Γράφει η Βιργινία Δ. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδη
Ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός γεννήθηκε και διαμορφώθηκε στο πλαίσιο της υπερχιλιετούς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ή ορθότερα της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας. Το όνομα «Βυζάντιο», από τη μικρή πόλη που κτίστηκε τον 7ο αι. π.Χ., από τον Μεγαρέα Βύζαντα και όπου εγκατέστησε ο Μ. Κωνσταντίνος τη Νέα Ρώμη, ουδέποτε χρησιμοποιήθηκε από τους κατοίκους της Κωνσταντινούπολης-Νέας Ρώμης. Γιατί το όνομα «Βυζάντιο» της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας είναι δημιούργημα του Γερμανού Ιερώνυμου Βολφ (Wolf), το 1562, ο οποίος υποτίμησε στην ουσία την τεράστια ιστορική σημασία της δημιουργίας του μοναδικού Ελληνοχριστιανικού πολιτισμού (330-1453 μ.Χ.).
Η «Ρώμη της Ρωμανίας»
Οι από διάφορες εθνότητες πολίτες της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντίου θεωρούσαν τους εαυτούς τους ως αμέσους διαδόχους του Ρωμαϊκού Κράτους και γι’ αυτό στα επίσημα έγγραφα, τα λογοτεχνικά αλλά και τα ιστοριογραφικά κείμενα ονομάζονταν Ρωμαίοι-Ρωμηοί και το κράτος τους Ρωμανία. Ο Μ. Αθανάσιος, στα μέσα του 4ου αιώνα γράφει σε μία επιστολή του: «… Μητρόπολις εστίν η Ρώμη της Ρωμανίας». Μέχρι την Αλωση του 1453 και ακόμη και ύστερα από αυτήν, ο λόγος ήταν για Ρωμανία. Τα δημοτικά τραγούδια θρηνούν την πτώση της Ρωμανίας: «Οι Τούρκ’ … εκούρσευσαν την Πόλ’ την Ρωμανίαν».
Αξίζει να σημειώσουμε ότι η ονομασία «Βυζάντιο» εξυπηρετούσε, από την αρχή κυρίως του 19ου αιώνα, τα πολιτικά σχέδια των Δυτικοευρωπαίων, αφού οι λαότητες της Ρωμανίας (Ελληνες, Σέρβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι κ.ά.), περιφερόμενες σε μικρά εθνικά κρατίδια, ως προτεκτοράτα των δυτικών δυνάμεων, δεν «έπρεπε» πλέον –κατά τα σχέδια των Δυτικών– να ανασυστήσουν την Αυτοκρατορία της Ρωμανίας ως κέντρο Ελληνορθόδοξου πολιτισμού, επειδή, με την πάροδο των αιώνων, ο όρος Ρωμαίος, εκτός του πολιτειακού περιεχομένου του, είχε προσλάβει θρησκευτική και πολιτιστική χροιά, αφού, ανεξαρτήτως φυλής, ο υπήκοος του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους (της Ρωμανίας) μιλούσε την ελληνική γλώσσα και ως ορθόδοξος μετείχε των πολιτιστικών αγαθών του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού.
Στην Ελληνορθόδοξη Αυτοκρατορία του Μ. Κωνσταντίνου, ο Οικουμενικός χαρακτήρας του Ελληνισμού συνταιριάστηκε με τον υπερφυλετικό και υπερεθνικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Από την Αρχαιότητα οι Ελληνες, σεβόμενοι την ετερότητα των άλλων λαών, ταξίδευαν «κατ’ εμπορίαν και θεωρίαν», μεταβάλλοντας την ανάγκη ευρέσεως νέου ζωτικού χώρου σε ανάγκη αυξήσεως των γνώσεών τους και εμπλουτισμό του πολιτισμού τους.
Το έργο αυτό ξεκίνησε ο Μ. Αλέξανδρος, ο οποίος εξελλήνιζε, ενώ η Παλαιά Ρώμη κατακτούσε και στη συνέχεια η Ρωμανία/Βυζάντιο εξεχριστιάνιζε. Μέσα στο πλαίσιο της Ρωμανικής/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η ελληνική Οικουμενική συνείδηση ενισχύθηκε δια της Ορθοδοξίας.
Ισοτιμία και ισότητα
Η Πεντηκοστή οδηγούσε σε καθολική πνευματική ενότητα, με βάση την ισοτιμία και την ισότητα όλων των ανθρώπων και όχι μόνο μιας φυλής ή μιας τάξεως πολιτών, όπως συνέβαινε στην αρχαία Αθήνα. Γιατί όλοι οι άνθρωποι εκλήθησαν και καλούνται στην «εν Χριστώ ζωήν και σωτηρίαν», αφού η Χριστιανική Εκκλησία είναι «Μία, Αγία, Καθολική». «Με τον Αγιο Ιγνάτιο (ϯ 107) ο όρος Οικουμένη γίνεται χριστιανικός και έτσι η Εκκλησία θα ομιλεί για Οικουμενική Σύνοδο, Οικουμενικούς Πατέρες, Οικουμενικό Πατριάρχη και αναδεικνύεται σε φορέα της οικουμενικής-παγκόσμιας ιδέας του πολιτισμού». Ετσι, από το «Εθνος Αγιον» της Α’ Επιστολής του Πέτρου (2,9), μεταβαίνουμε στο «Γένος των Ρωμαίων», δηλαδή των Ορθοδόξων πολιτών της Ρωμανίας, με σύμβολο τον δικέφαλο αετό, που ενσαρκώνει την ιδέα της οικουμενικότητας. Συγχρόνως η μετάβαση από τη φυλετική στην υπερφυλετική συνείδηση, όπως είχε προετοιμαστεί από τον Ισοκράτη και τον Μ. Αλέξανδρο, αναγεννάται πλέον στην «εν Χριστώ ζωήν». Η υπεροχή του Ελληνισμού, στη σύζευξή του με την Ορθοδοξία, δηλώνεται κυρίως με τη θέση της ελληνικής γλώσσας στις γραπτές χριστιανικές πηγές (Αγία Γραφή – Λειτουργικά βιβλία – Υμνογραφία – Πατερικός Λόγος), χωρίς τη διασύνδεσή της με κάθε έννοια ελληνικού φυλετισμού. Αλλωστε, με γνώμονα την Πεντηκοστή, οπότε καταργήθηκαν τα γλωσσικά, εθνικά και πολιτισμικά σύνορα, οι τοπικές γλώσσες γίνονται αποδεκτές ως μέσον διατυπώσεως και διαδόσεως του Ευαγγελίου (Αίγυπτος, Αρμενία, Αιθιοπία κ.ά.).
