Όπως είναι γνωστό, η λατρεία των θαυματουργών εικόνων μία από τις κυριότερες εκδηλώσεις της ορθόδοξης χριστιανικής λαϊκής θρησκευτικότητας, διαχρονικά. Οι εικόνες αποτελούν για τον λαό αντικείμενα μεγάλης θρησκευτικής αξίας, αντιπροσωπευτικά της υπερφυσικής δύναμης που το θείον εμπεριέχει και εκδηλώνει. Γι’ αυτό και ουσιαστικά χρησιμοποιούνται ως μέσα τελετουργικής χειραγώγησης του θείου και του υπερφυσικού, στις διάφορες πρακτικές της θρησκευτικής λαογραφίας, ως τελετουργικά αντικείμενα δια των οποίων μπορεί να προσελκύσει ο άνθρωπος τη θαυματουργική δύναμη του Θεού και των αγίων, για να την χρησιμοποιήσει επ’ ωφελεία του, αλλά και για το καλό των συγγενών και φίλων του.
Πολλές λοιπόν είναι οι σχετικές λατρευτικές πρακτικές και ανάλογες οι τελετουργικές πράξεις που σχετίζονται με τις εικόνες. Και μάλιστα, πρόκειται για τελετουργικές πράξεις που έχουν διαχρονική ισχύ, καθώς ανάλογες αναφορές απαντούν τόσο στα βυζαντινά, όσο και στα μεταβυζαντινά χρόνια, αλλά και συνεχίζονται μέχρι και τις μέρες μας.
Τα αντίγραφα
Από τη σύγχρονη λατρευτική τιμή των εικόνων, θα εξετάσουμε εδώ μια πτυχή η οποία τα τελευταία χρόνια έχει αναδειχθεί, και η οποία αποτελεί σύγχρονο λαογραφικό φαινόμενο, συγγενικό προς την μεταφορά ιερών εικόνων και λειψάνων από την έδρα τους σε διάφορες ενορίες, για προσκύνηση και αγιασμό των πιστών.
Πρόκειται για τη συνήθεια κατασκευής, καθαγιασμού, μεταφοράς και τελετουργικής εγκαθίδρυσης αντιγράφων γνωστών και ιστορικών εικόνων, οι οποίες παραδοσιακά θεωρούνται θαυματουργές, σε διάφορες ενορίες, ιδίως δε σε ενοριακούς ναούς μεγάλων αστικών κέντρων, με σκοπό τον καθαγιασμό των πιστών και την πρόκληση θαυματουργικών επεμβάσεων στη ζωή όσων το έχουν ανάγκη και όσων το επικαλούνται. Οι εικόνες αυτές, πιστά αντίγραφα των αντίστοιχων θαυματουργών που φυλάσσονται κατά κανόνα σε μονές και προσκυνηματικά κέντρα της Ορθοδοξίας, θεωρούνται τελετουργικά ισοδύναμα των πρωτοτύπων, και τους αποδίδονται ανάλογες τιμές, στην σύγχρονή μας λαϊκή θρησκευτικότητα.
Συνήθως κατασκευάζονται μετά από αίτημα της ενορίας που θα τις υποδεχθεί και με δική της πρωτοβουλία και δαπάνη, με την άδεια όμως πάντοτε της μονής στην οποία φυλάσσεται το πρωτότυπο. Πρόκειται για μνημειακών διαστάσεων εικόνες, που αντιγράφουν πιστά το πρωτότυπο, τόσο στον εικονογραφικό τύπο, όσο και στις λεπτομέρειες, όπως για παράδειγμα η μεταλλική επένδυση, το προσκυνητάρι όπου τοποθετούνται, τα τάματα που φέρουν, κ.λπ. Ακολουθώντας μάλιστα την πρακτική της αποστολής αντιγράφων θαυματουργών εικόνων στις μακρινές παραδουνάβειες χώρες και στη Ρωσία, που εγκαινίασαν οι μονές του Αγίου Όρους από τον 16ο αιώνα και μετά, για λόγους ζητείας και συγκέντρωσης χρηματικής βοήθειας.
Η υποδοχή
Τις περισσότερες φορές εκτίθενται δίπλα στο θαυματουργό πρωτότυπο και λειτουργούνται επί σαράντα ημέρες, ή χρίονται με μύρο και τους διαβάζουν την παράκληση της Παναγίας ή του εικονιζομένου αγίου. Κατόπιν αποστέλλονται τελετουργικά στον προορισμό τους, με συνοδεία πάντοτε από την μονή όπου βρίσκεται το πρωτότυπο, και με τιμές ανάλογες εκείνων που το πρωτότυπο απολαμβάνει. Η υποδοχή τους στις ενορίες προορισμού συνήθως συμπίπτει είτε με το ετήσιο πανηγύρι της ενορίας, είτε με την επέτειο της εορτής της πρωτότυπης εικόνας, της οποίας το αντίγραφο αντιμετωπίζεται ως τελετουργικό ισοδύναμο.
Η υποδοχή αυτή έχει όλα τα τελετουργικά χαρακτηριστικά της υποδοχής των ιερών λειψάνων ή των περιπύστων εικόνων που μεταφέρονται περιστασιακά στις ενορίες για αγιασμό των πιστών: περιλαμβάνουν την τιμητική συνοδεία αγημάτων στρατιωτών ή ανδρών σωμάτων ασφαλείας, φιλαρμονικών και προσκόπων, ακόμη δε τη συνοδεία ανδρών και γυναικών ντυμένων με αντίγραφα παραδοσιακών φορεσιών, από τους εθνοτοπικούς συλλόγους της περιοχής, και μάλιστα αυτούς που κυρίως συνεργάζονται με την συγκεκριμένη ενορία υποδοχής, ή που ανήκουν στην ιδιαίτερη πατρίδα του εφημερίου. Στην τελευταία αυτή περίπτωση μάλιστα προβάλλεται η ιδέα της ιδιαίτερης πατρίδας μέσω της τελετουργίας της υποδοχής, γεγονός που έχει τη δική του λαογραφική σημασία.