Toυ Λουκά Παπαδάκη
Κυκλοφορήθηκε πρόσφατα στην Κύπρο το βιβλίο του ιστορικού ερευνητή στο Ίδρυμα «Αρχάγγελος» της Ιεράς Μονής Κύκκου Κωστή Κοκκινόφτα «Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Λεόντιος». Στο έργο παρουσιάζεται η ζωή και το έργο ενός σπουδαίου ιεράρχη, από τους σημαντικότερους της εποχής της αγγλοκρατίας στην Κύπρο.
Ο Αντώνιος Λεοντίου, όπως είναι το λαϊκό του όνομα, γεννήθηκε το 1896 στη Λεμεσό. Το 1919, ο τότε περίφημος Μητροπολίτης Κιτίου (1918-1937) Νικόδημος Μυλωνάς, διάδοχος του Μελετίου Μεταξάκη στον θρόνο αυτό, εξασφαλίζει στον Λεόντιο υποτροφία για σπουδές στη Θεολογική Σχολή τού Πανεπιστημίου Αθηνών, τις οποίες και ολοκληρώνει το 1923. Μεταξύ των Κυπρίων συμφοιτητών του βρίσκουμε τον Διονύσιο Κυκκώτη, μετέπειτα Επίσκοπο Μαρεώτιδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, ο οποίος πρωτοστάτησε στα Οκτωβριανά του 1931, τον ξεσηκωμό των Ελληνοκυπρίων κατά των Βρετανών με αίτημα την Ένωση με την Ελλάδα, και μεταξύ των καθηγητών του τον Αμίλκα Αλιβιζάτο. Ο Λεόντιος επιστρέφει στην Κύπρο και υπηρετεί αρχικά ως ιεροδιάκονος στη Μητρόπολη Κιτίου (1923-1926) και καθηγητής των Θρησκευτικών στο Παγκύπριο Ιεροδιδασκαλείο και έπειτα ως ιεροκήρυκας στη Μητρόπολη Πάφου (1926-1928) υπό τον Μητροπολίτη Ιάκωβο Αντζουλάτο (1910-1929) και καθηγητής στο εκεί Γυμνάσιο.
Το 1928 ο Λεόντιος αναχωρεί για τη Νέα Υόρκη με διετή υποτροφία της ελληνικής κυβέρνησης για ευρύτερες θεολογικές σπουδές στο Θεολογικό Ινστιτούτο (General Theological Seminary). Κατά την περίοδο αυτή ο Λεόντιος παρακολουθεί μαθήματα Φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Το 1930, ενώ ευρισκόταν ακόμη στις ΗΠΑ, εξελέγη Μητροπολίτης Πάφου. Πλέον των καθηκόντων του προς τη μητροπολιτική του περιφέρεια, αναλαμβάνει λίγο μετά την ενθρόνισή του και ύστερα από την εξορία των Κιτίου Νικοδήμου Μυλωνά και Κυρηνείας Μακαρίου Μυριανθέα για τον ρόλο τους στα Οκτωβριανά του 1931 (ο ίδιος γλύτωσε την μήνιν των Βρετανών, διότι απουσίαζε στο εξωτερικό) και την πνευματική καθοδήγηση, αργότερα δε και την τοποτηρητεία των Μητροπόλεων Κιτίου και Κυρηνείας, αλλά και αυτήν του Αρχιεπισκοπικού Θρόνου, ύστερα από την κοίμηση του Κυρίλλου Γ΄ το 1933.
Ο Λεόντιος αγωνίζεται για να ανεβάσει το μορφωτικό επίπεδο του κλήρου και να διαδώσει στους νέους τον ευαγγελικό λόγο. Μεριμνά για τη διάδοση των ελληνικών γραμμάτων και δίδει μάχες ώστε να εξακολουθήσει με την Παιδεία να καλλιεργείται η εθνική ταυτότητα. Προστατεύει ναούς και μονές. Προσπαθεί να επανεντάξει στην Ορθοδοξία τους Λινοβάμβακους, τους Κύπριους δηλαδή κρυπτο-χριστιανούς. Και ακόμη αναπτύσσει το φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας, στηρίζοντας τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και τους δεινοπα-θούντες συνανθρώπους του.
Το 1938 συγκεντρώνει με έρανο το ποσό των 345 λιρών υπέρ των πληγέντων από σεισμό κατοίκων της Τουρκίας. Με ιδιαίτερη συγκίνηση διαβάζω σχετικά με τους εράνους, τους οποίους διενήργησε ο Λεόντιος υπέρ του ελληνικού στρατού κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο: «…Στις 8 Νοεμβρίου 1940 εξέδωσε νέα εγκύκλιο, με την οποία προέτρεπε όσους επιθυμούσαν να προσφέρουν στους εράνους αρραβώνες, κοσμήματα και χρυσά και αργυρά νομίσματα, που θα ενίσχυαν το νόμισμα της αγωνιζόμενης Ελλάδας στις κρίσιμες ώρες που βίωνε. Η έκκλησή του αυτή είχε ως αποτέλεσμα ακόμη και τα πιο φτωχά λαϊκά στρώματα να προσφέρουν ό,τι μπορούσαν στους δίσκους, που περιφέρονταν στους ναούς με την ευλογία της Εκκλησίας, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τα χρυσά δακτυλίδια των γάμων και άλλα πολύτιμα οικογενειακά κοσμήματα και προσωπικά είδη…» (σ. 137-138).