Βιβλικά και Λειτουργικά κείμενα μεταφράζονται γρήγορα σε διάφορες γλώσσες, συμβάλλοντας στη δημιουργία ορθόδοξων τοπικών κοινοτήτων. Ο Κύριλλος (827-869) και ο Μεθόδιος (815-885) υπήρξαν οι αντιπροσωπευτικότεροι Βυζαντινοί Ιεραπόστολοι. Στην επίθεση των Λατίνων κληρικών, διότι δήθεν καινοτομούσαν, επιμένοντας να χρησιμοποιηθεί η σλαβονική γλώσσα για τον Ευαγγελισμό των σλαβικών λαών, ο Κύριλλος απάντησε: «Δεν ντρέπεστε να δέχεσθε μόνον τρεις γλώσσες; … Εμείς γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλοί λαοί που διαβάζουν βιβλία και υμνούν τον Θεό στη γλώσσα τους» (Αρμένιοι, Πέρσες και πολλοί άλλοι).
Πράγματι, ελάχιστα γεγονότα υπήρξαν τόσο σημαντικά στην ιστορία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, όσο οι αγώνες των δύο αυτών Ιεραποστόλων για τη δημιουργία σλαβικού αλφαβήτου και γλώσσας, ικανής να εκφράσει την Ορθόδοξη Χριστιανική Αποκάλυψη. Στη Δύση, επτά αιώνες αργότερα, οι Προτεστάντες υιοθέτησαν τη σημαίνουσα αυτή τακτική.
Στο πλαίσιο της Ελληνορθόδοξης αυτής Οικουμενικής αντιλήψεως, οι Βυζαντινοί ενδιαφέρθηκαν άμεσα να μεταδώσουν –παράλληλα με τον Ευαγγελικό Λόγο– και τις πολιτιστικές δομές που είχαν αναπτυχθεί στο πλαίσιο της Ευαγγελικής εμπνεύσεως. Προσέφεραν στους προσήλυτους λαούς ό,τι αρτιότερο είχαν στον τομέα της Τέχνης, της Ζωγραφικής, της Μουσικής και της Αρχιτεκτονικής. Παράλληλα, ενδιαφέρθηκαν και για την κοινωνική και πολιτική διάσταση της ζωής. Ετσι, η Ελληνορθοδοξία αποτέλεσε και αποτελεί για όλους μία κοινή αφετηρία πολιτισμού.
Ο μεγάλος Βρετανός Βυζαντινολόγος Στίβεν Ράνσιμαν (St. Runciman) έγραψε: «Ο πολίτης της αυτοκρατορίας έμεινε συνειδητά ο πιο πολιτισμένος εκπρόσωπος του ανθρωπίνου γένους, συνειδητά Ρωμαίος, συνειδητά Ορθόδοξος, συνειδητά κληρονόμος της ελληνικής εκλεπτύνσεως. Οι Βυζαντινοί δέχονταν οποιονδήποτε για συμπολίτη τους, φτάνει να ήταν Ορθόδοξος και να μιλούσε Ελληνικά». (Βλ.: Στ. Ράνσιμαν, Βυζαντινός πολιτισμός, μτφρ. Δ. Δετζώρτζη, Αθήνα 1969, σελ. 201 κ.εξ.).
Η ενότητα αυτή στο σώμα του Χριστού εξασφάλιζε δίκαιη κρίση, αγαθή συνείδηση, αγνό πόθο για μία ειρηνική Οικουμένη, με σεβασμό στην ελευθερία και στην ιδιαιτερότητα κάθε ανθρώπινου προσώπου και λαού. Από τότε μέχρι σήμερα, όσο πιο αυθεντικό και καθαρό είναι το Ελληνορθόδοξο βίωμα, τόσο πιο αποφασιστική και θετική είναι η συμβολή του στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Η «καλή αλλοίωσις»
Προχωρούμε στην υπόμνηση ελάχιστων ιστορικών στοιχείων και επιλέκτων προσώπων, τα οποία αναδεικνύουν τη μοναδικότητα του πολιτισμού, που προέκυψε με την αλληλοπεριχώρηση Ελληνισμού και Ορθοδοξίας. Είναι γεγονός ότι με το πέρασμα των αιώνων το χριστιανικό φρόνημα μετέβαλε τα γεωγραφικά σύνορα της Αυτοκρατορίας σε Αγιοπνευματικά.
