Του Αλεξάνδρου Π. Κωστάρα, Ομότιμου Καθηγητή Νομικής Σχολής Πανεπιστημίου Θράκης
Ενα από τα πολλά «φρούτα» που παράγει ο γνωστός από παλιά «αγρός» της αθεΐας είναι και η λεγόμενη «επιστημονική αθεΐα», που αποτελεί «καρπό» μιας καινούργιας «ποικιλίας», η οποία προέρχεται από τη «γενετική μετάλλαξη» της επιστήμης. «Γενετιστές καλλιεργητές» αυτής της «ποικιλίας», αλλά και «έμποροι» των «μεταλλαγμένων φρούτων» της είναι δύο Αμερικανοί επιστήμονες, ο νομπελίστας φυσικός Στίβεν Γουάινμπεργκ και ο επίσης φυσικός Βίκτορ Στέιντζερ, οι οποίοι μέσα από τους κόλπους του κινήματος της «επιστημονικής αθεΐας» που δημιούργησαν προβάλλουν ως «απόστολοι» ή «ευαγγελιστές» αυτής. Η πεμπτουσία της «κηρύγματός» τους συνοψίζεται στη σκέψη ότι, «όπως αποδεικνύεται επιστημονικά (!), ο Θεός είναι ένας μύθος, που τον επινόησαν και τον συντήρησαν κάποιοι επιτήδειοι, για να βαυκαλίζουν τους αγράμματους και να εκμεταλλεύονται τους αφελείς».
Δεν θα μπούμε στη λογική των αριθμών, για να δούμε πόσο αγράμματοι ή αφελείς είναι τα εκατομμύρια λαμπρών επιστημόνων που πιστεύουν στον Θεό σε όλο τον κόσμο και πόσα Νόμπελ πρέπει να βάλει κάποιος από την άλλη μεριά της «ζυγαριάς» για να «αντισταθμίσει» τους Τρεις Ιεράρχες, που είχαν σπουδάσει όλες τις επιστήμες. Είναι, όμως, απαραίτητο να υποβάλουμε σε κριτική βάσανο τον «αποστολικό» λόγο των προαναφερθέντων «ευαγγελιστών», για να γίνει σαφές τι ακριβώς υποστηρίζουν και πόσο πειστικά είναι τα κηρύγματά τους.
Η επιστήμη ως «ψευδομάρτυρας» της αθεΐας
Κατ’ αρχάς ένας από τους «αφελείς», στους οποίους συγκαταλέγεται και η ελαχιστότητά μου, νομιμοποιείται, νομίζω, να επισημάνει ότι η βάση επάνω στην οποία στηρίζεται η «διδασκαλία» της «επιστημονικής αθεΐας» είναι ένα τεράστιο ψέμα, αφού εμφανίζει την επιστήμη να έχει λόγο σε θέματα για τα οποία εξ ορισμού δεν μπορεί να μιλήσει. Εμφανίζει, δηλαδή, την επιστήμη να εισέρχεται στον χώρο της μεταφυσικής, για να μας αποκαλύψει τα μυστήρια που αυτή κρύβει και, προπαντός, να μας αποδείξει ότι ο Θρόνος του Θεού είναι άδειος. Είναι, όμως, γνωστό στους «παροικούντες την Ιερουσαλήμ» ότι η επιστήμη και η μεταφυσική ανήκουν σε διαφορετικές σφαίρες και καμία από αυτές δεν μπορεί να εισέλθει στην «τροχιά» της άλλης, για να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει το αντικείμενο αυτής. Όσο πειστικός είναι ο ισχυρισμός κάποιου ότι η Σελήνη ενώθηκε με τη Γη, ώστε μετά την ένωση των δύο αυτών πλανητών να μπορούμε πια να κάνουμε ταξίδια στη μέχρι τώρα αθέατη πλευρά της Σελήνης, για να δούμε τι κρύβεται πίσω από αυτήν, άλλο τόσο μπορεί να γίνει πιστευτός ο ισχυρισμός των «αποστόλων» της «επιστημονικής αθεΐας» ότι «γεφυρώθηκαν» επιτέλους το «εντεύθεν» με το «επέκεινα», το βατό με το υπερβατό, και, συνεπώς, μπορούμε να μεταβαίνουμε ελεύθερα από το ένα στο άλλο.
