Toυ Μ. Γ. ΒΑΡΒΟΥΝΗ
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Ενα από τα φαινόμενα που κυριαρχούν στη σύγχρονη ελληνική λαϊκή εθιμοταξία είναι εκείνο της παρακοής των πιστών προς την Εκκλησία. Της συστηματικής δηλαδή συνέχισης εθίμων και εθιμοταξιών που διακρίνονται για δεισιδαίμονες τάσεις ή για παραβίαση των σχετικών με την εκκλησιαστική τάξη, με κυριότερο και χαρακτηριστικότερο παράδειγμα εκείνο της τήρησης της νηστείας, ιδίως σε μέρες εορτής αγίων, όταν λ.χ. η Εκκλησία έχει καθιερώσει κατάλυση οίνου και ελαίου σε μέρα νηστείας, όχι όμως και κρέατος και γαλακτοκομικών προϊόντων. Το πανηγυρικό έδεσμα της «γιορτής» στη Σάμο, που ενίοτε οι κάτοικοι επιμένουν να παρασκευάζουν με κρέας αντί για τα παραδοσιακά καθιερωμένα ρεβίθια την Τετάρτη ή την Παρασκευή, αποτελεί ενδεικτική περίπτωση.
Η θρησκευτική λαογραφία, που μελετά συστηματικά τη λαϊκή θρησκευτικότητα, μας δείχνει ότι ο άνθρωπος του λαού κατά κανόνα κατασκευάζει ένα δικό του λατρευτικό σύστημα, σε πολλά σημεία αντίθετο απ’ όσα η Εκκλησία διδάσκει, στην τήρηση του οποίου πεισματικά εμμένει. Κι αυτό ενίοτε δημιουργεί συγκρουσιακές σχέσεις με τους κληρικούς, καθώς οι πιστοί χρησιμοποιούν ως επιχείρημα εγκυρότητας και γνησιότητας των δικών τους συνηθειών το ότι έτσι έπρατταν και οι πρόγονοί τους, ασχέτως αν αυτό τις περισσότερες φορές είναι ανακριβές ή ψευδές, όπως δείχνουν οι πληροφορίες που διαθέτουμε.
Δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι τα ζητήματα της ελληνορθόδοξης παράδοσης συνδέονται συχνότατα με θέματα ταυτότητας, τοπικής και πολιτισμικής, κι αυτό εν μέρει δικαιολογεί την ύπαρξη τέτοιων αντιστάσεων στις αλλαγές. Στο πλαίσιο αυτό, λόγω συνθηκών, είτε λόγω αγνοίας παλαιοτέρων ιερέων, είτε για συγκεκριμένους ιστορικούς και πολιτισμικούς σκοπούς, έχουν διαμορφωθεί τοπικά τελετουργικά πρακτικά, στα οποία έχουν ενσωματωθεί όχι μόνο δεισιδαίμονες ή έλκουσες την καταγωγή από το απώτερο παγανιστικό προχριστιανικό παρελθόν συνήθειες, αλλά και προσωπικές στρατηγικές. Οι τελευταίες συχνά έχουν να κάνουν με τον προσπορισμό κοινωνικού γοήτρου μέσω της συμμετοχής σε συγκεκριμένες τελετουργικές μορφές που αφορούν όλη την κοινότητα, και με τη σειρά τους συνδέονται συχνά με τα πολιτικά δίκτυα πελατειακών σχέσεων, τα οποία ως γνωστόν λυμαίνονται τον ελληνικό πολιτικό και κοινωνικό χώρο, ήδη από τις απαρχές ίδρυσης και λειτουργίας του ελεύθερου ελληνικού κράτους.
Ολα αυτά εξηγούν βέβαια τις αντιστάσεις που διαπιστώνονται όταν επιχειρηθεί η αντικατάσταση αυτών των λανθασμένων από εκκλησιαστική άποψη τελετουργικών φαινομένων, δεν δικαιολογούν όμως το μένος των πιστών, που συχνά διαπιστώνεται και εκδηλώνεται. Αυτό το τελευταίο στηρίζεται στην εγωιστική πίστη ότι η συγκεκριμένη κοινότητα κατέχει την απόλυτη αλήθεια, και ότι κάθε προσπάθεια αλλαγής ή διαφοροποίησης σχετίζεται με συνωμοτικές σχεδόν κινήσεις που έχουν στόχο την αλλοίωση της φυσιογνωμίας του τόπου και του πολιτισμού των ανθρώπων.
Στηρίζεται ακόμη στο φαινόμενο της «απαξίωσης των αξιών», που η ηθικά και κοινωνικά καταστρεπτική δεκαετία του ‘80 εισήγε στην ελληνική κοινωνία, στα πλαίσια μις κακώς νοούμενης εφαρμογής της αρχής της ισότητας, που δυστυχώς κατέληξε σε ισοπέδωση και εμπέδωση της ενδιάθετης στον λαό μας τάσης του «ξερολισμού». Στα πλαίσια αυτά, δεν αναγνωρίζεται στον ιερέα ή στον επίσκοπο το δικαίωμα να ξέρει περισσότερα και να συμβουλεύει ή να υποδεικνύει στους πιστούς τους ορθούς δρόμους και τις ανάλογες πρακτικές της θείας λατρείας, στο όνομα του ότι την ίδια κακή συνήθεια πιθανότατα τηρούσαν και οι πρόγονοι των κατοίκων, άρα το συγκεκριμένο στοιχείο ανήκει στα περιεχόμενα της «τοπικής παράδοσης». Μιας παράδοσης που ο καθένας διαμορφώνει κατά το δοκούν και το συμφέρον, δίνοντάς της τα περιεχόμενα που κάθε φορά τον βολεύουν, χωρίς ωστόσο να έχει τις γνώσεις ή την πείρα για να υποστηρίξει όσα λανθασμένα πρεσβεύει. Εν προκειμένω το παράδειγμα της Σάμου που προαναφέρθηκε, είναι και πάλι απολύτως ενδεικτικό.
Απέναντι σε αυτά πώς πρέπει να αντιδράσει ο ιερέας; Πρέπει να ανεχθεί το λάθος, ή οφείλει να επιχειρήσει τη διόρθωσή του, και πώς πρέπει να το κάνει αυτό; Δεν χωρεί αμφιβολία για το ότι μόνο στο τελευταίο σκέλος των παραπάνω ερωτημάτων χωρούν διαφορετικές απόψεις, τα προηγούμενα δύο είναι αυταπόδεικτα. Και επίσης δεν υπάρχει διχογνωμία για το ότι πρόκειται για μείζον ποιμαντικό ζήτημα, που οφείλει να απασχολήσει συστηματικά τους επισκόπους και την Εκκλησία μας σε κεντρικό επίπεδο, και με τον πλέον επίσημο τρόπο.
Γι’ αυτό και θα χρειαστεί μελλοντικά να επανέλθουμε στο φλέγον αυτό ζήτημα.