Η ακριβής γνώση της Πατερικής Ορθοδόξου Θεολογίας οδηγεί στην ορθή τοποθέτηση αναφορικά με την πνευματικότητα και το βάθος του Ελληνορθόδοξου πολιτισμού μας, διότι χαράσσει τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ της «φιλοσοφικής διανόησης» των Αρχαίων Ελλήνων και της «θεραπευτικής αγωγής» της ψυχής, όπως την εννοεί το Ορθόδοξο Δόγμα. Η θεραπευτική αυτή αγωγή της ψυχής, που μπορεί να φθάσει έως τη Θέωση, είναι ακριβώς η εξέλιξη και φυσική λύση στις αγωνιώδεις ανθρώπινες αναζητήσεις, στις οποίες η αρχαία ελληνική σοφία δεν μπόρεσε να δώσει απαντήσεις.
Από τον 4ο μ.Χ. αιώνα, οι τρεις άγιοι, Οικουμενικοί Διδάσκαλοι Βασίλειος ο Μέγας (330-379), Γρηγόριος ο Θεολόγος (329-390) και Ιωάννης ο Χρυσόστομος (354-407), οπλισμένοι με ελληνική Παιδεία, επεξεργάσθηκαν το Ορθόδοξο ιδεώδες, που καθορίζει τη στάση και τη μαρτυρία του ανθρώπου απέναντι σε ολόκληρη τη ζωή, σε όλες τις διαστάσεις και το νόημά της.
Ανακεφαλαιώνοντας τα πάντα «εν Χριστώ», οι τρεις Ιεράρχες αγωνίστηκαν για μία καθολική αλλαγή των ανθρωπίνων πραγμάτων με βάση το ευαγγελικό ιδανικό. Τα μηνύματά τους για την «καλήν αλλοίωσιν» αποτελούν την καρδιά της χριστιανικής πολιτιστικής, φιλοσοφικής και ηθικής κληρονομιάς. Αφού οι ίδιοι πέρασαν έντονη ασκητική προετοιμασία για την απελευθέρωσή τους από τα ανθρώπινα πάθη, ελεύθεροι από την αγάπη για το χρήμα, τη δόξα, την άνεση, έφθασαν στον φωτισμό από το Αγιο Πνεύμα και τη Θέωση. Απέδειξαν με την ίδια τους τη ζωή ότι η Ορθοδοξία δεν είναι κάποια θρησκεία, ούτε κάποια ιδεολογία. Είναι επιστήμη δοκιμασμένη, μέσα από τη ζωή των αγίων, τη δύναμη των Ιερών λειψάνων και κυρίως τη θεία ενέργεια, που οδηγεί στη σωτηρία της ψυχής. Οι τρεις Οικουμενικοί Διδάσκαλοι, αφού σπούδασαν και αφομοίωσαν την ελληνική πολιτιστική κληρονομιά, αφήνοντας έξω τον παγανισμό, την ειδωλολατρία και την εκλογίκευση των αιρέσεων, συμπλήρωσαν τα κενά που άφηνε η αρχαία σοφία μέσα από την προφητική ενόραση και τις αποκαλύψεις των Θείων Γραφών.
Οι Μεγάλοι Ιεράρχες πλούτισαν, με τις Λειτουργίες που φέρουν το όνομά τους, την Ορθόδοξη πνευματικότητα, αφού η κλήση για «καλήν αλλοίωσιν» προεκτείνεται προς όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο τους προικισμένους και προνομιούχους, γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι «Θεού χωρητικοί», κατά τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο. Ορισμένοι όροι της φιλοσοφίας προσέλαβαν νέο χριστιανικό περιεχόμενο, όπως: φύση, ουσία, υπόσταση, ενέργεια, πρόσωπο κ.ά.
Στη σύζευξη Ελληνισμού και Χριστιανισμού, οι Τρεις Ιεράρχες έδωσαν την προτεραιότητα στην Ορθοδοξία, με όλο το λυτρωτικό και θεραπευτικό περιεχόμενό της. Ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, μιλώντας για τη ριζική ανανέωση των πάντων, τόνισε: «Τα αρχαία παρήλθαν, ιδού γέγονε τα πάντα καινά … την καλήν αλλοίωσιν αλλοιώθητι».
Παράλληλα, τόνισαν τις αντιθέσεις που χωρίζουν τους ανθρώπους (δουλεία – ελευθερία, πενία – πλούτος, πλεονεξία, κοινωνική αδικία). Ο Μ. Βασίλειος ονομάζει «λωποδύτη» αυτόν που έχει και δεν προσφέρει σ’ αυτόν που έχει ανάγκη. Το παράδειγμά τους ακολούθησαν και άλλοι άγιοι Πατέρες, οι οποίοι δεν περιόρισαν τον άνθρωπο στις πνευματικές και ηθικές του εκφράσεις, καθώς τον αντιμετώπισαν ως οργανικά συναρτημένο με τον υλικό κόσμο, όπου κινείται: «… Παν γαρ κτίσμα Θεού καλόν και ουδέν απόβλητον», γράφει ο Μ. Βασίλειος, καθώς όλος ο κόσμος θεωρήθηκε ως περιοχή της «αγιαζούσης ενεργείας» του Θεού, της «ακτίστου Χάριτός Του». Η καθολική αυτή αντιμετώπιση των ανθρωπίνων πραγμάτων διαμόρφωσε τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό, καθώς ο Ελληνισμός αναβαπτισμένος δοξάστηκε και κέρδισε την αθανασία μέσα από την Ορθοδοξία. Οπως σημειώνει ο πατερικός π. Γ. Μεταλληνός: «Η δημιουργική συνάντηση Ελληνισμού και Χριστιανισμού στα πρόσωπα των Πατέρων της Εκκλησίας έκρινε οριστικά και ευεργετικά την (πολιτιστική) πορεία όχι μόνον της Ελληνικής, αλλά και της Παγκόσμιας Ιστορίας». (Βλ.: π. Γ. Μεταλληνός, Ελληνισμός και Ορθοδοξία, εκδ. Ιερού Ιδρύματος Ευαγγελιστρίας Τήνου, 2000, σελ. 33). Αλλωστε, «οι Φιλόσοφοι –που εικονίζονται συχνά στους Νάρθηκες των Ναών μας– φέρονται ως προειπόντες την ενσάρκωση του Χριστού» (έ.α. σελ. 30-31).
