Του Χρήστου Γ. Κτενά
Με διπλωματική… ένταση έληξε η επίσημη επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου στην Βουλγαρία, καθώς ακυρώθηκε η συνάντηση που είχε προγραμματιστεί χθες με τον πρωθυπουργό Boiko Borissov, όπως και η κοινή συνέντευξη Τύπου με τον Πατριάρχη Βουλγαρίας Νεόφυτο.
Σύμφωνα με το πρακτορείο ειδήσεων Sofia Globe, αν και δεν δόθηκε κάποια επίσημη εξήγηση για τις ακυρώσεις, αυτές κατά πάσα πιθανότητα οφείλονται στην δημόσια έκκληση του Οικουμενικού Πατριάρχη προς τον Πρόεδρο της Βουλγαρίας Rossen Plevneliev -στη συνάντηση που είχαν- όπως επιστραφούν τα κλεμμένα ιερά κειμήλια από μονές της Βορείου Ελλάδος (κυρίως τις μονές Εικοσιφοίνισσας του Παγγαίου και Τιμίου Προδρόμου Σερρών) τα οποία είχαν αφαιρεθεί από βουλγαρικά στρατεύματα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους.
Ο κ. Βαρθολομαίος ανέφερε ότι θέτει το ζήτημα με βάση το «κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης, φιλίας και ειλικρίνειας» που έχει δημιουργηθεί σε βάθος χρόνου. Προσέθεσε μάλιστα, ότι μια τέτοια κίνηση από πλευράς Βουλγαρίας «θα αποτελούσε μια ιστορική καμπή της προεδρίας σας και θα άνοιγε μια νέα χρυσή σελίδα στις σχέσεις Βουλγαρίας και γειτονικών ορθοδόξων χωρών, όπως και με την ενωμένη Ευρώπη». Από ότι φαίνεται όμως, αυτό το «καλό κλίμα» δεν ήταν αρκετό για να πείσει τους Βουλγάρους, οι οποίοι αντέδρασαν, τερματίζοντας άκομψα (από πλευράς επισήμων συναντήσεων) την επίσκεψη Βαρθολομαίου.
Η επίσκεψη πάντως είχε ξεκινήσει από τις 7 Νοεμβρίου και είχε εξελιχθεί με μεγαλοπρέπεια, με Αρχιερατικό Συλλείτουργο με τον Πατριάρχη Νεόφυτο, και παρασημοφόρηση του Οικουμενικού Πατριάρχη από τον Plevneliev, με το ανώτατο παράσημο της χώρας.
Η ιστορία των κειμηλίων
Το θέμα της επιστροφής των κλεμμένων ελληνικών κειμηλίων από τους Βουλγάρους κατά τον 1ο Παγκόσμιο (λεηλατημένων είναι η πιο σωστή έκφραση) δεν είναι βέβαια καινούργιο. Η συγκεκριμένη λεηλασία έχει καταγραφεί σε ειδικό κατάλογο στη Συνθήκη του Νεϊγύ του 1919 (η συνθήκη συνθηκολόγησης της ηττημένης Βουλγαρίας με τους Συμμάχους). Σύμφωνα με την Συνθήκη τα κειμήλια έπρεπε να επιστραφούν στην Ελλάδα, κάτι όπως που δεν συνέβη (με κάποιες εξαιρέσεις) και έκτοτε αποτελεί πάγιο αίτημα μας. Αντίθετα, ακολούθησε λίγα χρόνια αργότερα η Κατοχή στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου ξανά στη Βόρεια Ελλάδα (σε Θράκη και Ανατολική Μακεδονία και στη συνέχεια στην Κεντρική Μακεδονία) τα βουλγαρικά στρατεύματα προέβησαν σε διώξεις του ελληνικού πληθυσμού και σε νέες λεηλασίες, ανάμεσα τους και εκκλησιών και μοναστηριών.
Η καταγραφή αναφέρει (ανάμεσα σε άλλα) 691 τουλάχιστον χειρόγραφους κώδικες, από τους οποίους οι 261 αφαιρέθηκαν από τη Μονή Τιμίου Προδρόμου (100 χειρόγραφα σε μεμβράνη και 161 σε χαρτί) και άλλοι 430 (οι 160 σε μεμβράνη) από τη Μονή Εικοσιφοίνισσας. Είναι μάλιστα τόσο σημαντικά από πλευράς ιστορίας και παράδοσης, που το σύνολο των κλεμμένων αυτών κειμηλίων έχει χαρακτηρισθεί ώς τα “Ελγίνεια της Εκκλησίας” ή ως τα “Ελγίνεια της Μακεδονίας”.
Χρόνια αργότερα (έως και πολύ πρόσφατα, το 2014 και το 2015) κειμήλια από εκείνη την εποχή εμφανίστηκαν σε συλλογές του εξωτερικού, όπως π.χ. χειρόγραφα από την Μονή Εικοσιφοίνισσας, που βρέθηκαν στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου του Princeton στις ΗΠΑ. Ακόμη, το 2002 η Ελλάδα πέτυχε την επιστροφή του Συναξαριού του μοναχού Εφραίμ (κείμηλιο του 13ου αιώνα), το οποίο εντοπίστηκε στη Γερμανία έτοιμο να δημοπρατηθεί. Στοιχεία δηλαδή που δείχνουν πως τα ελληνορθόδοξα κειμήλια όχι μόνο δεν έχουν επιστραφεί όλα, αλλά έγιναν αντικείμενο εμπορίου από βουλγαρικές πηγές, πιθανώς στα πρώτα χρόνια μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού καθεστώτος, όπου στη χώρα επικρατούσαν χαοτικές συνθήκες.
Η απαίτηση των Βουλγάρων
Βέβαια το συγκεκριμένο γεγονός – της ακύρωσης της συνάντησης Βαρθολομαίου-Borissov – δεν ήταν το μόνο που άφησε σκιές στην επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχη. Σύμφωνα πάντα με το πρακτορεία Sofia Globe, σχεδιαζόταν να επιδοθεί στον Πατριάρχη ένα ψήφισμα με τίτλο «Κάλεσμα από όλον τον Βουλγαρικό λαό», το οποίο είχαν υπογράψει πάνω από 250 προσωπικότητες της χώρας (ακαδημαϊκοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι) και το οποίο καλεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη να «αναδείξει το Βουλγαρικό Πατριαρχείο στην ιστορικά κατοχυρωμένη πέμπτη θέση στην κατάταξη των Πατριαρχείων». Μάλιστα το κείμενο ζητούσε από τον κ. Βαρθολομαίο να θέσει το θέμα από τώρα στην πορεία προς την Πανορθόδοξη Διάσκεψη του 2016.