Ανακοίνωση με την οποία εκφράζει την απογοήτευσή της και μια σειρά ερωτημάτων σχετικά με τα πορίσματα του μοναστικού συνεδρίου που έγινε προσφάτως στη Λευκάδα, εξέδωσε η Μητρόπολη Πειραιώς.
Η ανακοίνωση του Γραφείου επί των Αιρέσεων και των Παραθρησκειών της Μητρόπολης Πειραιώς αναφέρει:
Μπορεί να υπάρξει ορθόδοξος μοναχισμός χωρίς την ομολογιακή του διάσταση;
Όπως είναι γνωστό ο Μοναχισμός, ως προφητικός, αποστολικός και μαρτυρικός βίος, ως αγγελομίμητος πολιτεία συνεχούς μετανοίας και αφιερώσεως, αποτελεί το καύχημα και τη δόξα της Εκκλησίας μας. Ανάγει την αρχή του σ’ αυτό τούτο το Θεανδρικό πρόσωπο του Κυρίου μας, ο Οποίος έζησε ως παρθένος, ακτήμων και κατά πάντα υπήκοος στο θέλημα του ουρανίου Πατρός του, ενσαρκώνοντας στο πρόσωπό Του τις τρείς βασικές και θεμελιώδεις αρετές του Μοναχισμού, την παρθενία, την ακτημοσύνη και την υπακοή και βρίσκει την πλήρη καταξίωσή του στο πρόσωπο της Παναχράντου Δεσποίνης ημών Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας. Ο κύκλος των δώδεκα μαθητών του Κυρίου μας αποτελεί το πρώτο κοινόβιο στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας μας, οι δε μακαρισμοί και γενικότερα η επί του Όρους ομιλία αποτελούν τους πρώτους κανόνες του Μοναχισμού. Οι μοναχοί είναι οι «άγγελοι του Θεού» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο, η «διηνεκής βία της φύσεως» κατά τον άγιο Ιωάννη τον Σιναΐτη, οι «μάρτυρες τη προαιρέσει» κατά τον Μέγα Αθανάσιο, οι «συνεχιστές της μαρτυρικής Εκκλησίας» κατά τον άγιο Συμεών τον Νέο Θεολόγο, «η κόμη που κοσμεί την κεφαλή της Εκκλησίας» κατά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, «οι ευαγγελικώς ζώντες» κατά τον Ευάγριο τον Ποντικό.
Ανεκτίμητη και ανυπολόγιστη η αξία και η προσφορά του και ο ρόλος του στην εκπλήρωση της αποστολής της Εκκλησίας, αφού από τις τάξεις των μοναχών προήλθαν στη συντριπτική πλειοψηφία τους οι μεγάλοι Πατέρες της Εκκλησίας μας, κορυφαίοι επίσκοποι, ποιμένες και διδάσκαλοι του εκκλησιαστικού σώματος, πολυγραφότατοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς, φλογεροί ιεραπόστολοι, γενναίοι ομολογητές της πίστεως, που με τους αντιαιρετικούς των αγώνες και με το αίμα τους διεφύλαξαν ανόθευτη και απαραχάρακτη την αλήθεια της πίστεως από τον κίνδυνο των αιρέσεων, μουσουργοί, ποιητές και υμνογράφοι, που εισήγαγαν την βυζαντινή μουσική και τις ασματικές ακολουθίες στη λατρεία της Εκκλησίας και τέλος κορυφαίοι καλλιτέχνες της ιερής τέχνης της αγιογραφίας, που με τις απαράμιλλες εικονογραφικές τους παραστάσεις κοσμούν το εσωτερικό χώρο των ναών μας και μας ανυψώνουν προς τον Κύριο.