Αποδειξιμότητα εναντίον ενοραματικότητας
Και πέραν αυτού. Η επιστήμη οφείλει σε κάθε περίπτωση να αποδεικνύει την αλήθεια των προτάσεών της, για να έχουν ισχύ οι παραδοχές της. Αντίθετα, η μεταφυσική δεν χρωστά να μας αποδείξει κανένα από τα μυστήρια που κρύβει μέσα της. Μας τα δείχνει απλά. Και αν μπορούμε να τα δούμε ή να τα βιώσουμε, έχει καλώς. Αν όμως δεν μπορούμε, θα είναι λάθος να πούμε ότι δεν υπάρχουν, επειδή εμείς δεν τα βλέπουμε. Είναι το ίδιο λάθος που κάνει εκείνος ο οποίος, επειδή δεν μπορεί να δει με γυμνό μάτι κάποια ουράνια σώματα, λέει ότι δεν υπάρχουν.
Επομένως, αυτός που περιδιαβάζει τον χώρο της μεταφυσικής δεν υποχρεούται να μου αποδείξει τίποτε από όσα ενοράται. Και αυτός που μου λέει ότι βλέπει τον Θεό δεν είναι υποχρεωμένος να μου το αποδείξει. Μα, κι αν επιχειρήσει να το κάνει, δεν θα τον πιστέψω, διότι θα μου λείπει το μέσο της παρατήρησης και της επαλήθευσης. Δεν συμβαίνει, όμως, το ίδιο πράγμα με τον ιατρό ερευνητή που μου λέει ότι κάτι βλέπει στο μικροσκόπιο. Αν θελήσω να διαπιστώσω την αλήθεια ή το ψεύδος του ισχυρισμού του, δεν έχω παρά να κοιτάξω μέσα από τον μεγεθυντικό φακό του μικροσκοπίου και τότε θα δω με τα ίδια μου τα μάτια τι συμβαίνει, αν δηλαδή μου λέει αλήθεια ή ψέματα ότι κάτι βρήκε. Μπορώ, όμως, να το κάνω αυτό και σε εκείνον που μου λέει ότι βλέπει τον Θεό; Να του πω, δηλαδή, «δείξε μου τι βλέπεις, αλλιώς δεν σε πιστεύω»;
Τα «μάτια» του νου και τα «μάτια» της καρδιάς
Εξάλλου, η επιστήμη εργάζεται με το μυαλό, ενώ η μεταφυσική με την καρδιά, με την πίστη. Επομένως, πώς είναι δυνατόν να δει κάποιος με τα «μάτια του νου» τον Θεό, ο οποίος μόνο με τα «μάτια της καρδιάς» μπορεί να ιδωθεί, όπως, άλλωστε, τόνισε και ο Κύριος επάνω στο Όρος, όταν μακάριζε εκείνους που έχουν καθαρή καρδιά, διότι μόνον αυτοί θα δουν τον Θεό (Ματθ. ε΄ 8);
Επομένως, αν πω σε κάποιον ότι βλέπω τον Θεό, που δεν τον βλέπει εκείνος, και τα γυαλιά μου να του δώσω ακόμη, δεν θα μπορέσει να δει τον Θεό. Και το ίδιο θα γίνει ασφαλώς, ακόμα κι αν του δώσω τα μάτια μου. Θα βλέπει χωρίς την καρδιά μου, άρα δεν θα βλέπει τίποτε.