Ο Παρθενώνας «συναντά» την Αγία Σοφία
Τον 5ο αι. π.Χ. στην Ακρόπολη των Αθηνών ανεγείρεται από τον Περικλή (ϯ 429 π.Χ.) ο Παρθενώνας, ως αιώνιο μνημείο της ελληνικής ευσέβειας αφιερωμένο στην Παρθένο Αθηνά. Είναι το τέλειο, καλλίγραμμο αρχιτεκτόνημα, με τις επιστημονικά μελετημένες αναλογίες του και τις αμυδρές καμπύλες του, με τις οποίες, αν και ευθύγραμμος, ο ναός κατορθώνει να «αγκαλιάσει» τη φυσική καμπύλη του βράχου. Ο Παρθενώνας αποπνέει ένα αίσθημα Ολύμπιας γαλήνης, εκφράζοντας –στη γλώσσα της φιλοσοφίας– το τέλειο ΕΙΝΑΙ.
Η λύση των αρχιτεκτονικών αναζητήσεων είναι παρούσα, τονίζοντας τις διανοητικές δυνατότητες και γνώσεις, που τότε μπορούσαν να κατέχουν μόνον οι χαρισματικοί ελεύθεροι πολίτες. Στη γλώσσα της Αισθητικής, ο Παρθενώνας εκφράζει το Ωραίο.
Δέκα περίπου αιώνες μετά, τον 6ο αιώνα μ.Χ., ο Ιουστινιανός ο Α’ (527-565), ίσως ο σημαντικότερος εκτελεστής του εξελληνισμού της Αυτοκρατορίας, καθιερώνει πνευματικά την αλληλοπεριχώρηση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Αναθέτει την ανέγερση της Αγίας Σοφίας στους Ελληνες Μικρασιάτες Μαθηματικούς και Αρχιτέκτονες Ανθέμιο και Ισίδωρο. Παράλληλα, η Παναγία αναγνωρίζεται ως προστάτις και σκέπη του Ελληνισμού, που την τιμά ως «Παναγία Αθηνιώτισσα», αλλά και Υπέρμαχο Στρατηγό του.
Η Αγία Σοφία διαμορφώνεται από ελληνικά χέρια ως ένας Ορθόδοξος εκκλησιαστικός χώρος, που δεν είναι πια η κατοικία ενός Θεού, κατά το πρότυπο της ανθρώπινης κατοικίας, αλλά μία μικρογραφία του Σύμπαντος, όπου, ως σώμα Χριστού, κατοικεί το πανταχού παρόν Πνεύμα του Δημιουργού. Μέσα στον πεπερασμένο χώρο του κτίσματος αναδεικνύεται το άπειρο του Σύμπαντος, βοηθώντας τον πιστό να νιώσει ότι βρίσκεται υπό τη Σκέπη του Ενός Θεού. Η Βυζαντινή Τέχνη, ως Τέχνη του Υψηλού, με τον δυναμικό, λυτρωτικό χαρακτήρα της εκφράζει το «γίγνεσθαι» (και όχι το «είναι», όπως η τέχνη του κλασικού «ωραίου»), αναζητώντας τη Θέωση.
Το θαύμα στην Αγία Σοφία είναι ότι οι Ελληνες Ανθέμιος από τις Τράλλεις και Ισίδωρος από τη Μίλητο, κατόρθωσαν να συνδυάσουν το κάλλος του κλασικού «Ωραίου», με την πνευματικότητα του ορθόδοξου Υψηλού. Η διάταξη των χώρων με τις αλλεπάλληλες καμπύλες, τους θόλους, τον φωτισμό, που φαίνεται να μην είναι του ηλίου, αλλά «εαυτώ φύεσθαι» και την ορθή χρήση της κλίμακας, που εξασφαλίζει την αρμονία των όγκων, δίνει την εντύπωση της εξαΰλωσης της ύλης. Το πνευματικό και σύμμετρο μεγαλείο της Αγίας Σοφίας, ως αποτέλεσμα του μέτρου και της ισορροπίας της κλασικής εποχής, την κάνει μοναδική και ανεπανάληπτη.
Παράλληλα με τον χαρακτηρισμό της ως «Μνημείο του Παγκόσμιου Πολιτισμού», η Αγία Σοφία θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται ως ένας μοναδικός Ορθόδοξος Ναός, αποτέλεσμα του πολιτισμικού θαύματος, που συντελέστηκε με την ευλογημένη σύζευξη του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία.