Τα τελευταία χρόνια με πολύ πόνο ψυχής διαπιστώνουμε από γνωστούς μοναστικούς, αλλά και οικουμενιστικούς κύκλους, μια προσπάθεια παραχαράξεως και κολοβώσεως του ρόλου και της αποστολής του Μοναχισμού. Παρατηρούμε να επιχειρείται μια προσπάθεια υπερτονισμού της ασκητικής του διαστάσεως και απομειώσεως, μέχρις αποσιωπήσεως, της ομολογιακής του διαστάσεως και εν γένει του πρωτεύοντος και κυρίαρχου ρόλου που έπαιξε ο Μοναχισμός στην καταπολέμηση των αιρέσεων. Σύμφωνα με την νοοτροπία αυτή, η αποστολή του Μοναχισμού είναι να οδηγήσει εκείνους που απαρνήθηκαν τον κόσμο και ακολούθησαν την αγγελομίμητη πολιτεία, στην κάθαρση, τον φωτισμό και την θέωση. Οι μοναχοί θα πρέπει να ασχολούνται μόνο με την άσκηση, την νήψη και την προσευχή. Ποτέ να μην διακόπτουν την ησυχία τους, να είναι τέκνα τελείας υπακοής προς τους ποιμένας των, ηγουμένους, αρχιερείς, και πατριάρχες, έστω και αν αυτοί συμβαίνει κάποτε να μην ορθοτομούν τον λόγο της αληθείας και να παρεκκλίνουν στην αίρεση. Ποτέ να μην ασχολούνται με θέματα αιρέσεων, για την αντιμετώπιση των οποίων είναι αρμόδιοι οι αρχιερείς και άλλα κατάλληλα πρόσωπα, που ορίζονται από αυτούς. Την αρρωστημένη αυτή νοοτροπία και αντίληψη διαπιστώνουμε σε λόγους και ομιλίες γεροντάδων και ηγουμένων, αγιορειτών και μη, αλλά και αρχιερέων σε Συνέδρια, Ημερίδες και άλλες συνάξεις και το γεγονός αυτό μας έδωσε την αφορμή να δημοσιεύσουμε προ ετών σχετικό άρθρο με τίτλο: «Η ομολογιακή διάσταση του Ορθοδόξου μοναχισμού και η σύγχρονη πραγματικότητα», (25.1.2016).
Το ίδιο αυτό θλιβερό φαινόμενο, δυστυχώς, της αρρωστημένης αυτής νοοτροπίας με πολύ πόνο διαπιστώσαμε σε πρόσφατο Μοναστικό Συνέδριο και μάλιστα πανελληνίου εμβελείας, που πραγματοποιήθηκε στην Ιερά Μονή Φανερωμένης Λευκάδος, στις 22-23 Σεπτεμβρίου, με γενικό θέμα: «Ο Ορθόδοξος Μοναχισμός και οι σύγχρονες μορφές Μοναχικής Πολιτείας», αφιερωμένο στους αειμνήστους Μητροπολίτες Λευκάδος & Ιθάκης κυρόν Νικηφόρον και Κερκύρας & Παξών κυρόν Πολύκαρπον. Σύμφωνα με πληροφορίες από το διαδίκτυο, (ιστ. «Ακτίνες», κ.α.), στο Συνέδριο συμμετείχαν αρχιερείς, πολλοί ηγούμενοι, αγιορείτες και μη, ηγουμένισσες, αρχιμανδρίτες, ιερομόναχοι, μοναχοί και μοναχές εκ των μεγαλυτέρων και πλέον γνωστών Μονών της Ελλάδος, λοιποί κληρικοί, καθηγητές της Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. και άλλοι εκπαιδευτικοί. Αναγνώσθηκαν 19 εισηγήσεις, στις οποίες οι ομιλητές ανέπτυξαν πτυχές του μοναχικού βίου και σύγχρονες μορφές κληρικών και μοναχών, που παρουσιάσθηκαν ως πρότυπα μοναχικής ζωής και ως πρόσωπα, που βίωσαν αυθεντικά και υποδειγματικά την μοναχική ζωή στην εποχή μας. Από τις περιλήψεις των εισηγήσεων, υπό τύπον πορισμάτων, που δημοσιεύθηκαν πήραμε μια εικόνα γύρω από το περιεχόμενο των εισηγήσεων. Τα πορίσματα καταλήγουν, μεταξύ άλλων, στα εξής γενικά συμπεράσματα: «Στις εργασίες του Συνεδρίου τονίστηκε ότι ο Ορθόδοξος Μοναχισμός με την μακραίωνη παράδοσή του καλλιέργησε και διατήρησε την ευαγγελική και αποστολική