Του Πρωτοπρεσβύτερου Χρ. Δ. Κυριακόπουλου
Η παρουσίαση ενός τέτοιου θέματος για τη σημασία της παρουσίας των ιεροψαλτών στα τελούμενα εντός του ιερού ναού (ήτοι, ιεροψαλτικά καθήκοντα και ιεροτελεστικά δρώμενα) εγγίζει βεβαίως διάφορες πτυχές της λειτουργικής ζωής στην Ορθόδοξη Εκκλησία· άλλωστε, όταν απευθυνόμαστε προς «ειδότας ψάλλειν», πολλά από αυτά που αναφέρονται στη συνέχεια θεωρούνται αυτονόητα. Όμως ένας εποικοδομητικός διάλογος με τα γνωστά και τα αυτονόητα συχνά αναδεικνύει και τη μεγάλη σημασία τους, την οποία ενίοτε καταλύουμε λόγω της κακώς εννοούμενης συνηθείας, δηλ. της καθημερινής «ρουτίνας» και εξοικείωσής μας με τον οίκον του Θεού.
Γνωρίζουμε πως η ψαλμωδία έχει τεθεί απεριφράστως στην υπηρεσία της θείας λατρείας. Ο ψάλτης χαρακτηρίζεται «ιεροψάλτης»· με τον όρο δηλώνεται ευθύς εξαρχής το έργο της ιεράς ψαλμωδίας των ύμνων της Εκκλησίας μας, όπως αυτοί ψάλλονται μέσα στους ιερούς ναούς, τους οποίους αγιασμένοι και θεόπνευστοι υμνογράφοι συνέταξαν και παρέδωσαν στο πλήρωμα της Εκκλησίας. Με τον όρο «ψαλμωδία» «εκφράζεται προσφυέστερα και πληρέστερα το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας του ορθοδόξου εκκλησιαστικού άσματος και διαστέλλεται τούτο από κάθε άλλη θρησκευτική μουσική.
Η ορθόδοξος ψαλμωδία είναι αυστηρά εκκλησιαστικό μέλος (ποίηση και μουσική) ιερατικού και λειτουργικού χαρακτήρος» (Μητροπ. Κοζάνης Διονύσιος, «Η βυζαντινή μουσική», Κοζάνη 1969, σ. 3). Γίνεται φανερό ακόμη ότι το αδόμενο ποιητικό κείμενο προσφέρεται διά της ζώσης φωνής των ιεροψαλτών με κάποια μουσική επένδυση, ενώ σκοπός της ψαλμωδίας είναι «η προσευχητική κοινωνία και αναφορά του πιστού προς τον Τριαδικό Θεό…» (Αθανάσιος Βουρλής). Ο ιερός Χρυσόστομος αναγνωρίζει στην ψαλμωδία την ισοτιμία και την κοινή προσφορά όλων («μια φωνή από διάφορες γλώσσες αναπέμπεται στον Δημιουργό της Οικουμένης»). Ο Μ. Βασίλειος τονίζει ότι η ψαλμωδία, σαν μια φωνή που απευθύνουμε προς τον Θεό, δημιουργεί την ενότητα και την αγάπη, όπου όλος ο λαός γίνεται ένας χορός που συμψάλλει. Η βυζαντινή μουσική υπηρετεί κυρίως τον λόγο, δίνεται δηλαδή προτεραιότητα στο ποιητικό κείμενο, γι’ αυτό είναι φωνητική και μονοφωνική, δηλαδή δεν συνοδεύεται από μουσικά όργανα, επειδή η παρουσία τους δεν συμβιβάζεται με το όλο πνεύμα της «λογικής» χριστιανικής λατρείας. Έτσι προέχει ο λόγος και με την απλότητα και την ιεροπρέπεια της μουσικής δημιουργείται κλίμα κατανυκτικό, ατμόσφαιρα μυσταγωγίας, μέσα στην οποία οι ύμνοι εκπληρώνουν τον θεολογικό και διδακτικό τους σκοπό.