Με την Αγία Σοφία ως ένα μοναδικό στη μορφή και το περιεχόμενο οικοδόμημα, αλλά και με τον Ακάθιστο Υμνο προς την Υπερύμνητο Θεοτόκο, ως την πεμπτουσία της Ορθόδοξης Υμνολογίας, ολοκληρώνεται η πρώτη ιστορική περίοδος της Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, αλλά και η οριστική σύνθεση του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία. Η ακαταμάχητη ελληνική γλώσσα προσέφερε στους μελωδούς υμνολόγους του Ακαθίστου Υμνου τη δυνατότητα να εκφράσουν, με βάθος και ουσία, το ασύλληπτο δέος τους προς την αειπάρθενο Μητέρα του Υιού και Λόγου του Θεού. Η γλώσσα του Υμνου είναι σοβαρή και ποιητική, με πολλά κοσμητικά επίθετα, παρομοιώσεις και άπειρα άλλα σχήματα λόγου (αντιθέσεις, μεταφορές κ.λπ.). Στο ποιητικό αυτό αριστούργημα ξετυλίγεται όλος ο πλούτος της ελληνικής γλώσσας. Σε ποιά άλλη γλώσσα θα μεταφράζαμε με την ίδια ακρίβεια τη φράση: «Χαίρε, των απίστων το αμφίβολον άκουσμα, χαίρε, των πιστών το αναμφίβολον καύχημα»;
Μετά τον 9ο αιώνα γίνεται ακόμα πιο ουσιαστική η εκκλησιοποίηση του Ελληνισμού, ο οποίος βαπτίσθηκε «εν Χριστώ», αφού είχε «προσληφθεί», από την Ορθοδοξία του 4ου μ.Χ. αιώνα. Η Ορθοδοξία «αληθοποίησε» και «αφθαρτοποίησε» το ανθρώπινο στοιχείο του Ελληνισμού, όπως ο Χριστός προσέλαβε, μετά τη σάρκωσή Του, το ανθρώπινο, χωρίς την αμαρτία που παρασιτεί στην ανθρώπινη φύση.
Ετσι, η ελληνική συνείδηση νεκρώθηκε και αναστήθηκε, χωρίς να χάσει την ελληνικότητά της, αποκτώντας στοιχεία αφθαρσίας.
«Το φθαρτόν ενεδύθη αφθαρσίαν και το θνητόν, αθανασίαν!» (Α’ Κορ. 15, 53).
Ως εκ τούτου, ο Ελληνορθόδοξος πολιτισμός ενέχει όλη τη σοφία και την Παιδεία των Αρχαίων Ελλήνων, από την οποία οι Πατέρες, στοχεύοντας στη Θέωση, άφηναν έξω τον παγανισμό, την εκφιλοσόφηση της Πίστεως, όπως και την κατοχύρωσή της μέσα από τις διανοητικές, ανθρώπινες δυνάμεις.
Τον 9ο-11ο μ.Χ. αιώνα, παρά τις σοβαρές και συχνές επιθέσεις Αράβων, Βουλγάρων, Σλάβων εναντίον της Αυτοκρατορίας και παρά τις εσωτερικές διαμάχες, σημειώθηκε μεγάλη πνευματική ανάπτυξη. Πρόκειται για μία πολιτισμική Αναγέννηση επί της Μακεδονικής δυναστείας, όταν στην Ανωτέρα Σχολή της Κωνσταντινούπολης προστίθενται η φιλοσοφία και οι κλασσικοί συγγραφείς, (τους οποίους αντέγραφαν οι μοναχοί στα Μοναστήρια), οι οποίοι προσέδωσαν στη Ρωμανία έναν ανθρωπιστικό χαρακτήρα. Ο 10ος αιώνας μ.Χ. είναι ο αιώνας των εγκυκλοπαιδειών, των ανθολογιών και των λεξικών. Την εποχή αυτή το «Βυζάντιο» ακτινοβολεί πνευματικά προς τη Δύση, αλλά και προς τους Αραβες και Σλάβους.
Αλλωστε, η σύνθεση της πίστης και του λόγου του χριστιανικού πνεύματος με την ελληνική σκέψη γίνεται αντικείμενο έρευνας από επίλεκτους θεολόγους: Ο Μέγας Πατριάρχης, ο άγιος Φώτιος (820-891), «ο εμβριθέστερος κλασικός φιλόλογος του Μεσαίωνα σ’ Ανατολή και Δύση, ο συντελεστής της αναβιώσεως των ελληνικών γραμμάτων», συνεχίζοντας, ως εκκλησιαστικός Πατέρας το έργο των Μεγάλων Πατέρων του 4ου αιώνα μ.Χ., ανέδειξε την Ορθόδοξη Εκκλησία ως θεματοφύλακα και της κλασικής μας Φιλολογίας. Θεωρήθηκε, μάλιστα, ότι η στροφή του Φωτίου στα κλασικά γράμματα προετοίμασε την αναβίωση των σπουδών της Πλατωνικής και Αριστοτελείου φιλοσοφίας τον 10ο και 11ο αιώνα. Ομως, ο Φώτιος ήταν κατά βάση, εκκλησιαστικός Πατέρας και ασκητής και γι’ αυτό η Εκκλησία τον τίμησε ως άγιο Θεούμενο και ως Οικουμενικό Μέγα Διδάσκαλο. Για τον Πατριάρχη Φώτιο η εκκλησιοποίηση του Ελληνισμού ήταν η σωτηρία του. Ο άγιος Φώτιος, εμπλουτισμένος με την αρχαία ελληνική σοφία, αλλά και το θείο Φως της Χριστιανικής Αποκαλύψεως, εκπροσώπησε τον αυθεντικό Ελληνισμό. Τον Ελληνισμό που συνέχισε την ιστορική, ένδοξη πορεία του, αναβαπτισμένος στον σωτηριολογικό χαρακτήρα της Ορθοδοξίας. Είναι επίσης, ο πρώτος που αντελήφθη την αλλοτρίωση του Δυτικού Χριστιανισμού, με το περίφημο έργο του «Περί της μυσταγωγίας του Αγίου Πνεύματος», που είναι πηγή –μέχρι σήμερα– στη διδασκαλία και στα συγγράμματα όλων των θεολόγων μας περί του Αγίου Πνεύματος.
