Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Γόρτυνος και Μεγαλοπόλεως κ. Ιερεμία
Θεός θεών Κύριος ελάλησε και εκάλεσε την γην από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών. 2 Εκ Σιών η ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού, 3 ο Θεός εμφανώς ήξει, ο Θεός ημών, και ου παρασιωπήσεται· πυρ ενώπιον αυτού καυθήσεται, και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα. 4 Προσκαλέσεται τον ουρανόν άνω και την γην του διακρίναι τον λαόν αυτού· 5 συναγάγετε αυτώ τους οσίους αυτού, τους διατιθεμένους την διαθήκην αυτού επί θυσίαις,
6 και αναγγελούσιν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού, ότι ο Θεός κριτής εστι (διάψαλμα). 7 Ακουσον, λαός μου, και λαλήσω σοι, Ισραήλ, και διαμαρτύρομαί σοι· ο Θεός ο Θεός σου ειμι εγώ. 8 Ουκ επί ταίς θυσίαις σου ελέγξω σε, τα δε ολοκαυτώματά σου ενώπιόν μου εστί διαπαντός. 9 Ου δέξομαι εκ του οίκου σου μόσχους ουδέ εκ των ποιμνίων σου χιμάρους. 10 Οτι εμά εστι πάντα τα θηρία του δρυμού, κτήνη εν τοις όρεσι και βόες· 11 έγνωκα πάντα τα πετεινά του ουρανού, και ωραιότης αγρού μετ’ εμού εστιν.
12 Εάν πεινάσω, ου μη σοι είπω· εμή γαρ εστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής. 13 Μη φάγομαι κρέα ταύρων, η αίμα τράγων πίομαι; 14 θύσον τω Θεώ θυσίαν αινέσεως και απόδος τω Υψίστω τας ευχάς σου· 15 και επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου, και εξελούμαί σε, και δοξάσεις με (διάψαλμα). 16 Τω δε αμαρτωλώ είπεν ο Θεός· ινατί συ διηγή τα δικαιώματά μου και αναλαμβάνεις την διαθήκην μου διά στόματός σου; 17 συ δε εμίσησας παιδείαν και εξέβαλες τους λόγους μου εις τα οπίσω. 18 Ει εθεώρεις κλέπτην, συνέτρεχες αυτώ, και μετά μοιχού την μερίδα σου ετίθεις. 19 Το στόμα σου επλεόνασε κακίαν, και η γλώσσά σου περιέπλεκε δολιότητα·
20 καθήμενος κατά του αδελφού σου κατελάλεις και κατά του υιού της μητρός σου ετίθεις σκάνδαλον. 21 Ταύτα εποίησας, και εσίγησα· υπέλαβες ανομίαν, ότι έσομαί σοι όμοιος· ελέγξω σε και παραστήσω κατά πρόσωπόν σου τας αμαρτίας σου. 22 Σύνετε δη ταύτα, οι επιλανθανόμενοι του Θεού, μήποτε αρπάση, και ου μη η ο ρυόμενος. 23 Θυσία αινέσεως δοξάσει με, και εκεί οδός, η δείξω αυτώ το σωτήριόν μου.
1. Ο ψαλμός αυτός παρουσιάζει τον Θεό με μεγαλοπρέπεια να εξασκεί κρίση κατά των τυπολατρών και των υποκριτών του λαού Του Ισραήλ. Αρχόμενος λοιπόν ο ψαλμωδός το ποίημά του παριστάνει τον Θεό με τον μεγαλοπρεπή τίτλο «Θεός θεών Κύριος» να λαλεί και να καλεί όλη τη γη, «από ανατολών ηλίου μέχρι δυσμών» (στιχ. 1), ως μάρτυρα για το στηνόμενο εναντίον του Ισραήλ δικαστήριο. Ο Θεός θα δικάσει τη Σιών, την οποία είχε τιμήσει, ως «ευπρέπεια της ωραιότητος αυτού» (στιχ. 2α). Η παρουσία του Θεού είναι συνήθως αθόρυβος και μυστική. Αλλά τη φορά αυτή δεν συμβαίνει αυτό. Λύεται η σιωπή και η φοβερή επιφάνεια του Θεού γίνεται φανερή σε όλους (στιχ. 2β: «Ο Θεός εμφανώς ήξει…»). Και εξηγεί στη συνέχεια ο ψαλμωδός πως θα είναι η παρουσία του Θεού: «Πυρ ενώπιον αυτού καυθήσεται και κύκλω αυτού καταιγίς σφόδρα» (στιχ. 3). Οπως φαίνεται και αλλού στην αγία Γραφή, το πυρ
και ο άνεμος είναι στοιχεία που συνοδεύουν τη θεία εμφάνιση. Βλ. Ψαλμ. 17,9-11. Δαν. 7,9-10. Εβρ. 12,29. Για την αρχόμενη δίκη κατά του λαού Του ο Θεός προσκαλεί ως μάρτυρες τον ουρανό από ψηλά και τη γη από κάτω (στιχ. 4), αυτούς τους αιωνόβιους μάρτυρες που παρακολουθούν τη διαγωγή του ανθρώπου από παλαιά, από την πρώτη του δημιουργία. Βλ. και Δευτ. 32,1.