Αντιλαμβανόμαστε, λοιπόν, ότι η παρουσία του ιεροψάλτου είναι σημαντική και ιερή. Οι ψάλτες είναι μιμητές των αγγελικών χορών, μάλιστα η τοποθέτησή τους καθιερώνεται με χειροθεσία από τον ίδιο τον Επίσκοπο και ανήκουν στους κατώτερους βαθμούς του Ιερού Κλήρου. Ως κατώτερος, λοιπόν, κληρικός ο ιεροψάλτης οφείλει να γνωρίζει, τηρεί, σέβεται και εφαρμόζει τις διατάξεις των Ιερών Κανόνων, όπως αναγράφονται στην προθεωρία του Μ. Τυπικού της Μ.Χ.Ε. Βασική απαίτησις είναι να είναι οι ιεροψάλτες «πεπληρωμένοι πνεύματος». Ειδικότερα, ο 75ος κανών της πενθέκτης στον Τρούλο Οικουμενικής Συνόδου παραγγέλλει: «Τους επί τω ψάλλειν εν ταις Εκκλησίαις παραγινομένους, βουλόμεθα μήτε βοαίς ατάκτοις κεχρήσθαι και την φύσιν προς κραυγήν εκβιάζεσθαι, μήτε τι επιλέγειν των μη τη Εκκλησία αρμοδίων τε και οικείων· αλλά μετά πολλής προσοχής και κατανύξεως τας ψαλμωδίας προσάγειν τω των κρυπτών εφόρω Θεώ». Με άλλα λόγια, οι κανόνες προτρέπουν τους ψάλτες να ψάλλουν με προσοχή και κατάνυξη, αλλά να μην εκφέρουν με τον λόγο τους πράγματα και ρήματα ανάρμοστα και ξένα προς την Εκκλησία. Επίσης ένας άλλος κανόνας δεν επιτρέπει να ψάλλει ο οποιοσδήποτε στο αναλόγιον παρά μόνον οι κανονικοί ψάλτες, επιτάσσει μάλιστα την «από διφθέρας» και όχι την «από στήθους» ψαλμωδία.
Επομένως, όταν ο ιεροψάλτης απομακρύνεται απ αυτές τις θείες και ιερές επιταγές, αλλοιώνεται η φύση της λειτουργικής παραδόσεως, καθ’ όσον είναι φανερή η απαίτηση των Κανόνων και της Ιεράς Παραδόσεως, που είναι βασική και αυστηρά. Η αποστολή του ιεροψάλτου είναι σαφής. Κρατεί ανά χείρας τα κείμενα των ιερών υμνωδών. Δεν καλείται να τα διαβάσει με οποιονδήποτε τρόπο και μάλιστα τροχάδην. Αντίθετα, με τη μουσική επένδυση καλείται να εκτελέσει τα κείμενα με τη σπουδαία του τέχνη, ώστε ο έμμετρος και εμμελής λόγος να γίνει κτήμα κοινόν του πιστού με τον πλέον αρμονικό τρόπο. Επομένως, όταν εκτελεί τον ύμνο ο ιεροψάλτης με το μουσικό βιβλίο ανά χείρας ερμηνεύει το περιεχόμενό του και μεταδίδει καθαρά και από τον πιστό ευπρόσδεκτα την ιερά υμνωδία, ώστε να μετέχει στο βάθος των υψηλών νοημάτων, σχεδόν να συλλαμβάνει την έμπνευση του υμνογράφου διά της μουσικής εκτελέσεως και έτσι να προσεύχεται. Αυτός είναι και ο αποκλειστικός σκοπός των τελουμένων εντός του ναού, να κατορθώνει ο πιστός την ένωσή του με τον Θεό. Μπορούμε να ισχυρισθούμε ότι ο ιεροψάλτης στην εκτέλεση των υψηλών καθηκόντων του μετέχει πρώτος αυτός στα τελούμενα, ψάλλει προσευχόμενος και προσεύχεται ψάλλων. Αυτή είναι και η καταξίωσή του, που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη ψυχικήν ευωχία. Σε τελική ανάλυση, η συμμετοχή του ιεροψάλτου γίνεται σοβαρά συμβολή στη επιτυχία των διδακτικών, θεολογικών και ποιμαντικών σκοπών της Θ. Λειτουργίας.