Η Δύση, μετά το κήρυγμα στην Ευρώπη του Αποστόλου Παύλου και των άλλων Αποστόλων, είχε δεχθεί τον «καινόν εν Χριστώ» άνθρωπο, ο οποίος με τη διαδικασία κάθαρση – φωτισμός – θέωση αποκατέστησε την κοινωνία του με την άκτιστη ενέργεια του Θεού, έχοντας τη δυνατότητα να γίνει άγιος. Ομως, η μακραίωνη εισβολή των βορείων φραγκικών φύλων στη Δύση (5ος αιώνας) αποξένωσε το δυτικό τμήμα της Ρωμανίας πνευματικά και πολιτιστικά από την πατερική Ανατολή. Ο Φράγκος βασιλεύς Καρλομάγνος (768-814) έγινε ο βασικός συντελεστής της πνευματικής διάσπασης της Ευρώπης σε Ανατολική και Δυτική. Η διάσταση αυτή επεκτάθηκε στο εθνικό, θρησκευτικό και πολιτιστικό επίπεδο. Στη Δύση ο Θεός έφθασε να «εξυπηρετεί» βιοτικές ανάγκες και ο άνθρωπος κατέληξε να τον εξευμενίζει για να έχει την εύνοιά του. Η Θεολογία στη Δύση έλαβε σχολαστικό χαρακτήρα και άρχισε να διδάσκεται όχι από Γέροντες-Πνευματικούς των μοναστηριών, αλλά από επιστήμονες στα διδακτήρια των Πανεπιστημίων. Ετσι, η Εκκλησία, παύοντας να είναι «ιατρείον πνευματικόν», όπως την είχε χαρακτηρίσει ο Ι. Χρυσόστομος, μεταβλήθηκε στη Δύση σε κοσμικό κράτος, διεκδικώντας κοσμική εξουσία. Το παπικό κράτος θα επιβιώσει ως κράτος του Βατικανού με βασιλέα τον Πάπα, ο οποίος δεν εκλέγεται ως συν-επίσκοπος από τους άλλους επισκόπους, αλλά από τους «πρίγκιπες» καρδιναλίους. Η πολιτική – θρησκευτική ιδιότητα του Πάπα συνιστά παραμόρφωση της χριστιανικής παραδόσεως περί ιερωσύνης και επισκοπικού αξιώματος – διακονήματος. (Βλ.: π. Γ. Μεταλληνός, Ελληνισμός – Ορθοδοξία, σελ. 85-101).
Με την πάροδο των αιώνων, η Δύση εγκλωβίστηκε στην αρχαία ελληνική σκέψη και στην εκλογίκευση και εκφιλοσόφηση της πίστεως, αγνοώντας τον Ελληνορθόδοξο πολιτισμό, όπως διαπλάσθηκε κατά τη χιλιετή Αυτοκρατορία της Ρωμανίας.
Η αναστήλωση των εικόνων
Επιστρέφοντας στη διαμόρφωση του μοναδικού μας πολιτισμού, επισημαίνουμε τη νίκη του Ελληνικού επί του Ασιατικού πνεύματος, το 843 μ.Χ., όταν με συνοδική απόφαση και αυτοκράτειρα τη Θεοδώρα, σύζυγο του Θεοφίλου, αναστηλώθηκαν οι εικόνες, οι οποίες, στο πλαίσιο της Εικονομαχίας (730-843 μ.Χ.) είχαν διωχθεί και καταστραφεί.
Η αναστήλωση των εικόνων ήταν ένα τεράστιο επίτευγμα της Εκκλησίας, αλλά και του ελληνικού πνεύματος, το οποίο δέχεται τον εικονισμό των θείων προσώπων, σε αντίθεση με το ασιατικό πνεύμα, που αρνείται τον εικονισμό, ήδη από την Παλαιά Διαθήκη. Ομως, αφού ο Θείος Λόγος προσέλαβε ψυχή και σώμα ανθρώπινο, μπορούμε να έχουμε τον Ιησού Χριστό σε εικόνες και να προσκυνούμε, δια της ανθρωπίνης φύσεως, τη Θεότητά Του.