αλήθεια. Βασικά στοιχεία του μοναχικού βίου είναι το μαρτύριο της συνειδήσεως, αλλά και το μαρτυρικό φρόνημα. Η εξωτερική, αλλά κυρίως η εσωτερική ησυχία. Η ανάκληση του ασώτου νοός από την εξωστρέφεια και η επάνοδός του στην καρδιά και εν συνεχεία η ολοσχερής στροφή διά της νοεράς προσευχής στον τριαδικό Θεό». Σύμφωνα με σχετικό δημοσίευμα – κριτική του θεολόγου κ. Δημ. Αναγνώστου: «Είναι άξιο απορίας και προβληματισμού το γεγονός, ότι ενώ ζούμε σε εποχή γενικής αποστασίας, συγκρητισμού και πολεμικής κατά της Ορθοδόξου Πίστεως, έξωθεν και έσωθεν, ουδείς και ουδεμία εκ των ομιλητών και ομιλητριών στο εν λόγω Συνέδριο δεν αναφέρθηκε στην Πίστη, την αξία και τη σημασία της, αλλά και την αναγκαιότητα προασπίσεώς της. Πολλώ δε μάλλον, όταν, σύμφωνα με την παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ο Ορθόδοξος Mοναχισμός υπήρξε διαχρονικώς όχι μόνον ακριβής φύλαξ, αλλά και υπερασπιστής αυτής, πρωτοπόρος δε στην αντιμετώπιση των αιρέσεων κατά τις περιόδους όταν η Πίστις ήταν το κινδυνευόμενον».
Με βάση τα παρά πάνω, το πρώτο που μπορούμε να συμπεράνουμε, σχετικά με το Συνέδριο αυτό, είναι ότι η περί Μοναχισμού εικόνα που μας έδωσε, είναι κολοβωμένη, αφού προβλήθηκε μόνο η ασκητική του διάσταση, ενώ αποσιωπήθηκε η ομολογιακή. Όσο για τα πρόσωπα που προβλήθηκαν ως πρότυπα μοναχικής ζωής και ως παραδείγματα προς μίμηση, διερωτώμεθα, εάν και κατά πόσον ανταποκρίνονται στο βίο και στους αντιαιρετικούς αγώνες των αρχαίων μεγάλων οσίων της Εκκλησίας μας, οι οποίοι ως γνωστόν, παράλληλα με την άσκηση και την βίωση της μοναχικής τελειώσεως, αγωνίστηκαν με ζήλο και μαρτυρικό φρόνημα, (μερικοί μάλιστα εξ’ αυτών μέχρις αίματος), για την καταπολέμηση των αιρέσεων της εποχής των. Διερωτώμεθα εάν και κατά πόσον τα προβληθέντα πρόσωπα διέκριναν και επεσήμαναν τις σύγχρονες αιρέσεις της εποχής μας και μάλιστα την φοβερότερη από όλες, την παναίρεση του Οικουμενισμού. Διερωτώμεθα, εάν και κατά πόσον τα πρόσωπα αυτά, παράλληλα με την άσκηση και την προσευχή στα μοναστικά περιβάλλοντα στα οποία έζησαν, θεώρησαν χρέος τους, να αγωνιστούν με όλες τις δυνάμεις τους και να κάνουν το παν για την καταπολέμησή του. Διερωτώμεθα εάν και κατά πόσον προσπάθησαν να προφυλάξουν το ποίμνιό τους από τον κίνδυνο της φοβερής αυτής αιρέσεως με συγγράμματα και αντιαιρετικά φυλλάδια, με ομιλίες, σε Συνέδρια και Ημερίδες, με δημοσιεύσεις στα ΜΜΕ και με κάθε άλλο πρόσφορο μέσο. Εάν και κατά πόσον κατέφυγαν στη διοικούσα Εκκλησία και ζήτησαν τη συνοδική καταδίκη και εκείνων που αμετανοήτως την προωθούν. Εάν και κατά πόσον διακινδύνευσαν, ή θυσίασαν το αρχιερατικό, ή το ηγουμενικό τους αξίωμα, προκειμένου να στηλιτεύσουν αιρετικές διδασκαλίες και πλάνες επωνύμων οικουμενιστών. Αν εξαιρέσουμε τον πρώην καθηγούμενο της Ιεράς Μονής Γρηγορίου κυρό Γεώργιο Καψάνη, είναι ζήτημα, αν τα άλλα από τα προβληθέντα πρόσωπα ως πρότυπα μοναχικής ζωής, υπήρξαν παράλληλα και σπουδαίοι αγωνιστές και ομολογητές της πίστεως και πολέμιοι του Οικουμενισμού.
