Του Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλου, δικηγόρου, λέκτορα Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών
Το αναγνωρισμένο, από το Σύνταγμα, δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας (άρθρο 13) ισχύει ασφαλώς και για κάθε «γνωστή», κατά την έννοια του Συντάγματος, θρησκευτική κοινότητα, αναλύεται, δε, στην ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως και στην ελευθερία της λατρείας. Ειδικότερη έκφανση της πρώτης αποτελεί το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι για θρησκευτικούς σκοπούς, το οποίο συνδέεται αμέσως με το είδος της νομικής προσωπικότητας που το Κράτος οφείλει να απονέμει σε κάθε θρησκευτική κοινότητα.
I. Στην ελληνική επικράτεια πρώτος αποκτά νομική προσωπικότητα ο ενοριακός ναός, με τον νόμο για τις ενορίες του 1910, η οποία προσδιορίζεται ως δημοσίου δικαίου το 1923. Η ίδια, μάλιστα, η Εκκλησία της Ελλάδος αποτελεί νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου (στο εξής: ν.π.δ.δ.) ήδη, για πρώτη φορά, από το 1969, με τον Καταστατικό Χάρτη της δικτατορίας (Ν.Δ. 126), ρύθμιση η οποία επαναλαμβάνεται και στην ισχύουσα καταστατική νομοθεσία της μεταπολιτεύσεως του 1977 (Ν. 590). Θα ήταν, πάντως, σφάλμα η περιένδυση της νομικής προσωπικότητας και στην Εκκλησία της Ελλάδος στο σύνολό της να χρεωθεί στη νομοθετική πρωτοβουλία της δικτατορίας και τούτο διότι η σχετική ρύθμιση έχει την προέλευσή της στα σχέδια Καταστατικών Χαρτών των ετών 1962 και 1964, σε κείμενα, δηλαδή, της προδικτατορικής εποχής (βλ. Ι. Μ. Κονιδάρη, Η διαπάλη νομιμότητας και κανονικότητας και η θεμελίωση της εναρμονίσεώς τους, 1994, σ. 74).
Όπως δέχτηκε και το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, τον Δεκέμβριο 1994, στην υπόθεση «Ιερές Μονές κατά Ελλάδος», ο νομοθέτης, επιλέγοντας για τη νομική τυποποίηση της Ορθόδοξης Εκκλησίας τη μορφή του ν.π.δ.δ., απέβλεψε ώστε να έχει, ένεκα των δεσμών της με την Πολιτεία, την ίδια νομική προστασία έναντι τρίτων που έχουν τα αμιγώς κρατικά ν.π.δ.δ. Τούτο ασφαλώς δεν σημαίνει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία μετατρέπεται σε κρατικό ν.π.δ.δ., καθώς συνιστά προεχόντως «θρησκευτικό καθίδρυμα», το οποίο, αν και εφαρμόζει διατάξεις της πολιτειακής νομοθεσίας, δεν ασκεί δημόσια εξουσία (πρβλ. επίσης, απόφαση Ε.Δ.Δ.Α. «Schuth v. Germany» της 23.9.2010). Την παραδοχή αυτή ενισχύει και ο όλως πρόσφατος Ν. 4235/2014, με τον οποίον επήλθαν σοβαρές αλλαγές στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με αυτόν η Εκκλησία της Ελλάδος και τα εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα δεν εντάσσονται ως προς έξι θεματικά αντικείμενα (μεταξύ των οποίων και η περιουσιακή διαχείριση) στους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης και στον Δημόσιο Τομέα (βλ. εκτενώς Θεόδ. Παπαγεωργίου, Οι μεταβολές του Ν. 4235/2014 στον Καταστατικό Χάρτη της Εκκλησίας της Ελλάδος (Ν. 590/1977), Νομοκανονικά 1/2014 σ. 60-63). Συνεπώς, με τις διατάξεις αυτές ανακαθορίζεται πλήρως το νομικό καθεστώς της Εκκλησίας της Ελλάδος και των εκκλησιαστικών νομικών προσώπων, έτσι ώστε αυτά καθίστανται πλέον φορείς θρησκευτικής αυτονομίας, με σαφή και διακριτό ρόλο από το Κράτος, μη εντασσόμενα στην έννοια της Δημόσιας Διοικήσεως.
