Του Παναγιώτη Ι. Μπούμη, ομοτίμου Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών
Αρχίζουμε με το εξής ερώτημα: Έχουν ανάγκη οι εθνικές-τοπικές Εκκλησίες να αναγνωρίζονται από τις κυβερνήσεις του κράτους στο οποίο βρίσκονται; Η απάντηση έρχεται γενικώς αρνητική: Προφανώς, όχι, δεν έχουν ανάγκη.
Πιο συγκεκριμένα: Το θέμα της συνταγματικής κατοχύρωσης μιας τοπικής Εκκλησίας ως «επικρατούσης» (με τις διάφορες ερμηνευτικές αποχρώσεις) θρησκείας ή του χαρακτηρισμού της ως Νομικού Προσώπου Δημοσίου ή Ιδιωτικού Δικαίου είναι δευτερεύοντα. Φυσικά, αυτό για μια ζώσα Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία.
Η Χριστιανική Εκκλησία γενικώς καθ’ όλη την ιστορική Της διαδρομή δεν εξαρτήθηκε από αυτές τις κοσμικές-νομικές σχέσεις ή ιδιότητες.
Όπως είναι γνωστό, Ιδρυτής της Εκκλησίας είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός επίσης είναι η Κεφαλή Της και Αυτού το θέλημα, τη διδασκαλία και τα έργα είναι υποχρεωμένη η Εκκλησία να ακολουθεί σε όλη την επί Γης ιστορία, ζωή και πορεία Της. Από τη στιγμή που η Εκκλησία έχει τους δικούς Της νόμους και κανόνες, οι οποίοι εκφράζουν το θέλημα της Κεφαλής Της, και αυτούς τηρεί και ακολουθεί πιστώς, θεωρητικώς και πρακτικώς, όλα τα εμφανιζόμενα σχετικά προβλήματα επιλύονται. Είτε υποβοηθείται η Εκκλησία από την Πολιτεία είτε αγνοείται είτε και διώκεται, τα προβλήματα αυτά υπερπηδώνται και υπερνικώνται.
Με τα προηγούμενα αποτελέσματα επαληθεύεται, πραγματοποιείται συνεχώς και η προφητεία-υπόσχεση του Ιδρυτή Της: «…Επί ταύτη τη πέτρα (των λόγων μου και εντολών) οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής» (Ματθ. 16,18). Γι’ αυτό άλλωστε πρέπει να τηρείται και η αποστολική αρχή που υποδεικνύει στα μέλη της Εκκλησίας το «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πραξ. 5,29). Και βεβαίως επί του προκειμένου δεν πρέπει να λησμονούνται και οι λόγοι του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου: «Εκκλησίαν δε λέγω … ου τοίχους εκκλησίας, αλλά νόμους Εκκλησίας … Εκκλησία γαρ ου τοίχος και όροφος, αλλά πίστις και βίος» (Ομιλία ότε της εκκλησίας έξω ευρεθείς Ευτρόπιος …, PG 52,397).
Εκτός όμως από αυτά, που αφορούν και ενισχύουν τη θέση και τις θέσεις της Εκκλησίας, ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος διακηρύσσει και μερικά άλλα, που ενδιαφέρουν και συμφέρουν και την άλλη πλευρά, την πλευρά μιας Πολιτείας, την υπόσταση ενός Έθνους. Υπενθυμίζει, λοιπόν, και τονίζει: «Εκκλησίας ουδέν ίσον. Μη μοι λέγε τείχη και όπλα (ότι χρειάζονται για την οχύρωση μιας Πολιτείας)· τείχη μεν γαρ τω χρόνω παλαιούνται, η Εκκλησία δε ουδέποτε γηρά. Τείχη βάρβαροι καταλύουσιν, Εκκλησίας δε ουδέ δαίμονες περιγίνονται (= υπερισχύουν) … Πόσοι επολέμησαν την Εκκλησίαν και οι πολεμήσαντες απώλοντο; Αύτη δε υπέρ των ουρανών αναβέβηκε» (όπ.π., PG 52,397-398).
Μετά και όσα ελέχθησαν και αναφέρθηκαν πιο πάνω, θα είχαμε να προσθέσουμε και τα εξής: Ο σκοπός της Εκκλησίας, οι νόμοι Της, οι αρχές Της και η διδασκαλία Της αποβλέπουν στην ειρήνη των ανθρώπων, στη δικαιοσύνη, στην ελευθερία, στην αλληλεγγύη κ.ά. Αποβλέπουν δηλαδή στην ευτυχία της παρούσης ζωής, αλλά και στη μακαριότητα της μελλούσης. Η διδασκαλία, οι αρχές και οι κανόνες αυτοί της Εκκλησίας, επειδή είναι θείοι, ορθοί, δίκαιοι και αμετάβλητοι, αποτελούν την ασάλευτη πέτρα του Οικοδομήματος κάθε ανθρώπου, της Εκκλησίας, της κοινωνίας, κάθε Έθνους.
Αναλυτικότερα, και κατά την ομολογία κορυφαίων σκαπανέων της επιστήμης και της διεθνούς πολιτικής σκηνής, τα μηνύματα του Ευαγγελίου και της Ορθοδοξίας συμβάλλουν στην επικράτηση αξιών και αρχών για τις οποίες δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον οι σημερινές προηγμένες κοινωνίες. Τέτοιες ευγενείς επιδιώξεις είναι η υπερνίκηση των φυλετικών τάσεων, η κατάργηση των κοινωνικών τάξεων, η ανύψωση της ανθρώπινης φύσεως, η εξύψωση της γυναικείας θέσεως, η κοινωνική δικαιοσύνη, η αδελφοσύνη, η ειρήνη, η αλληλεγγύη προσώπων και λαών, το δημοκρατικό φρόνημα, η ελευθερία συνειδήσεως, η θρησκευτική ελευθερία, η οικολογική ευαισθησία κ.ά. Αυτά είναι αξίες οι οποίες εισήχθησαν στις σημερινές κοινωνίες ιδιαιτέρως διά της διαδόσεως του χριστιανικού πνεύματος σε αυτές. Αυτές οι αρχές και αυτά τα ιδεώδη αναμφιβόλως συντελούν και στη συνοχή και στην ενότητα ενός Έθνους, μιας Πολιτείας, ενός κράτους.
Μετά από όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, τίθεται πλέον ως άλλος επίλογος το εξής ερώτημα: Έχουν ανάγκη οι Εκκλησίες των διαφόρων χωρών-πολιτειών να αναγνωρίζονται από τις κυβερνήσεις τους ή μήπως έχουν οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών την ανάγκη και το συμφέρον να λαμβάνουν υπόψη τους τις αρχές και τους νόμους της Εκκλησίας για το καλό το δικό τους και των πολιτών τους; Η απάντηση τώρα προφανώς γίνεται θετική.