Και για να μιλήσουμε πιο συγκεκριμένα, μπορούν να συγκριθούν τα προβληθέντα στο εν λόγω Συνέδριο πρόσωπα, με τον Μέγα Αντώνιο, ο οποίος συχνά κατέβαινε στην Αλεξάνδρεια για να ενισχύσει τον αντιαιρετικό αγώνα της Εκκλησίας κατά της φοβερής αιρέσεως του Αρείου; Μπορούν να συγκριθούν με τους μοναχούς της εποχής που η εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Αρειανισμού, οι οποίοι είχαν τόσο θερμή πίστη και τόσο ακμαίο ομολογιακό φρόνημα, ώστε εάν «παρουσιαζόταν ανάγκη, προτιμούσαν με προθυμία περισσότερο τον θάνατο, παρά να αποδεχθούν κάποια αλλοίωση σε έστω και ένα από τα Ορθόδοξα δόγματα της Συνόδου της Νικαίας»; (Νικηφόρου Καλλίστου Εκκλησιαστική ιστορία, P.G.146,653B-D). Μπορούν να συγκριθούν με τον άγιο Εφραίμ τον Σύρο, ο οποίος αποδοκίμαζε τις αιρέσεις του Σαβελλίου και του Αρείου και κατεπολέμησε επίσης τόσο πολύ το παράλογο δόγμα του Απολλιναρίου, ώστε έκανε το παν για να το ξεριζώση από κάθε χριστιανική ψυχή; Σύμφωνα με τον βιογράφο του: «έφραξε ακόμη και τα απύλωτα στόματα των αιρετικών ανομοίων με πολλά επιχειρήματα και αγιογραφικά χωρία» (Εγκώμιον εις τον όσιον πατέρα Εφραίμ, P.G. 46,825C-828A). Μπορούν να συγκριθούν με τον όσιο Σάββα τον ηγιασμένο, οποίος κατά την εποχή που η Εκκλησία μαστιζόταν από την αίρεση του Μονοφυσιτισμού, «προσέτρεξε εσπευσμένως σύρων όπισθεν αυτού τους μοναχούς της ερήμου, [περίπου 10.000 τον αριθμό], ως ατρομήτους της Ορθοδοξίας προμάχους»; (Νικηφόρου Καλλίστου Εκκλησιαστική ιστορία, PG. 147,188). Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο βιογράφος του, «επί κεφαλής αυτών εισέρχεται εις Ιερουσαλήμ, εξεγείρει τον λαόν αυτής, αποδιώκει τους απεσταλμένους του Σεβήρου και αναθεματίζει αυτόν τε και τον υποστηρίζοντα αυτόν Αναστάσιον τον προστάτην της αιρέσεως τύραννον», (Νικηφόρου Καλλίστου, ό.π. σελ.188). Μπορούν να συγκριθούν με τον όσιο Στέφανο τον Νέο, ο οποίος έχυσε το αίμα του υπέρ των αγίων εικόνων, ή με τον άγιο Θεόδωρο τον Στουδίτη και με πλείστους άλλους αγίους ασκητές και οσίους, που εξορίστηκαν από τα Μοναστήρια τους και υπέμειναν τα πάνδεινα την περίοδο της εικονομαχίας; Μπορούν να συγκριθούν με τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, ο οποίος επί τέσσερα χρόνια φυλακίστηκε από τον λατινόφρονα Πατριάρχη Καλέκα, ή με τους αγίους οσιομάρτυρες αγιορείτες Πατέρες τους επί του λατινόφρονος Πατριάρχου Βέκου μαρτυρήσαντας, ή με τον άγιο Μάρκο τον Ευγενικό; Μπορούν τέλος να συγκριθούν με τον όσιο Υπάτιο, τον όσιο Δαλμάτιο, τον όσιο Ισίδωρο τον Πηλουσιώτη, τον άγιο Μάρκο τον ασκητή, τον άγιο Κασσιανό τον Ρωμαίο, τον άγιο Νείλο τον σοφό, τον άγιο Σωφρόνιο, τον άγιο Μάξιμο τον ομολογητή και πολλούς άλλους, ων τα ονόματα εν βίβλω ζωής;