II. Αντιθέτως, οι λοιπές, πλην της επικρατούσας, θρησκείες, με εξαίρεση τις ισραηλιτικές κοινότητες και τις μουφτείες στη γεωγραφική περιοχή της Θράκης, μπορούσαν, μέχρι προσφάτως, να αποκτήσουν νομική προσωπικότητα, επιλέγοντας, κατ’ ανάγκη και αδόκιμα, την τυπολογία οργανώσεως του ιδιωτικού δικαίου (σωματείο, ίδρυμα, αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία), με συνακόλουθες δυσλειτουργίες και αρνήσεις θρησκευτικών κοινοτήτων να υπαχθούν σε αυτό το καθεστώς (π.χ., Καθολική Εκκλησία). Ωστόσο, ορθώς έχει υποστηριχθεί ότι ειδικώς η σωματειακή οργάνωση δεν ταιριάζει σε μια θρησκευτική κοινότητα, λόγω κυρίως της φύσεως της αποστολής της, η οποία φέρει έντονα μεταφυσικά χαρακτηριστικά, ενώ βάσιμες επιφυλάξεις έχουν διατυπωθεί για τις εναλλακτικές δυνατότητες του ιδρύματος ή της αστικής εταιρείας. Επομένως, όλως αναγκαία προέβαλε η αναγνώριση στις θρησκευτικές κοινότητες μιας, ειδικού χαρακτήρα, νομικής προσωπικότητας, η κτήση της οποίας αποτελεί, άλλωστε, ενόψει των δυνατοτήτων που παρέχει για την άσκηση της ελευθερίας της λατρείας, τελικώς ένα ζήτημα θρησκευτικής ελευθερίας (βλ. Γ. Ι. Ανδρουτσόπουλου, Η θρησκευτική ελευθερία κατά τη νομολογία του Αρείου Πάγου, [= Βιβλιοθήκη Εκκλησιαστικού Δικαίου. Σειρά: Β´ Μελέτες, 1], 2010, σ. 142-143).
III. Έτσι, τον Οκτώβριο 2014, προέκυψε ο Ν. 4301/2014 με τίτλο «Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα κ.λπ.». Με τον νόμο αυτό θεσμοθετείται, κατά την Αιτιολογική του Έκθεση, για πρώτη φορά η έννοια του θρησκευτικού νομικού προσώπου (άρθρο 2), μιας νέας μορφής νομικού προσώπου που προσιδιάζει στο σωματείο του Αστικού Κώδικα, πλην όμως με σημαντικές διαφορές από τον τύπο αυτό, προκειμένου να ρυθμιστεί με τον καλύτερο τρόπο, με ταυτόχρονο σεβασμό του δικαιώματος στη θρησκευτική ελευθερία, το ευαίσθητο θέμα της οργανώσεως και της αποκτήσεως νομικής μορφής θρησκευτικών ομάδων, οι οποίες επιθυμούν να λειτουργούν περισσότερο οργανωμένα και με έναν εξωτερικό νομικό τύπο που να αντιλαμβάνεται το εσωτερικό δίκαιο.
Για τη σύσταση «θρησκευτικού νομικού προσώπου», το οποίο αποκτά νομική προσωπικότητα (ιδιωτικού δικαίου) με την εγγραφή του σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του, απαιτούνται τουλάχιστον 300 πρόσωπα (με πλήρη δικαιοπρακτική ικανότητα), εκ των οποίων τουλάχιστον ένας είναι ο θρησκευτικός λειτουργός. Η αριθμητική αυτή απαίτηση δεν έρχεται, κατά την Αιτιολογική Έκθεση, σε αντίθεση με τη διαμορφωμένη νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας, που ευλόγως αρκείται σε πολύ μικρότερους αριθμούς για την ίδρυση ευκτήριου οίκου, αφού στην προκείμενη περίπτωση δεν απαιτείται νομική προσωπικότητα για την άσκηση της κοινής λατρείας.
