Του Σταύρου Γουλούλη
Αν ήταν να απαντηθεί το ερώτημα «πότε δημιουργήθηκε ο κόσμος μας», αυτή είναι η εποχή του Μ. Κωνσταντίνου (306-337). Ευτύχησε να ζει τότε ένας Μεγας, δηλαδή ηγέτης, προσφέροντας λύσεις που κανείς δεν μπορεί δώσει στην εποχή του. Αν ο ευρωπαϊκός κόσμος είναι εξέλιξη του ελληνορωμαϊκού (509/8 π.Χ. κ.ε. ρωμαϊκή και αθηναϊκή δημοκρατία), ως προς τον πολιτισμό και τη συνέχειά του, ο Κωνσταντίνος είναι στη μέση. Δημιούργησε την τομή, μετάβαση από τον Αρχαίο κόσμο στους Μέσους χρόνους. Συνέχισε εκεί που σταμάτησε ο Διοκλητιανός, αναμορφώνοντας τα πάντα: διοίκηση,στρατό-άμυνα,νομοθεσία. Κι εκείνος ήταν άξιος ηγέτης, αλλά πιστεύοντας ότι αποτελεί ενσάρκωση του Δία, προσπαθούσε να αναστήσει το ρωμαϊκό κράτος που κυβερνούσε -υποτίθεται- ο νικητής Δίας του Καπιτωλίου της Ρώμης, αλλά αυτό κατέληξε, στο πρόγραμμα του γαμπρού του Γαλερίου, στροφή στα απόλυτα περσικά πολιτειακά πρότυπα, φίμωση της Δικαιοσύνης-Συγκλήτου!
Ο Κωνσταντίνος είχε άλλη πορεία, ασπάσθηκε τον Χριστιανισμό, ο οποίος και εξέφραζε τον ανοικτό ψυχικό του κόσμο, επιθυμώντας ένα κράτος ομοίως ανοικτών οριζόντων, που θα ένωνε το κήρυγμα της αγάπης, της ισότητας πολιτών και εθνών, η δικαιοσύνη, αλλά και η τιμή προς την εξουσία του Καίσαρος. Ο Σταυρός και οι Μάρτυρες νέα ηρωϊκά πρότυπα για τη Ρώμη θα συνέβαλαν στην ένωση. Τους θαύμαζε που θυσίαζαν τη ζωή τους για το πιστεύω τους. Ηταν μαρτυρία, απόδειξη της αλήθειας της πίστεώς των. Ο Χριστιανισμός δεν ήταν μαζική έκφραση όπως των παγανιστών. Είναι εκπληκτικό ότι ο κόσμος βρισκόταν ως προς τους θεσμούς του κράτους σε μία φάση εξέλιξης από την πιεστική μαζικότητα της παγανιστικής θρησκείας στην ελεύθερη θρησκευτική δράση του προσώπου. Στο εξής η μάζα θα επηρεάζεται από την προσωπικότητα και όχι το αντίστροφο όπως συνέβαινε ως τότε, όταν Αλήθεια ήταν το πιστεύω των πολλών.
Γι’ αυτόν τον λόγο ο Χριστιανισμός υπήρξε αρχικά προσωπική θρησκεία του Κωνσταντίνου, έγινε αυτοκρατορική λατρεία. Την εξέλιξη αποκαλύπτει ο Ευσέβιος στον Βίο του Κωνσταντίνου, ανά πενταετίες: 315 (10χρονα εξουσίας) στήνοντας το άγαλμά του φέροντας Σταυρό, τους μήνες δε αυτούς οργάνωσε την πρώτη μεγάλη οκταήμερη γιορτή στον Σταυρό και τους Μάρτυρες. 325 σύγκληση Οικουμενικής Συνόδου στη Νίκαια, για να ενοποιηθεί η χριστιανική πίστη, να οργανωθεί η λατρεία σε όλο το κράτος. 330 εγκαἰνια της νέα πρωτεύουσας Κων/πολης. 335, ακόμη πιο ανατολικά, στην Ιερουσαλήμ, εγκαίνια του νέου θρησκευτικού κέντρου του κόσμου.