Εάν η εικόνα που μας έδωσαν οι εισηγητές στο εν λόγω Συνέδριο για τα παρά πάνω προβληθέντα πρόσωπα ως πρότυπα μοναχικής ζωής, είναι μια εικόνα μοναχών, ή κληρικών που καλλιέργησαν μονομερώς την άσκηση και την ποιμαντική, ενώ παρέμειναν ψυχροί και αδιάφοροι απέναντι στις αιρέσεις της εποχής μας και μάλιστα στην πιο επικίνδυνη από όλες, την παναίρεση του Οικουμενισμού, τότε δεν αξίζει να αποτελούν πρότυπα μοναχικής ζωής. Εάν τα πρόσωπα αυτά από φόβο και δειλία, μήπως μπουν σε περιπέτειες και κινδύνους, εσιώπησαν ενόχως, τότε όχι μόνο δεν θα έπρεπε να προβάλλονται και να τιμώνται ως πρότυπα μοναχικής ζωής, αλλά να θεωρούνται και ως παραδείγματα προς αποφυγή. Να θεωρούνται ως πρόσωπα, που καλλιέργησαν ένα Μοναχισμό δικής τους εμπνεύσεως, ξένο προς τον Μοναχισμό της Ορθοδόξου μοναχικής μας Παραδόσεως. Ένα Μοναχισμό αλλοτριωμένο, κολοβωμένο, ασπόνδυλο, άνευρο, τύπου Γκουρουϊσμού, ξένο προς το θυσιαστικό ήθος των μοναχών, τον ηρωϊσμό και την αυτοθυσία τους, τα βασανιστήρια και τις εξορίες που υπέμειναν για την καταπολέμηση των αιρέσεων, ένα Μοναχισμό που αγνοεί το χρέος της ομολογίας μέχρι θανάτου, σύμφωνα με τον λόγο του Κυρίου μας «Πας ουν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς», (Ματθ.10,32).
Πέραν αυτών τίθενται τα ερωτήματα: Γιατί άραγε οι διοργανωτές του Συνεδρίου δεν συμπεριέλαβαν στο πρόγραμμα του Συνεδρίου την παρουσίαση αληθινά μεγάλων συγχρόνων Γερόντων, όπως ο άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς, ο άγιος Νικόλαος Αχρίδος (Βελιμίροβιτς), ο άγιος Γέροντας π. Φιλόθεος Ζερβάκος, ο Γέροντας π. Αθανάσιος Μυτιληναίος, ο Γέροντας π. Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος, ο Γέροντας π. Σεραφείμ Ρόουζ, κ. α. οι οποίοι παράλληλα με την υποδειγματική μοναστική τους ζωή υπήρξαν και σθεναροί ομολογητές της Ορθοδόξου πίστεως και πολέμιοι του Οικουμενισμού; Γιατί δεν ανετέθη σε ειδικό εισηγητή η παρουσίαση του Οικουμενισμού και η μέχρι σήμερα εξέλιξή του; Γιατί δεν τονίστηκε η υποχρέωση και το καθήκον των μοναχών να αγωνίζονται κατά της παναιρέσεως αυτής, η οποία «στρώνει το χαλί» του Αντιχρίστου και προετοιμάζει την μιαρή θρησκεία του; Γιατί δεν ανετέθη εισήγηση, η οποία θα αξιολογούσε από Ορθόδοξη σκοπιά την «Σύνοδο» της Κρήτης; Η απάντηση στα παρά πάνω ερώτημα είναι προφανής: Ο βίος και οι αγώνες των ως άνω οσιακών μορφών, αλλά και η παρουσίαση τέτοιου είδους εισηγήσεων θα αποτελούσαν δριμύτατο έλεγχο για την απραξία, τον φόβο και την δειλία πολλών.