Για τη σύσταση «θρησκευτικού νομικού προσώπου», το οποίο αποκτά νομική προσωπικότητα (ιδιωτικού δικαίου) με την εγγραφή του σε ειδικό δημόσιο βιβλίο, που τηρείται στο πρωτοδικείο της έδρας του, απαιτούνται τουλάχιστον 300 πρόσωπα, εκ των οποίων τουλάχιστον ένας είναι ο θρησκευτικός λειτουργός
Η αίτηση προς το δικαστήριο, ήτοι το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας του υπό σύσταση νομικού προσώπου (βλ. ήδη απόφαση Μον. Πρωτ. Θηβών 165/2015), υπογράφεται από τα μέλη της προσωρινής διοικήσεώς του και σε αυτήν επισυνάπτονται: α) η συστατική πράξη του νομικού προσώπου, με τις υπογραφές των ιδρυτικών μελών του, β) η Ομολογία πίστεως (ήτοι οι βασικές δογματικές αρχές που συγκροτούν τον πυρήνα της συγκεκριμένης θρησκείας και τη διαχωρίζουν από τις άλλες), γ) τα ονόματα της διοικήσεώς του, στην οποία περιλαμβάνεται ο θρησκευτικός λειτουργός της κοινότητας, με πλήρες βιογραφικό σημείωμα του τελευταίου, από το οποίο υποχρεωτικώς προκύπτει αφενός ο τρόπος και ο χρόνος με τον οποίο απέκτησε την ιδιότητα αυτή (π.χ., εκλογή, διορισμός) και αφετέρου οι τυχόν θρησκευτικές σπουδές του – ωστόσο, σε περιπτώσεις που η συγκεκριμένη θρησκεία δεν αναγνωρίζει τέτοια ιδιότητα, αρκεί η συμμετοχή στη διοίκησή του προσώπου που τα μέλη θεωρούν ως αρχηγό της κοινότητας (Αιτ. Έκθ.), δ) ο κανονισμός λειτουργίας του με τις υπογραφές όλων των αιτούντων-μελών και ημεροχρονολογία, η εγκυρότητα του οποίου απαιτεί ένα ελάχιστο περιεχόμενο με δώδεκα προαπαιτούμενα, ε) ο κατάλογος με τους χώρους που χρησιμοποιεί η κοινότητα για την άσκηση των λατρευτικών της καθηκόντων, στ) οι υπεύθυνες δηλώσεις των ιδρυτών-μελών, με όλα τα στοιχεία κατοικίας και ταυτότητάς τους, στις οποίες δηλώνουν ότι δεν συμμετέχουν σε άλλο θρησκευτικό νομικό πρόσωπο και ζ) οι βεβαιώσεις κατοικίας των ως άνω.
Αναγκαίο στοιχείο της προδικασίας είναι η πρόβλεψη της επίδοσης επίσημου αντιγράφου της αιτήσεως, με την πράξη ορισμού της συζητήσεώς της, με συνημμένα όλα τα δικαιολογητικά που θα τεθούν υπόψη του δικαστηρίου, στον υπουργό ήδη Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων (Π.Δ. 70/2015) και στον αρμόδιο Εισαγγελέα Πρωτοδικών, τουλάχιστον δέκα πέντε ημέρες πριν τη δικάσιμο. Η λύση αυτή, κατά την Αιτιολογική Έκθεση του νόμου, χωρίς να παρακωλύει στο ελάχιστο την ελευθερία των θρησκευτικών κοινοτήτων να οργανώνονται με τη συγκεκριμένη νομική μορφή, είναι σύμφωνη με την υποχρέωση της Πολιτείας να διαφυλάττει την ακώλυτη άσκηση της θρησκευτικής ελευθερίας όλων των υποκειμένων του ατομικού αυτού δικαιώματος, ώστε να προλαμβάνονται απόπειρες εκμεταλλεύσεως της θρησκευτικής πίστης και της ανθρώπινης ανάγκης να εκφρασθεί αυτή.