Μέχρι τότε, δύο αιώνες πριν, η πόλη λεγόταν AeliaCapitolina, δηλαδή πόλη του Δία του Καπιτωλίου Ρώμης, όπως την έκτισε ο Αίλιος Αδριανός (π.135), φέρνοντας εκεί εποίκους, ακόμη και Χριστιανούς εξ εθνών. Ο Κωνσταντίνος την έχτισε εξ αρχής, της απέδωσε το παλαιό όνομα Ιερουσαλήμ, ενώ οικοδόμησε και τη βασιλική του Παναγίου τάφου. Το συγκρότημα εγκαινίασε στις 13 Σεπτεμβρίου 335. Την επομένη, στις 14 Σεπτεμβρίου, ύψωσε τον Σταυρό του Χριστού παγκοσμίως. Είχε ολοκληρώσει τον κύκλο του.
Τα εγκαίνια απλώς σήμαιναν είσοδο των επισήμων και του λαού στον χώρο του ναού. Ρωμαίος αυτοκράτορας ο κτίτορας, ρωμαϊκό και το κτίριο. Ρωμαϊκός και ο επίσημος χρόνος, για να συνδεθεί θεσμικά με τη νέα οικουμενική πραγματικότητα. Η 13η, οι Ειδοί Σεπτεμβρίου, ήταν αφιερωμένη στον κυβερνήτη Δία λόγω των εγκαινίων του ναού του Διός Καπιτωλίνου (13 Σεπ.509 π.Χ.), όταν καταργήθηκε η παλαιά βασιλεία της Ρώμης και επιβλήθηκε η δημοκρατία. Οπως φαίνεται η νέα ρωμαϊκή Ιερουσαλήμ ανανεωνόταν ως προβολή της παλαιάς δημοκρατικής Ρώμης στην Ανατολή. Ο χριστιανικός καθαγιασμός του χώρου όμως έγινε τις επόμενες ημέρες. Η πνευματική, ουράνια Ιερουσαλήμ, η κηρυχθείσα υπό των προφητών, λέγει ο Ευσέβιος, θα ήταν πλέον στη γη, όπως την προείδε ο Ιωάννης στην Αποκάλυψη (κεφ. 21) να κατέρχεται από τον ουρανό. Αργότερα (380) η χριστιανική θρησκεία θα γινόταν επίσημη, νομικά κατοχυρωμένη, μόνη για όλο το ρωμαϊκό κράτος. Με έναν νόμο που εξέδωσε ο Θεοδόσιος Α’ (380, 27 Φεβρουαρίου, ημέρα των γενεθλίων του Κωνσταντίνου), στη Θεσσαλονίκη.
Βλέπουμε ένα καταπληκτικό σχέδιο: τι απόσταση καλύφθηκε από τον Διοκλητιανό που πίστευε ότι είναι νέος Δίας στον Κωνσταντίνο που θεωρώντας εαυτόν δούλο Χριστού, απλώς διατηρούσε τα σύμβολα της ψυχής της Ρώμης, όπως η θεμελιώδης ημέρα της 13ης Σεπτεμβρίου. Δεν θυσίασε ποτέ στον Δία στο Καπιτώλιο της Ρώμης, ενώ τον κατάργησε και στα νομίσματα, μόλις ανευρέθη ο Τίμιος Σταυρός το 325. Η παλαιά θρησκεία, για την οποία γίνονταν οι διωγμοί, περνούσε στον χώρο της Ιστορίας. Τα φανταστικά της σύμβολα δεν τα χρειαζόταν, κατείχε πλέον το κατεξοχήν υλικό όργανο που ύψωσε τον Υιό του Ανθρώπου. Το καθεστώς αυτό, η κωνσταντίνεια χριστιανική αυτοκρατορική λατρεία παραδίδει τα ηνία στην Εκκλησία το 380. Τότε ξεπεράστηκε μία προσωπική -πολιτική/θρησκευτική- πολιτική με νέα, συλλογική, ταυτόχρονα τιμώντας τον ηγέτη ο οποίος γεννήθηκε για να φέρει αυτές τις αλλαγές.
Εν ολίγοις ο Κωνσταντίνος πήρε επάνω του την Εκκλησία για να την επιβάλει ενιαία. Η προσωπικότητά του πρώτη διαμορφώνει πολιτικά τις ρωμαϊκές μάζες σε μια νέα ταυτότητα.