Πέραν αυτών θα περιμέναμε από τους διοργανωτές του Συνεδρίου να αναθέσουν σε ειδικούς εισηγητές θέματα, τα οποία άπτονται των σημερινών μεγάλων προκλήσεων, όπως είναι το σύγχρονο αλγεινό φαινόμενο του εφησυχασμού και της εν πολλοίς εκκοσμικεύσεως του Μοναχισμού. Τα Μοναστήρια μας σήμερα δυστυχώς τείνουν να καταντήσουν τουριστικοί προορισμοί και τόποι συνάντησης προσκυνητών με κάποιους αξιοπερίεργους «Γέροντες», κάτι σαν τους ινδουιστές γκουρού, οι οποίοι προαναγγέλλουν τα μέλλοντα και τα έσχατα. Να αναθέσουν ακόμη εισήγηση για το μεγάλο καινοφανές πρόβλημα των μικτών μοναστικών κοινοτήτων, τα οποία μας ήρθαν από την αιρετική Δύση. Επίσης μια άλλη εισήγηση η οποία θα στηλίτευε την απόπειρα νόθευσης της γνησίας Ορθόδοξης πνευματικότητας με την ψεύτικη, οικουμενιστικής εμπνεύσεως, η οποία καλλιεργείται σε «Μονές» των αιρετικών παπικών, όπως αυτές του Μπόζε και του Ταϊζέ, στις οποίες συρρέει πλήθος Ορθοδόξων μοναχών και μοναζουσών, προκειμένου να συμμετάσχουν στα Συνέδριά τους, τα οποία υποτίθεται έχουν σκοπό να γνωρίσουν και να προάγουν την Ορθόδοξη πνευματικότητα.
Κλείνοντας εκφράζουμε με πολύ πόνο ψυχής την απογοήτευσή μας για το Συνέδριο της Λευκάδος, καθ’ όσον παραθεώρησε το σπουδαιότερο και ουσιαστικότερο γνώρισμα, που χαρακτηρίζει τον Ορθόδοξο Μοναχισμό, που τον διαφοροποιεί διαμετρικά από άλλους «Μοναχισμούς» αιρετικών και αλλοθρήσκων, που είναι ακριβώς η ομολογιακή και αγωνιστική του διάσταση. Δεν μπόρεσαν δυστυχώς οι διοργανωτές του Συνεδρίου να συνειδητοποιήσουν, ότι Μοναχισμός χωρίς αγώνες και θυσίες για την διαφύλαξη της πίστεως εν καιρώ αιρέσεων, όπως η δική μας, δεν είναι Ορθόδοξος Μοναχισμός, αλλά κάτι σαν Γκουρουϊσμός, ή βουδιστικός Μοναχισμός. Δεν μπόρεσαν δυστυχώς να συνειδητοποιήσουν, ότι η πίστη είναι πάνω από όλα, είναι το εν «ου έστι χρεία» (Λουκ.10,42). Αν χαθεί η πίστη, χάνονται όλα τα άλλα. Χωρίς την Ορθόδοξη πίστη, ως προϋπόθεση, δεν υπάρχει ούτε αληθινός Μοναχισμός, ούτε αληθινή Ιεραποστολή, ούτε αληθινή Ποιμαντική, ούτε αληθινή άσκηση, ούτε αληθινή λατρεία, ούτε αληθινά μυστήρια, ούτε αγιασμός, ούτε σωτηρία. Δεν υπάρχει τίποτε, απολύτως τίποτε!!! Και αν ακόμη κάποιος νηστεύει κάθε μέρα, και αν ακόμη προσεύχεται από το πρωί ως το βράδυ και από το βράδυ ως το πρωΐ, και αν ακόμη κοινωνεί κάθε μέρα, και αν ακόμη κάνει ελεημοσύνες μεγάλες και σπουδαίες, και αν ακόμη κάνει ιεραποστολή, οτιδήποτε και αν κάνει, χωρίς την Ορθόδοξη πίστη, δεν έχουν καμία αξία όλα αυτά ενώπιον του Θεού.