Ενώ, λοιπόν, το δόγμα το δέχεσαι, αν το πιστεύεις, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για την επιστημονική γνώση. Δεν μπορείς δηλαδή να πεις ότι εγώ πιστεύω ότι το άθροισμα των γωνιών ενός τριγώνου είναι 240 μοίρες, κι ας λένε οι άλλοι ό,τι θέλουν. Διότι θα έρθει η γεωμετρία, θα βάλει κάτω τους κανόνες και τους τύπους της και θα σου δείξει το μέγεθος της πλάνης σου.
Αν, όμως, πεις ότι εγώ πιστεύω στην Ανάσταση των Νεκρών, διότι είδα αναστημένο Εκείνον, ο οποίος πριν από την δική Του Ανάσταση είχε αναστήσει πολλούς άλλους, δεν μπορεί να σου βρει κανένας ψεγάδι γι’ αυτό που λες, διότι απλούστατα δεν μπορεί να σου αποδείξει ότι πλανάσαι. Το αντίθετο μπορεί να γίνει, όπως είπαμε και πιο πάνω, αν τύχει και εσύ έχεις το εσωτερικό αισθητήριο που λείπει από τον συνομιλητή σου.
Από την ανάλυση που προηγήθηκε προκύπτει, πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η επιστήμη δεν μπορεί να αμφισβητήσει την ύπαρξη του Θεού. Μόνο για τα δικά της γνωστικά αντικείμενα μπορεί να μιλήσει, άσχετα αν κάποιοι, έχοντας τη σχετική προδιάθεση, παρερμηνεύουν πολλές φορές ορισμένες επιστημονικές απόψεις και τις συνδέουν εξ αντιδιαστολής αρνητικά με τον Θεό. Αυτό, όμως, είναι άλλο ζήτημα, που χρειάζεται ξεχωριστή συζήτηση.
Τι επιδιώκουν οι «νεκροθάφτες» του Θεού
Όσοι εμφανίστηκαν κατά καιρούς ως «νεκροθάφτες» του Θεού δεν άφησαν άδειο τον «Θρόνο» Του. Ανέβασαν κάτι άλλο επάνω σε αυτόν.
Ο Νίτσε, π.χ., αφού διακήρυξε με σαρκασμό ότι «ο Θεός είναι νεκρός» («Gott ist tot»), ανέβασε στον Θρόνο του Θεού τον Υπεράνθρωπό του. Πήρε, λοιπόν, τις «ευλογίες» αυτού του «Θεού» ο Χίτλερ και τις έκανε πράξη. Και είδαμε τα αποτελέσματα αυτής της πράξης. Πνίγηκε ο κόσμος στο αίμα και στα δάκρυα του ολέθρου.
Ο Στάλιν, από τη μεριά του, βρήκε τη σύριγγα με την «οπιούχο ένεση» που του είχαν παρασκευάσει ο Μαρξ και ο Λένιν (ας μη λησμονούμε ότι οι δύο αυτοί θεμελιωτές του κομμουνισμού θεωρούσαν τη θρησκεία «όπιο του λαού») και επιχείρησε να «σκοτώσει» με αυτήν τον Θεό. Δεν άφησε, όμως, και ο «πατερούλης» άδειο τον Θρόνο του Θεού. Ανέβασε επάνω σε αυτόν τη «δικτατορία του προλεταριάτου», δηλαδή έμμεσα τη δική του δικτατορία και όσων ήλεγχαν το προλεταριάτο στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στις χώρες-δορυφόρους της. Όταν, όμως, το προλεταριάτο ξύπνησε από τον λήθαργο και τη φενάκη της εξουσίας που του είχαν δημιουργήσει, τα πήρε όλα σβάρνα και δεν άφησε τίποτε όρθιο.