IV. Το εν λόγω νομοθέτημα, με το οποίο απονέμεται η ιδιότητα του θρησκευτικού νομικού προσώπου, χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων του νόμου, μεταξύ άλλων, σε 236, ρητώς κατονομαζόμενες, οργανωτικές υποδιαιρέσεις της Καθολικής Εκκλησίας (αρχιεπισκοπές, μονές, ναοί: άρθρο 13), περιλαμβάνει και τρεις ακόμα ενδιαφέρουσες ρυθμίσεις:
1. Δεν μεταβάλλει ουσιωδώς το σύστημα αδειοδοτήσεως των χώρων λατρείας, το οποίο, πάντως, διεπόμενο από τη μεταξική νομοθεσία του 1938, χρειάζεται, και ως εκ της μερικής αντισυνταγματικότητάς του (βλ. απόφαση με αριθ. 4202/2012 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας: Νομοκανονικά 1/2013, σ. 135), «επικαιροποίηση και μια νέα θεώρηση» (βλ. Αιτιολογική Έκθεση). Απλώς αναγνωρίζεται ρητώς (άρθρο 9) ex lege το δικαίωμα ιδρύσεως ευκτήριων οίκων και γενικώς χώρων λατρείας, σύμφωνα με τις ισχύουσες διαδικασίες, στα θρησκευτικά νομικά πρόσωπα, που θα συσταθούν κατά τους όρους του νόμου. Αν και ουδεμία αναφορά γίνεται στον νόμο ως προς το δικαίωμα ενώσεων προσώπων, χωρίς νομική προσωπικότητα, που επιδιώκουν θρησκευτικούς σκοπούς, να ιδρύουν ευκτήριους οίκους (βλ. σχόλιο Β. Κ. Μάρκου στη με αριθ. 2399/2014 απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας: Νομοκανονικά 2/2014, σ. 121), το υφιστάμενο νομικό καθεστώς για την αδειοδότηση των χώρων λατρείας ως προς τις ετερόδοξες και ετερόθρησκες θρησκευτικές κοινότητες, οι οποίες δεν επιθυμούν ή αδυνατούν να υπαχθούν στις διατάξεις του νόμου αυτού, δεν θίγεται, σύμφωνα με τις οικείες παραδοχές της Αιτιολογικής Εκθέσεως. Ωστόσο, στις θρησκευτικές κοινότητες χωρίς νομική προσωπικότητα αναγνωρίζεται ρητώς η ικανότητα διαδίκου (άρθρο 15)…
2. Εισάγεται, το πρώτον, η μορφή του «εκκλησιαστικού νομικού προσώπου» (άρθρο 12), με τη χρήση, όμως, ενός όρου («εκκλησία») ομολογιακά φορτισμένου, καθώς αυτός απαντάται κυρίως στη χριστιανική θρησκεία. Τη διαπίστωση αυτή δεν αγνοεί ο νομοθέτης, όπως προκύπτει από την Αιτιολογική Έκθεση, όπου διευκρινίζεται ότι «η έννοια της εκκλησίας εκλαμβάνεται εδώ ως τύπος διοικητικής οργανώσεως» και, επομένως, ο τύπος του εκκλησιαστικού νομικού προσώπου απευθύνεται σε θρησκευτικές συσσωματώσεις που έχουν αντίστοιχη οργάνωση (π.χ., συνοδική δομή) ή ανάλογη παράδοση οργανώσεως και λειτουργίας (Έκθεση Δημόσιας Διαβούλευσης).
3. Καθιερώνεται (μαχητό) τεκμήριο «γνωστής» θρησκείας (άρθρο 17), καθώς ως τέτοια αναγνωρίζεται κάθε θρησκεία που για την άσκηση της λατρείας της έχει ήδη εκδοθεί και τελεί εν ισχύ σχετική άδεια ιδρύσεως και λειτουργίας χώρου λατρείας. Ωστόσο, δεν εισάγεται κάποιο νέο κριτήριο (αυτό της αδειοδοτήσεως θρησκευτικού χώρου λατρείας), προκειμένου να αναγνωρίζεται μια θρησκεία ως γνωστή.