Tου Μητροπολίτη Σύρου κ. Δωρόθεου Β’
Η λέξη «φόρος», με τα συνώνυμα, τα σύνθετα και τα παράγωγά της, έχει κυριαρχήσει πλέον στην καθημερινότητά μας και έχει απομυζήσει κάθε ενεργητικότητά μας, καθώς όλοι, άλλος περισσότερο, άλλος λιγότερο, ζούμε υπό τη Δαμόκλειο σπάθη της επινόησης και επιβολής νέων φόρων, που θα μας κάνουν φτωχότερους…
Που θα μας κάνουν φτωχότερους!
Σ’ αυτή τη διαπίστωση, όμως, βρίσκεται και η ρίζα του σημερινού μας προβλήματος!
Γιατί, ποτέ δεν ταυτίσαμε τον εαυτό μας με το σύνολο, το άτομο με την κοινωνία, τον πολίτη με την πολιτεία, τον Ελληνα με την Ελλάδα!
Χρόνια ζούσαμε με την ψευδαίσθηση ότι άτομο και σύνολο ήταν κύκλοι απλά εφαπτόμενοι, ότι η ατομική ευημερία μπορεί να επιτευχθεί ανεξάρτητα από την κοινή ευημερία, συχνά και εις βάρος της…
Ακόμα και σήμερα, επιβάτες ενός πλοίου, που μια δεκαετία τώρα κλυδωνίζεται, δεν νοιαζόμαστε πώς θα σωθεί το πλοίο, αλλά πώς εμείς θα περάσουμε καλά, αγνοώντας ότι ο «Τιτανικός» παρέσυρε στον βυθό πλούσιους και φτωχούς, αγνοώντας ότι το άτομο μπορεί να ευημερήσει μόνο όταν και η κοινωνία ευημερεί!
Φόροι, με την έννοια της συνεισφοράς των πολιτών στις δαπάνες του κοινού, υπήρχαν πάντοτε, όχι, όμως, πάντα σαν καταναγκαστική πρακτική, αλλά σαν μια ενέργεια κατ’ εξοχήν πολιτική!
Στην Αρχαία Ελλάδα ο σημερινός τρόπος φορολόγησης ήταν κάτι το αδιανόητο, δεδομένου ότι άμεσους φόρους πλήρωναν μόνο οι δούλοι και οι ξένοι.
Οι ελεύθεροι πολίτες, κατ’ εξοχήν στη Δημοκρατούμενη Αθήνα, δεν φορολογούνταν άμεσα. Τα έσοδα της πόλης προέρχονταν κυρίως από την έμμεση φορολογία, από τους δασμούς, τους οποίους εισέπραττε από τα εισαγόμενα είδη πολυτελείας, που φυσικά βάρυναν τους πλουσιότερους πολίτες.
Η ευαισθησία των αρχαίων Αθηναίων διαφαίνεται και από την περίπτωση των λειτουργιών, μιας έμμεσης φορολογίας, ενός τιμητικού τρόπου φορολόγησης των πλούσιων πολιτών, μέσω της υποχρέωσής τους να αναλάβουν και να χρηματοδοτήσουν έργα δημοσίου συμφέροντος, όπως διπλωματικές αποστολές, θεατρικές παραστάσεις, ναυπήγηση πολεμικών πλοίων, κλπ., που όμως, τους ενέπνεε υπερηφάνεια, καθώς πρόσφεραν ένα μέρος της περιουσίας τους προς όφελος της πόλης.
Πόσο, λοιπόν, τυχαίο είναι ότι ενώ η λέξη φόρος είναι γνωστή από την Αρχαιότητα, οι σύνθετές της, όπως «φοροφυγάς», «φοροδιαφυγή», «αφορολόγητος», μαρτυρούνται μόνο στη νεότερη εποχή;
Σε μια εποχή, που μετέτρεψε την τιμητικότερη από τις αρχαίες λειτουργίες, τη χορηγία, στην απεχθέστερη μορφή φορολογίας, το χαράτσι…
Και είναι λογικό!
Οταν το άτομο βλέπει το Κράτος ως εχθρό και το Κράτος τον πολίτη του ως αντίπαλο, τότε και η έννοια των λέξεων διαφθείρεται, τότε και η λέξη «χορηγία» παραφθείρεται σε «χαράτσι» διαστρέφεται!
Και έτσι, η λέξη «χαράτσι» εισέβαλε ορμητικά στην καθημερινότητά μας, σε τέτοιο βαθμό, που να νομίσει κανείς ότι ζούμε ακόμα υπό καθεστώς Τουρκοκρατίας, γεγονός, που πρέπει να μας προβληματίσει έντονα, έστω και αν χρησιμοποιείται ασυναίσθητα!
Από την άλλη, όμως, αυτή η εστίαση της προσοχής, του ενδιαφέροντος και των συζητήσεων στην αύξηση των φόρων, δεν μας επιτρέπει να διακρίνουμε και έναν άλλο, αφανή μεν, αλλά χειρότερο φόρο, τον φόρο του πνεύματος.
Στην Τουρκοκρατία, εκτός από τον κεφαλικό φόρο, τον φόρο του χρήματος, ο Ελληνισμός κατέβαλε, επί δύο και πλέον αιώνες, και τον επαχθέστερο φόρο του αίματος, με το περίφημο «παιδομάζωμα».
Ο κατακτητής στερούσε από τον Ελληνισμό την ικμάδα του, αφαιρώντας του τους υγιέστερους και ευφυέστερους βλαστούς του, τους οποίους «εκκέντριζε», ενσωμάτωνε, στο σύστημά του, το οποίο, έτσι, φυλετικά και πνευματικά, ενίσχυε.
Στο διάστημα κατά το οποίο λειτούργησε ο απαίσιος αυτός θεσμός, ο Ελληνισμός στερήθηκε εκατοντάδες χιλιάδες νέους, και μάλιστα τους ικανότερους, με αποτέλεσμα, αν συνεχιζόταν, να κινδυνεύσει αυτή η ίδια η υπόστασή του.
Αλλά και σήμερα ο Ελληνισμός πληρώνει ένα βαρύ φόρο, ασύγκριτα επαχθέστερο από το κάθε «χαράτσι»!
Είναι ο φόρος του πνεύματος!
Είναι η απώλεια των ευφυέστερων και ικανότερων και δυναμικότερων νέων μας, που μεταναστεύουν στο εξωτερικό, στερώντας την Ελλάδα από τα πολυτιμότερα και αποδοτικότερα κεφάλαια, που διαθέτει!
Οι νέοι μας φεύγουν!
Φεύγουν, όχι αρπαγμένοι από τον κατακτητή, αλλά καταδιωγμένοι από μια κοινωνία, που τους αρνείται το δικαίωμα στο όνειρο, από μια νοοτροπία κατ’ εξοχήν αντινεανική!
Οι νέοι μας φεύγουν κι εμείς τους αποχαιρετούμε, άβουλοι, όπως πάντα, και δειλοί…
Και χαιρόμαστε, που θα πάνε σε μια ξένη χώρα, όπου θα μπορέσουν να δράσουν, να δημιουργήσουν, να εξελιχθούν και να ευημερήσουν, αντί να ντρεπόμαστε, που κρατάμε εμείς το γιαταγάνι του διωγμού…
Αντί να φοβόμαστε τη μέρα, που αργά ή γρήγορα θα ‘ρθεί, που η οικονομική κρίση θα έχει ξεπεραστεί, αλλ’ η Ελλάδα δεν θα έχει τότε σε ποιόν το μέλλον της να εμπιστευθεί!