2. Ο ποιητής στη συνέχεια αποτείνεται προς τους αγγέλους του Θεού, τους λειτουργούντας στον δεσποτικό θρόνο (βλ. Ησ. 6,2), να συναθροίσουν ενώπιον του Θεού «τους οσίους αυτού» (στιχ. 5α), όλους, δηλαδή, τους Ισραηλίτες, που σύναψαν διαθήκη μαζί Του και γι’ αυτό τους καλεί «οσίους», άσχετα αν αυτοί φάνηκαν ή όχι όσιοι. Αλλά είναι ωραία και η ερμηνεία ανωνύμου ερμηνευτού ότι και εμείς όταν θέλουμε να ελέγξουμε κάποιο υψηλό και τετιμημένο πρόσωπο το προσφωνούμε με τον τιμητικό του τίτλο. Ετσι και ο Θεός εδώ ονομάζει τους Ισραηλίτες «οσίους». Μάλιστα λέγει εδώ ο ψαλμωδός περί των Ισραηλιτών ότι σύναψαν διαθήκη με τον Θεό και λέγονται λοιπόν όσιοι «επί θυσίαις» (στιχ. 5β). Πραγματικά, κατά τα λεγόμενα εις Εξ. 24,6-8, ο λαός του Ισραήλ ραντίστηκε με το αίμα των θυσιών και επεσφράγισε επίσημα ότι δέχεται τα αναγνωσθέντα της θείας Διαθήκης. Θα συναχθούν, λοιπόν, οι Ισραηλίτες από τους αγγέλους για να κριθούν και να ελεγχθούν από τον Θεό, γιατί διέψευσαν την υψηλή τους κλήση. Και θα αποδειχθεί από τη δίκη αυτή ότι ο Θεός είναι απροσωπόληπτος Κριτής, «και απαγγελούσιν οι ουρανοί την δικαιοσύνην αυτού, ότι Θεός Κριτής εστιν» (στιχ. 6).
3. Στη συνέχεια αρχίζει το δικαστήριο. Οι κατηγορούμενοι είναι παρόντες και ο Θεός λαλεί προς αυτούς (στιχ. 7). Αποτείνεται προς τους τυπολάτρες και «διαμαρτύρεται» (στιχ. 7). Τους ελέγχει όχι γιατί δεν του προσφέρουν θυσίες και ολοκαυτώματα. Αυτά, λέγει ο Θεός, «ενώπιόν μου εστι διά παντός» (στιχ. 8). Αλλά τους ελέγχει γιατί περιόρισαν τα προς Αυτόν καθήκοντά τους μόνο στις ζωοθυσίες και παρέβλεψαν τα βαρύτερα του Νόμου. Δεν έχει ανάγκη ο Θεός από τις ζωοθυσίες (στιχ. 9) ούτε μπορούμε να λέγουμε ότι τις προσφέρουμε εμείς σ’ Αυτόν, γιατί του Θεού είναι τα ζώα και όχι δικά μας. Ο Θεός λέγει: «Εμά εστι πάντα τα θηρία του αγρού, κτήνη εν τοις όρεσι και βόες» (στιχ. 10). Και το ίδιο λέγει και στην συνέχεια: «Εγνωκα πάντα τα πετεινά του ουρανού» (στιχ. 11α). Το «έγνωκα» εδώ έχει την έννοια του «κέκτημαι» και λέγεται γι’ αυτούς που κέκτηνται γνώση. Του Θεού λοιπόν είναι τα πετεινά του ουρανού. Και όλα όσα υπάρχουν στους αγρούς, η βλάστηση και οι καρποί, είναι πάλι του Θεού (στιχ. 11β). Αφού λοιπόν ο Θεός τα εξουσιάζει όλα και όλα είναι δικά Του, «εάν πεινάσει», δεν θα μας πεί «δώστε μου να φάω», γιατί -λέγει ο Θεός- «εμή εστιν η οικουμένη και το πλήρωμα αυτής» (στιχ. 12). Αλλά δεν είναι αλήθεια ότι ο Θεός, που είναι ανενδεές και υπέρτατο Πνεύμα, έχει ανάγκη από τροφή, όπως παράλογα νομίζουν μερικοί ότι ο Θεός τρώγει στην πραγματικότητα κρέατα και γι’ αυτό του προσφέρουν ζωοτροφές. «Μη φάγομαι κρέα ταύρων; Ή αίμα τράγων πίομαι;», λέγει ο Θεός (στιχ. 13). Στη συνέχεια ο ψαλμός μας λέγει για το είδος θυσίας με το οποίο ευχαριστείται ο Θεός: «Θύσον τω Θεώ θυσίαν αινέσεως και απόδως τω Υψίστω τας ευχάς σου» (στιχ. 14). «Θυσία αινέσεως» σημαίνει να υμνούμε τον Θεό για τη δόξα Του, όπως οι άγγελοι. Ή, «θυσία αινέσεως» είναι οι αρετές του Θεού, διά των οποίων αινείται και δοξάζεται. «Θυσία αινέσεως» σημαίνει να έχουμε πίστη και ελπίδα στον Θεό και σ’ Αυτόν λοιπόν καταφεύγουμε και Αυτόν να επικαλούμαστε στον καιρό της θλίψεώς μας. Και σ’ εκείνον που αινεί έτσι τον Θεό, ο Θεός υπόσχεται ότι θα τον λυτρώνει και θα τον σώζει: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και εξελούμαί σε και δοξάσεις με» (στιχ. 15).