Ο Ιωάννης Δαμασκηνός, καταγγέλλοντας τους εικονοκλάστες ως μονοφυσίτες, που δεν συλλαμβάνουν το μυστήριο της ενανθρώπησης, υποστήριξε σθεναρά τις εικόνες ως τα βιβλία των αγραμμάτων, προσθέτοντας ότι: «Η εικόνα είναι η μυστική έκφραση του αρρήτου, ούσα ένας δρόμος για να το πλησιάσουμε». Αλλωστε, από τον 11ο αιώνα είναι ορατή η επιρροή της κλασικής τέχνης του Ωραίου επί της «βυζαντινής» τέχνης του Υψηλού. Στην αρχή του 11ου αιώνα ανήκουν οι ασκητικές μορφές στα ψηφιδωτά του Οσίου Λουκά. Οι ίδιες παραστάσεις της Μονής Δαφνίου στο τέλος του 11ου αι. έχουν χάσει τον ασκητικό τους χαρακτήρα, καθώς τα σώματα παρουσιάζουν πλαστικότητα, οι πτυχές των ενδυμάτων είναι πιο πλούσιες, ενώ τα χρώματα χαρίζουν ζωντάνια στην εικόνα. Πράγματι, οι κλασικές σπουδές, παρά τα μεγάλα πολιτικά, εδαφικά και κοινωνικά προβλήματα της Αυτοκρατορίας από τον 11ο-15ο αιώνα, παρουσιάζουν άνθηση στην Κωνσταντινούπολη, στη Νίκαια (όπου ιδρύεται Φιλοσοφική Σχολή από τον Ι. Βατάτζη), στην Τραπεζούντα, στη Θεσσαλονίκη και στον Μυστρά. Στην πνευματική αυτή δράση έντονη είναι και η παρουσία της Δύσεως, που λαμβάνει τα «κλασικά φώτα» από τον «Βυζαντινό» αυτό Ανθρωπισμό.
Οι «Βυζαντινοί» λόγιοι
Ολοι γνωρίζουμε ότι η Αναγέννηση στη Δύση (15ος – 16ος αι.), όπως και ο Ανθρωπισμός του 18ου αι. προέκυψαν κυρίως από τη μελέτη των ελληνικών κλασικών κειμένων (ιδίως του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη), από Λογίους της Δύσεως. «Βυζαντινοί» Λόγιοι, οι οποίοι είχαν προηγηθεί στη μελέτη αυτή, μετέφεραν κείμενα στη Δύση προ και μετά την Αλωση της Κωνσταντινουπόλεως από τους Οθωμανούς.
Η Δύση, αλλοτριωμένη επί αιώνες από τον θρίαμβο της Χριστιανικής Πίστεως ως τρόπου σκέψεως, ζωής και αγιοπνευματικής εμπειρίας, που οδηγεί στη Θέωση, κράτησε από την Ελληνορθόδοξη Παράδοση μόνο το μέρος που αφορούσε την ελληνική σοφία. Ομως, τα δύο μοναδικά οικουμενικά μεγέθη συνέχισαν την αλληλοπεριχώρησή τους στην Ανατολή, σώζοντας συγχρόνως την αυτοτέλειά τους.
Ο Ησυχασμός
Στην προβολή των κλασικών γραμμάτων σε Ανατολή και Δύση, η Ορθοδοξία –με κέντρα τα Μοναστήρια– απάντησε με τον ασκητικό Ησυχασμό. Ο ασκητισμός του σώματος των πρώτων χριστιανικών χρόνων κατέληξε στον Μυστικισμό – Ησυχασμό του 14ου αιώνα, ο οποίος τελικά ένωσε τους Ρωμηούς και κυρίως το Ελληνικό Γένος στους δύσκολους αιώνες που ακολούθησαν μετά την Αλωση (1453). Ο αυστηρός αυτός ασκητισμός ενίσχυσε τη χριστιανική πίστη και έδωσε επιστημονικό χαρακτήρα στο σωτηριολογικό έργο της Ορθοδοξίας, αν και δεν έλειψαν σοβαρές κοινωνικές διενέξεις, εξ αιτίας των αντιδράσεων των αντιησυχαστών.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, τόσο ο Πατριάρχης, άγιος Φώτιος του 9ου αιώνα, όσο και ο πρωτοπόρος του Ησυχασμού, ο Μέγας Θεολόγος άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς του 14ου αιώνα, ήσαν βαθείς γνώστες του αρχαίου κλασικού πνεύματος, όπως και οι Πατέρες του 4ου αιώνα. Το αντίθετο δεν συνέβη ποτέ: Εκείνος, δηλαδή, που με τον προσωπικό του αγώνα έφθασε στη Θέωση, δεν διανοήθηκε να ζητήσει πνευματική κάλυψη από τα κλασικά γράμματα. Και τούτο διότι, η ουσία της σωτηρίας της ψυχής βρίσκεται στη δύναμη της καρδιάς και στην προσωπική ασκητική εμπειρία που –με τη βοήθεια της Θείας Χάριτος και του Αγίου Πνεύματος– επιτρέπει στον πιστό να αντικρύσει το Ακτιστο Φως. Αυτή είναι η αυθυπέρβαση και ο δοξασμός του αυθεντικού Ελληνισμού. Ποιό κλασικό κείμενο θα μπορούσε να σταθεί πάνω από τα θεία οράματα της Μοναχής, αγίας Πελαγίας στην Τήνο, χάρη στα οποία προσκυνούμε από το 1823 τη θαυματουργή Εικόνα της Ευαγγελίστριας; Το Μοναστήρι της αγίας Πελαγίας στο Κεχροβούνι στην Τήνο είναι Ορθόδοξο και ο διάλογος της αγίας με την Υπεραγία Θεοτόκο ήταν στα Ελληνικά.
