Γράφει ο Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗΣ
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης
Ολο και περισσότερο, τα τελευταία χρόνια, η πολιτισμική μας ταυτότητα φαίνεται να εισέρχεται σε καθεστώς όχι μόνο αμφισβήτησης, αλλά και έντονων και επώδυνων μετασχηματισμών. Στα πλαίσια αυτά εμφανίζονται κατά τόπους, ιδίως κάθε καλοκαίρι, εκδηλώσεις που ενίοτε παρουσιάζουν έντονο το στοιχείο της ασέβειας, της αμφισβήτησης, κάποτε δε φτάνουν ως και τα όρια της βλασφημίας. Και φυσικά οι κατά τόπους εκκλησιαστικές αρχές αντιδρούν, εκδίδουν ανακοινώσεις και στηλιτεύουν τα φαινόμενα αυτά, όπως άλλωστε πρέπει να κάνουν, για να προφυλάξουν το ποίμνιό τους από επικίνδυνες διαστροφές.
Καταρχήν πρέπει να πούμε ότι αυτό ανήκει στις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα επισκόπων και ιερέων, στους οποίους η Εκκλησία έχει αναθέσει τη σωτηρία των ψυχών του ποιμνίου που τους εμπιστεύθηκε. Κι αυτό επειδή οι σχετικές επεμβάσεις, στο πλαίσιο του πνεύματος της εποχής, συχνά ερμηνεύονται ως παρεμβάσεις και καταλύσεις της ελευθερίας της τέχνης, ή της ελευθερίας έκφρασης ή ακόμα και της ελευθερίας του λόγου, άρα της ίδιας της ουσίας της δημοκρατίας. Και βέβαια όσοι ισχυρίζονται αυτά, λησμονούν ότι στην ελευθερία τα όρια της ελευθερίας κάποιου φτάνουν μέχρι εκεί που τοποθετούνται τα όρια της ελευθερίας των άλλων, εν προκειμένω του δικαιώματος να μη βλέπει κανείς τα όσια και τα ιερά του υβριζόμενα και λοιδορούμενα.
Στο σημείο μάλιστα αυτό εδράζεται η διαφορά μεταξύ της δυτικής και της ανατολικής αίσθησης της ελευθερίας και των δικαιωμάτων που απορρέουν από αυτήν. Στη Δύση, η παράδοση του Διαφωτισμού έχει δημιουργήσει την αίσθηση ότι η αμφισβήτηση όλων των αρχών αποτελεί σχεδόν υποχρέωση κάθε σκεπτόμενου πολίτη, ενώ αντιθέτως στην Ανατολή υπάρχει ένας πατροπαράδοτος σεβασμός σε αρχές και αξίες, που στήριξε επί αιώνες την ομαλή συνύπαρξη και συνεχίζει να τη στηρίζει μέχρι σήμερα, τουλάχιστον εκεί όπου οργανωμένα δυτικά συμφέροντα δεν έχουν μεθοδεύσει και επιτύχει την επώδυνη ανάφλεξη, όπως λ.χ. έχει γίνει στην περίπτωση της Συρίας.
Φυσικά υπάρχουν και φωνές υπερβολικές, που οδηγούν τις σχετικές αντιδράσεις στα άκρα και οι οποίες κάθε άλλο παρά τα επιθυμητά πνευματικά αποτελέσματα φέρνουν. Κατά κανόνα όμως οι σχετικές εκκλησιαστικές αντιδράσεις είναι κόσμιες, και αποτελούν αφορμή προβληματισμού και αναστοχασμού, τουλάχιστον για τους καλόπιστους αποδέκτες τους. Για παράδειγμα, πώς μπορεί ο επίσκοπος ενός τόπου να μην αντιδράσει στις περιπτώσεις που υπό το πρόσχημα πολιτιστικών εκδηλώσεων αναπαριστάνονται και δήθεν αναβιώνονται παγανιστικές λατρευτικές και τελετουργικές μορφές; Ή πώς να μην επισημάνει ότι ορισμένες πανηγυρικές δήθεν εκδηλώσεις πιστών, που φαίνονται μάλιστα να διοργανώνονται με αφορμή εορτές αγίων, ουσιαστικά αποτελούν εκφράσεις και αποτυπώσεις του εγωισμού και της ισχυρογνωμοσύνης των διοργανωτών τους, καθώς καταλύουν επίσημα βασικές αρχές της ορθόδοξης χριστιανικής ζωής και της ελληνορθόδοξης παράδοσής μας, όπως εκείνη της νηστείας σε συγκεκριμένες μέρες της εβδομάδας;
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο ατομικισμός, η αποκοπή από την ελληνορθόδοξη κοινωνικότητα και η άκριτη αντιγραφή ξένων και εισαγόμενων προτύπων ζωής αποτελούν βασικούς παράγοντες της πολυποίκιλης κρίσης που έπληξε -και θα συνεχίζει επί μακρόν να πλήττει- την κοινωνία μας. Κι αυτό επειδή ουσιαστικά μετά τα μέσα του 20ού αι. συντελέστηκαν στον τόπο μας τόσες αλλαγές, που ούτε να αφομοιωθούν πρόλαβαν, αλλά και που ανέτρεψαν βίαια τις ατομικές και κοινωνικές ισορροπίες αιώνων, οδηγώντας συχνά σε αμελέτητες και εν μέρει υστερικές αντιδράσεις. Αλλαγές που χωρίς σχέδιο και προοπτική δοκίμασαν να μετασχηματίσουν τον ελληνικό τρόπο ζωής, την ιδεολογία και την παραδοσιακή καθημερινότητά μας, οδηγώντας ουσιαστικά στην παγίωση του φαινομένου που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως «απαξίωση των αξιών», και στη συνέχεια στο ξεθεμέλιωμα κάθε κοινωνικής, πνευματικής και πολιτισμικής σταθερής, που αποτελούσε συνεκτικό κρίκο και παράγοντα της κοινωνίας μας.
Είναι λοιπόν φυσικό, αναμενόμενο και υγιές, η Εκκλησία να αντιδρά και να προσπαθεί να φρονηματίσει τους πιστούς της. Απομένει τώρα σε μας να ακούσουμε τη φωνή της και να δούμε πώς θα αναπροσαρμόσουμε τη ζωή μας, πριν καταλήξουμε αναλώσιμο υλικό στο περιθώριο μιας απρόσωπης και ανάλγητης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας. Γιατί τότε θα είναι αργά, καθώς δεν θα υπάρχει επιστροφή.