Οι ιθύνοντες της παγκοσμιοποίησης προβάλλουν ως κοινή θεότητα όλου του κόσμου την κυριαρχία της Νέας Τάξης, η οποία απεργάζεται τη δημιουργία μιας καινούργιας κοινωνίας με ανθρώπους χωρίς πίστη στον Θεό και χωρίς συνείδηση της εθνικής τους ταυτότητας ή της ιστορικής τους καταγωγής.
Αργυρώνητα, λοιπόν, όργανα της παγκοσμιοποίησης είναι οι περίφημοι «απόστολοι της επιστημονικής αθεΐας», εφόσον βάζουν ανεπίτρεπτα την επιστήμη να διεμβολίσει τη μεταφυσική, για να συντάξουν επάνω σε ψευδεπίγραφες επιστημονικές περγαμηνές τη ληξιαρχική πράξη θανάτου του Θεού. Η περίπτωση των εν λόγω «ψευδαποστόλων» προβάλλει με ιδιαίτερη σαφήνεια τη διαπιστωμένη εμπειρία που μας δείχνει πόση ζημιά μπορούν να κάνουν οι άνθρωποι οι οποίοι παρουσιάζουν μια κραυγαλέα αντινομία: γιγαντισμό του μυαλού και νανισμό του ήθους τους.
Η πίστη στον Θεό είναι πίστη στον άνθρωπο
Αν μελετήσουμε βαθύτερα όλες τις ιστορικά βεβαιωμένες προσπάθειες εγκαθίδρυσης αθεϊστικής κοινωνίας (εθνικοσοσιαλισμός, υπαρκτός σοσιαλισμός κ.λπ.), αλλά και τις σημερινές επιδιώξεις της παγκοσμιοποίησης, θα διαπιστώσουμε ότι συγκλίνουν σε ένα σημείο: στη χρησιμοποίηση του ανθρώπου ως μέσου για την επιτυχία του συστήματος.
Έτσι μπορούμε, νομίζω, βάσιμα να πούμε ότι κοινωνία χωρίς πίστη στον Θεό είναι σε τελευταία ανάλυση κοινωνία χωρίς πίστη στον άνθρωπο, αφού ο Θεός, στη χριστιανική τουλάχιστον θρησκεία, αγαπιέται μέσω του ανθρώπου. Δεν μπορείς δηλ. να πεις ότι αγαπάς τον Θεό, αν δεν έχεις αγαπήσει προηγουμένως τον άνθρωπο. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι ο άνθρωπος στην άθεη κοινωνία γίνεται χρηστικό μέσο που υπηρετεί, ενώ στην ένθεη κοινωνία είναι σκοπός που υπηρετείται, αποτελεί δηλαδή το «σκαλοπάτι» για να πλησιάσουμε τον Θεό.
Επειδή δε η κλήση του Θεού προς τον άνθρωπο είναι κλήση ελευθερίας, όπως το βλέπουμε αυτό χαρακτηριστικά στο «όστις θέλει» του Χριστού, τότε ο άνθρωπος που πιστεύει στον Θεό, και ιδιαίτερα στον Χριστό, είναι ελεύθερος. Και ένας ελεύθερος άνθρωπος είναι οπλισμένος με τη δύναμη της αντίστασης απέναντι σε καθετί που θα επιχειρούσε να του στερήσει την ελευθερία του.
Γι’ αυτό χτυπάνε σήμερα την πίστη λυσσαλέα οι «εργολάβοι» της παγκοσμιοποίησης με τα διάφορα όργανά τους. Διότι θέλουν να παραμερίσουν όλα τα εμπόδια, που θα μπορούσαν να συναντήσουν στον δρόμο τους για την αλλοτρίωση των λαών. Πώς αλλιώς θα μπορούσαν να «καλλιεργήσουν» το νέο «φρούτο» του ανθρώπου, για να το βάλουν στη συνέχεια ανεμπόδιστα στο «μίξερ» της παγκοσμιοποίησης και να φτιάξουν με αυτό τον «πολτό» που θέλουν;