4. Αφού ο ψαλμωδός μας επέπληξε τους τυπολάτρες έρχεται τώρα να ελέγξει με μεγαλύτερη σφοδρότητα τους υποκριτές. Τους ελέγχει με μεγαλύτερη σφοδρότητα, γιατί αυτοί έχουν τη γνώση της αλήθειας του Νόμου και όμως τον παραβαίνουν και διά της παραβάσεώς τους ατιμάζουν τον Θεό, πρβλ. Ρωμ. 2,17-24. Ομιλώντας προς τους τυπολάτρες ο Θεός τους λέει «λαός μου» και ότι είναι «Θεός τους» (στιχ. 7). Τους υποκριτές όμως τους ονομάζει κατ’ ευθείαν «αμαρτωλούς» και τους θεατρίζει δημοσία. Κακό πράγμα είναι η τυπολατρεία, αλλά η υποκρισία είναι το χειρότερο κακό. Γιατί με το προσωπείο της θρησκείας η υποκρισία κλέπτει, μοιχεύει, καταλαλεί και περιφρονεί την κρίση του Θεού (στιχ. 17-19). Απευθυνόμενος προς τον υποκριτή ο ψαλμωδός μας τον επιτιμά, πως τολμά να ομιλεί για τον Νόμο του Θεού, ενώ αυτός δεν τον τηρεί και αμαρτάνει (στιχ. 16). Σε κάθε εποχή υπήρχαν στο Ισραήλ νομικοί και γραμματείς, οι οποίοι ερητόρευαν διδάσκοντας τις εντολές του Νόμου, αλλά οι ίδιοι γίνονταν παραβάτες των εντολών αυτών. Αυτοί «εμίσησαν παιδείαν και εξέβαλον τους λόγους του Θεού εις τα οπίσω» (στιχ. 17). Δηλαδή, απέρριπταν και περιφρονούσαν τα λόγια του Θεού. Και αυτοί, οι κήρυκες τάχα του λόγου του Θεού, ήταν και κλέπτες και μοιχοί και συκοφάντες και σκανδαλοποιοί (στιχ. 18-20). Και επειδή -λέγει ο Θεός στον υποκριτή-
«ταύτα εποίησας και εσίγησα» και δεν ύψωσα την χείρα μου εναντίον σου, νόμισες («υπέλαβες») ότι «έσομαί σοι όμοιος» (στιχ. 21). Οτι, δηλαδή όπως εσύ δεν ενδιαφέρεσαι για την τήρηση του Νόμου, έτσι και εγώ είμαι τάχα αδιάφορος για τις παραβάσεις σου. Οχι! Ο Θεός λέγει ότι θα «ελέγξει» τον υποκριτή και ότι θα αποκαλύψει ενώπιον όλων τις αμαρτίες του (στιχ. 21β).
5. Τελειώνει ο ψαλμός τώρα με τον επίλογό του. Ομιλεί ο ποιητής και απευθύνει συμβουλές προς τους αμαρτωλούς, τους επιλήσμονες του Θεού («οι επιλαθόμενοι του Θεού», στιχ. 22), όπως είναι αυτοί για τους οποίους μίλησε, οι τυπολάτρες και οι υποκριτές. Τους συμβουλεύει να συνέλθουν («σύνετε», στιχ. 22), να διορθωθούν, γιατί θα αντιμετωπίσουν εναντίον τους τον Θεό ως λέοντα, ο Οποίος θα τους «αρπάσει» και δεν θα υπάρχει κανείς να τους σώσει (στιχ. 22). Και ο προφήτης Ωσηέ παριστάνει τον Θεό ως λέοντα, ο οποίος επιτίθεται κατά των ανθρώπων και τους ρίπτει κατά γης και τους ξεσκίζει (Ωσ. 5,14).
Απομένει, λοιπόν, να αινούμε τον Θεό με «θυσία αινέσεως», όπως μας το είπε παραπάνω ο ψαλμός, γιατί αυτή η θυσία «δοξάζει» τον Θεό. Με αυτήν τη θυσία ο Θεός παρέχει τη σωτηρία στον άνθρωπο («το σωτήριόν μου»), λέγει τέλος ο ψαλμός μας (στιχ. 23).