Ο αγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς σπούδασε Αριστοτέλη σε τέτοιο βαθμό ώστε, σύμφωνα με τον Θεόδωρο Μετοχίτη, εκφραζόταν καλύτερα από τον ίδιο τον Αριστοτέλη. Ομως, έγινε Μέγας Θεολόγος μέσα στα Μοναστήρια του Αγίου Ορους, του Παπίκιου Ορους και της Βέροιας με αυστηρότατη άσκηση. Συγχρόνως, τάσσοντας την εμπειρία της Θεώσεώς του πάνω από την πολιτική ρευστότητα και τις κοινωνικές διαμάχες της εποχής του (ησυχαστές – αντιησυχαστές – ζηλωτές), στάθηκε φιλικός και ειρηνικός έναντι όλων των παρατάξεων. Θεωρείται ο Πατέρας των Συνόδων του 14ου αιώνα, οι οποίες διαφοροποιούν ριζικά την Ορθόδοξη Εκκλησία, στην πατερική συνέχειά της, από τον Χριστιανισμό της Δύσεως.
Στην Ορθοδοξία οι Οικουμενικές Σύνοδοι αποτελούν το πολίτευμα της Εκκλησιαστικότητας, διότι αντιμετωπίζουν τα μεγάλα προβλήματα της πίστεως και της τάξεως της Εκκλησίας, αλλά και ευρύτερα της κοινωνίας. Αντίθετα, ο Παπισμός υποκατέστησε την Οικουμενική Σύνοδο με τον Πάπα, που την έκανε θεραπαινίδα των παπικών σχεδίων. Ο υπερφυλετικός Ελληνορθόδοξος πολιτισμός είναι Πανανθρώπινος. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγαλούργησαν άνθρωποι που υπήρξαν κάτοχοι τόσο της αρχαίας ελληνικής σοφίας, όσον και της Θείας Αποκαλύψεως (Τρεις Ιεράρχες – άγιος Φώτιος – άγιος Γρηγόριος Παλαμάς).
Στο πνεύμα του Ησυχασμού κινείται και ο Νικόλαος Καβάσιλας τον 14ο αιώνα, που επιστρέφοντας στη δροσιά και την απλότητα των αποστολικών χρόνων, ανακαλύπτει τον πνευματικό άνθρωπο, όχι κατ’ ανάγκην στον αναχωρητή, αλλά στο ανώτατο επίπεδο της ανθρώπινης φύσης, με το οποίο επικοινωνεί ο Θεός.
Ο καθηγητής της ιστορίας και Πατερικός Πρωτοπρεσβύτερος Γ. Δ. Μεταλληνός γράφει: «Ο Ησυχασμός αποδείχθηκε η μεγαλύτερη πνευματική δύναμη για την επιβίωση του Γένους… Μετά την Αλωση θα θιγεί μόνον το πολιτικό μέρος της ζωής του Γένους, όχι όμως και το πνευματικό… Οι αρχαιολάτρες αντιησυχαστές θα εγκαταλείψουν αργότερα το «Βυζάντιο» ή θα μείνουν στραμμένοι στη Δύση ταυτισμένοι μαζί της. Ο Ησυχασμός θα παίξει σημαντικό ενωτικό ρόλο και στα ταραγμένα πολιτικά Ορθόδοξα Βαλκάνια, γιατί η ησυχαστική πνευματικότητα εξασφαλίζει αληθινή ενότητα στα όρια της Ορθόδοξης – Ρωμαίικης Υπερεθνικής και Υπερφυλετικής Ομοψυχίας… Σ’ όλη τη διάρκεια της μακράς δουλείας, τα μοναστήρια, με την ησυχαστική παράδοσή τους, θα διακρατούν την ψυχή του Γένους αδούλωτη… Σήμερα, η έκδοση των έργων του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά και η επιστημονική προσφορά Θεολόγων, όπως ο π. Ι. Ρωμανίδης, στη διερεύνηση της ησυχαστικής Παραδόσεως, θα βοηθήσουν στην επανανακάλυψη των ρωμαίικων – ορθοδόξων θεμελίων μας». (π. Γ. Δ. Μεταλληνός, Ελληνισμός Μαχόμενος, Εκδ. Τήνος, 1995, σελ. 13-40).
Ο ανυπέρβλητος, υπερφυλετικός – πανανθρώπινος πολιτισμός μας μπορεί να καλύψει θετικά όλες τις πλευρές της ζωής και να δώσει τις ορθές λύσεις σε όλα τα σύγχρονα προβλήματα. Δυστυχώς όμως, σε πολιτικό επίπεδο, η Ελλάδα μας παραμένει εγκλωβισμένη στην αμερικάνικη και δυτική νοοτροπία, την αλλοτριωμένη από τον αυθεντικό Ελληνοχριστιανισμό και υποδουλωμένη στην οικονομική και τεχνοκρατική παντοδυναμία.
Αντίθετα, μεγάλο μέρος του λαού μας, εντός και εκτός των γεωγραφικών συνόρων μας, σαν από θέλημα Θεού, διατηρεί μέσα του το θαύμα της Ελληνορθόδοξης συζεύξεως. Ο λαός, στο σύνολό του, λογίζεται, αποφασίζει και πράττει σύμφωνα με την υπέροχη συνείδηση της ιστορικής αυτής ενώσεως, διατηρώντας πάντοτε την «υπέρ Πίστεως και Πατρίδος» θαυματουργή «μαγιά» του αειμνήστου Μακρυγιάννη
Η κυρία Βιργινία Μ. Χαμουδοπούλου – Κωνσταντινίδου είναι ιστορικός