Ο ιεροψάλτης στην εκτέλεση των υψηλών καθηκόντων του μετέχει πρώτος αυτός στα τελούμενα, ψάλλει προσευχόμενος και προσεύχεται ψάλλων. Αυτή είναι και η καταξίωσή του, που δεν συγκρίνεται με καμία άλλη ψυχικήν ευωχία
Επαναλαμβάνουμε πως η ψαλτική ερμηνεία δεν πρέπει να επιτελείται ποτέ εις βάρος του λόγου, δεν πρέπει δηλαδή να είναι μόνο ένα ευχάριστο άκουσμα, όπως συμβαίνει με ένα κοσμικό άσμα, αλλά να υπηρετεί τον λόγο και τον διδακτικό, θεολογικό και ποιμαντικό σκοπό της θείας λατρείας. Αυτό σημαίνει πως η βυζαντινή μουσική δεν πρέπει να γίνεται ποτέ αυτοσκοπός εκ μέρους των ιεροψαλτών και να αποκόπτεται από την εκκλησιαστική ποίηση και λατρεία. Ο ιεροψάλτης όταν ψάλλει δεν κινεί μόνο τα χείλη του, αλλά ερμηνεύει όχι τόσο το μουσικό κείμενο όσο τον λόγο που είναι κάτω από τα σημαδόφωνα και ο οποίος φθάνει καλύτερα στις ακοές των πιστών και μπαίνει στις ψυχές τους μέσω της καλής ερμηνείας της βυζαντινής μουσικής, η οποία «αποτελεί το ηχητικό ένδυμα του λόγου» (Γρ. Στάθης) και «ερμηνεύει την των λεγομένων διάνοιαν» (Γρ. Νύσσης).
«Σ’ αυτή την αμεσότητα της αναφοράς δεν είναι απαραίτητες οι πολυφωνικές επιτηδεύσεις, διότι εξασθενίζουν την προσωπική πληρότητα του κάθε πιστού και δεν χρειάζονται όργανα, διότι εμποδίζουν ή αποκλείουν το λόγο, και οπωσδήποτε παρεμβάλλονται ανάμεσα στον πιστό και τον Θεό, καταστρέφοντας την αμεσότητα στη σχέση αυτή» (Γρ. Στάθης). «Οι πατέρες της Εκκλησίας μας δίνουν θαυμάσιες εξηγήσεις στους ψαλμούς των αίνων και παραλληλίζουν αλληγορικά τα διάφορα μουσικά όργανα με τον άνθρωπο και τα διάφορα μέλη του σώματός του και με την αρμονία των καλών του πράξεων» (Ιωάννης ο Χρυσόστομος, PG 55, 462b – 463). Όταν ψάλλει ο άνθρωπος, συμμετέχει όλο το είναι του, το υποκείμενο, ενώ το όργανο είναι ένα αντικείμενο, κάτι το άψυχο. Το καλύτερο όργανο για να υμνήσει τον Θεό είναι το όργανο που ο Θεός επροίκισε τον άνθρωπο, η φωνή. Η λατρεία δεν είναι θέατρο, αλλά προσευχή προς τον Τριαδικό Θεό, η οποία ποτέ δεν πρέπει να γίνεται με την παρεμβολή οργάνων ή άλλων μέσων, αλλά διά ζώσης φωνής, για να μην καταστρέφεται η άμεση επικοινωνία και σχέση του ανθρώπου με τον Θεό.
Το αμέσως επόμενο στοιχείο στον εξοπλισμό του ιεροψάλτου είναι το ήθος και το φρόνημά του. Αναφέραμε πως πρώτον χαρακτηριστικόν είναι για έναν ψάλτη η φωνή με την οποία τον επροίκισε ο Θεός. Δεύτερον, η τέχνη που σπουδάζεται ως γνώσις και εκτέλεσις η ερμηνεία. Τρίτον, το ήθος, με σχετική ανάλυση του όρου. Πρώτον, δε, από τα πολλά στοιχεία του ήθους είναι η ευπρέπεια: ενδυμασία καθαρά και καλής διατηρήσεως. Ακολούθως ράσο κλειστό. Στο στασίδι στάσις σεμνή, απηλλαγμένη από άσκοπες, περιττές, νευρικές ή επιδεικτικές κινήσεις, χειρονομίες, ψιθυρισμούς. Στο ήθος υπάγεται και το ύφος. Τούτο κατά το πλείστον είναι έμφυτον, αλλά συμπορεύεται επίσης με τον σεμνόν χαρακτήρα του ιεροψάλτου και με την ορθήν ερμηνείαν της μουσικής σημειογραφίας.