Στους ταραγμένους εκείνους καιρούς ο Λεόντιος φροντίζει για τη φιλοξενία στην Κύπρο έξι χιλιάδων περίπου Ελλαδιτών προσφύγων εξαιτίας της Κατοχής. Κατέβαλε προσπάθειες για να γεφυρωθούν οι κομματικές διαφορές, να κρατήσει κλίμα συναίνεσης και να δοθεί κοινός αγώνας με απώτερο σκοπό την ένωση. Το 1946, παρ’ όλο που πιεζόταν να προχωρήσει σε καταδίκη του κομμουνισμού, εξέδωσε απλώς διαφωτιστική εγκύκλιο, ακολουθώντας τη γνωμάτευση Αλιβιζάτου, κατά την οποία «η καταδίκη πολιτικής θεωρίας από την Εκκλησία ήταν αντικανονική και αυτό που μπορούσε να γίνει, σε περίπτωση που διαδίδονταν μέσω αυτής αντιθρησκευτικές ιδέες, ήταν να διαφωτιστεί κατάλληλα ο λαός» (σ. 149).
Τον Ιούνιο του 1947 εκλέγεται Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, δυστυχώς όμως μόλις για τριάντα έξι ημέρες, αφού τον επόμενο μήνα εξεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία πενήντα ενός ετών.
Ο ιεράρχης έγραψε κείμενα ιστορικού και ηθικού ενδιαφέροντος: το «Ο Αρχιεπίσκοπος Πάσης Κύπρου και Νέας Ιουστινιανουπόλεως Πρόεδρος παντός Ελλησπόντου» (1925) και το «Ηθική κατάστασις των κοινοτήτων ημών» (1926), όπου, όπως γράφει ο Κοκκινόφτας (σ. 44), «πρότεινε την ίδρυση ιερατικού φροντιστηρίου σε μερικές από τις μονές, όπου θα προπαρασκευάζονταν κατάλληλα ενοριακοί εφημέριοι, λαϊκοί ιεροκήρυκες και ιεροψάλτες (…). Θεωρούσε δε ότι ο κυριότερος παράγοντας για την ενίσχυση του έργου της Εκκλησίας στη διδασκαλία του λαού και στην πνευματική στήριξή του ήταν ο κατώτερος κλήρος, που έπρεπε να μορφωθεί επαρκώς για να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του…».
Σημαντική είναι και η μελέτη του για την απόκτηση του μεταπτυχιακού τίτλου από το Θεολογικό Ινστιτούτο υπό τον τίτλο «Εκκλησία και Κράτος κατά τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία».
Ο Κωστής Κοκκινόφτας αναδίφησε στο Αρχείο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου, αλλά και στον κυπριακό Τύπο της εποχής, επιπλέον δε μελέτησε πλήθος σχετικών εργασιών (με118 βιβλιογραφικές αναφορές), για να μας παρουσιάσει μια σημαντική εκκλησιαστική προσωπικότητα της Μεγαλονήσου και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, ώστε να ωφελούμαστε από πολλές πλευρές.
Γιατί δεν είναι μόνο ότι μαθαίνουμε για τους αγώνες του κυπριακού ελληνισμού, για τις νίκες, τις θυσίες, τους καημούς του, όλη αυτή την εποποιία που συστηματικά αγνοούν οι επίσημοι ιστορικοί μας -και φυσικά δεν αγνοούν μόνο την κυπριακή-, αλλά και ότι τίθενται ζητήματα γύρω από την ίδια την Ιστορία, δηλαδή την ανάγνωση του πολιτισμού μας.
Νομίζω ότι εδώ και μερικά χρόνια προβάλλουμε πρότυπα εφήμερα και αγνοούμε τον άνθρωπο και το παράδειγμά του. Υποβαθμίζουμε τον προσωπικό αγώνα, την προσωπική ιστορική διαδρομή του. Αλλά έτσι ο άνθρωπος χάνει την υπόστασή του και δεν μπορεί να αντιληφθεί τίποτε έξω από τον τόπο και τον χρόνο του. Διαβάζω το βιβλίο και, πέρα από τον Λεόντιο, πλήθος μέγα ονομάτων από το παρελθόν εγείρεται. Είναι οι συνάνθρωποί μας που έχουν περάσει στην αιωνιότητα και μας αποδεικνύουν, ο καθένας με τη ζωή του, πόσο κοντά μας είναι αυτή η αιωνιότητα, πόσο εφικτή.
Ο Κωστής Κοκκινόφτας μέσα από το βιβλίο για τον Αρχιεπίσκοπο Λεόντιο συμβάλλει και στην κατανόηση του ρόλου της Εκκλησίας στα εθνικά ζητήματα. Διότι όταν οι Έλληνες βρίσκονται σε κατάσταση δουλείας, άρα στερούνται ιδίας πολιτικής αρχής, η Εκκλησία τους γίνεται εθναρχούσα. Οι Κύπριοι ιστορικοί, με τον λαό τού νησιού να έχει νωπές τις μνήμες του βρετανικού ζυγού, της διχοτόμησης της πατρίδας και της προσφυγιάς, αναγνωρίζουν αβίαστα την προσφορά της Εκκλησίας στο Έθνος, εκεί όπου οι Ελλαδίτες συνάδελφοί τους, εμφανίζοντας ιδεολογικές αγκυλώσεις, άλλοι μεν δυσφορούν και επικεντρώνονται στις ελάχιστες περιπτώσεις όντως ανάξιων κληρικών, άλλοι δε προσεταιρίζονται την Εκκλησία, αλλά, ωφελούμενοι οι ίδιοι, βλάπτουν αυτήν.