς συνήθειες και πρακτικές, συχνά φωνασκώντας ότι θα επιβάλουν τη γνήσια εκκλησιαστική τάξη. Κι όμως, αυτή η διαχείριση των πραγμάτων μάλλον αταξία προκαλεί, καταλήγοντας σε ακραίες περιπτώσεις σε φατριασμό και διάλυση συγκροτημένων ποιμαντικών συνόλων και σχεδιασμών.
Χρειάζεται λοιπόν προσοχή, τόσο στο ποιον θεωρούμε ως «εκκλησιαζόμενο λαό», όσο και με ποιον τρόπο τον χειριζόμαστε και τον αντιμετωπίζουμε, ιδίως στην εποχή μας, που είναι πολλοί εκείνοι οι παράγοντες που δρουν διαλυτικά στην συνοχή του εκάστοτε ποιμνίου. Προσοχή που δεν προέρχεται από τα οφίκια, ούτε πηγάζει από το αν ο τάδε ή ο δείνα ιερέας είναι έγγαμος ή άγαμος, αλλά εδράζεται στην πείρα, στο έργο και στο κατά πόσον ένας ιερέας έχει δοκιμαστεί στη διακονία του λαού του Θεού. Κι εδώ βέβαια οφείλουν οι Επίσκοποί μας να είναι πιο προσεκτικοί στην απονομή των οφικίων, διότι θέλοντας κάποτε να επιβραβεύσουν την αφιέρωση στον Θεό – την οποία αδικαιολόγητα νομίζω ταυτίζουν σχεδόν αποκλειστικά με την επιλογή του άγαμου βίου από τον κληρικό – στην πράξη δημιουργούν όχι μόνο παραπικρασμούς και απογοητεύσεις, αλλά και δυσλειτουργίες συχνά μεγάλες στην ενοριακή ζωή.
Και βέβαια, δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι μπορεί τα πολυαρχιερατικά συλλείτουργα να είναι μεγαλοπρεπή και οι εκκοσμικευμένες λιτανείες μας εντυπωσιακές, αλλά το έργο της σωτηρίας οργανώνεται και τελείται στην ενορία, σε καθημερινό επίπεδο. Εκεί δηλαδή όπου εργάζεται κατά κανόνα αθόρυβα ο απλός κληρικός, μακριά από πολυτελείς ενδύσεις και περίτεχνες προσφωνήσεις, με φόβο Θεού, ταπείνωση και, το κυριότερο, διάκριση.