Του Γιώργου Θεοχάρη
Τον Φεβρουάριο του 1821, ήλθε στη Μονή Εσφιγμένου ο άρχοντας των Σερρών, Εμμανουήλ Παππάς, με την εντολή να προχωρήσει στην εξέγερση όλης της Μακεδονίας. Αυτός ξεσήκωσε και τους Αγιορείτες, με απώτερο στόχο την κατάληψη της Θεσσαλονίκης, στην οποία θα συμμετείχαν επίσης καράβια από την Ύδρα και τις Σπέτσες. Στη διάρκεια των συζητήσεων με τους Αγιορείτες έφτασε η τρομερή είδηση του απαγχονισμού του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε’ από τους Τούρκους, γεγονός που τους οδήγησε να ξεπεράσουν κάθε δισταγμό για τη συμμετοχή στην Επανάσταση. Στις 22 Απριλίου οι Ψαριανοί απέστειλαν, μετά από αίτηση των Αγιορειτών, δύο πλοία, που περιπολούσαν από τον Θερμαϊκό μέχρι το Άγιον Όρος. Αυτά πυρπόλησαν ένα τουρκικό καράβι στη θάλασα κάτω από τη Μονή Ξηροποτάμου. Τον Μάιο του 1821 κηρύχθηκε, με επίσημη τελετή στο Πρωτάτο, η Επανάσταση του Αγίου Όρους και ο Εμμανουήλ Παππάς αναγνωρίστηκε από τους μοναχούς ως αρχιστράτηγος της Μακεδονίας. Οι μοναχοί της αθωνικής πολιτείας ήταν τότε περίπου 3.000.
Οι Αγιορείτες μετέφεραν με τα καΐκια τους κανόνια και πολεμοφόδια στους μαχόμενους επαναστάτες στον Πολύγυρο, έσκαβαν οχυρωματικά χαντάκια, απέστελλαν τρόφιμα, έδιναν χρήματα για την Επανάσταση, κατασκεύαζαν πυρίτιδα και πρόσφεραν πολλές ακόμη πολύτιμες υπηρεσίες στον Αγώνα.
Καπετάνιος ο ηγούμενος Ευθύμιος
Περίπου 1.500 μοναχοί οπλίστηκαν, με καπετάνιο τον Ηγούμενο της Μονής Εσφιγμένου -ενός από τα αρχηγεία των επαναστατών- Ευθύμιο. Μαζί με τους άλλους επαναστάτες προσέβαλαν διάφορες θέσεις Τούρκων στη Χαλκιδική. Στις περιοχές εκείνες είχαν συγκεντρωθεί περί τις 50.000 Οθωμανών, εκ των οποίων από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο του 1821 σκοτώθηκαν πάνω από 20.000. Πρωταγωνιστικό ρόλο από πλευράς Αγιορειτών έπαιξε, εκτός από τον Εσφιγμενίτη Ευθύμιο, και ο Χαρτοφύλακας Νικηφόρος Ιβηρίτης.
Ο πόλεμος κράτησε επτά μήνες. Στην προέλασή τους προς τη Θεσσαλονίκη, οι Αγιορείτες πολέμησαν γενναία, κυρίευσαν τα χωριά της Χαλκιδικής στον δρόμο τους και γρήγορα πλησίασαν την πόλη. Στην πεδιάδα όμως του Λαγκαδά περικυκλώθηκαν από τους Τούρκους, που ήταν αριθμητικά υπέρτεροι (10.000), με τακτικό στρατό και ιππικό. Βλέποντας ότι τα ελληνικά πλοία δεν έρχονταν για να απειλήσουν τη Θεσσαλονίκη από τη θάλασσα και ότι δεν έφτανε και η βοήθεια που περίμεναν από τα Μανετομοχώρια της Χαλκιδικής, οι Αγιορείτες έσπασαν τον τουρκικό κλοιό. Άλλοι από αυτούς μαζί με τον Εμμανουήλ Παππά μπήκαν στην Κασσάνδρα, ενώ οι υπόλοιποι γύρισαν πίσω στο Άγιον Όρος μετά από πορεία οκτώ ημερών. Η τελική καταστολή της Επανάστασης της Μακεδονίας είχε ως αποτέλεσμα μία από τις μεγαλύτερες καταστροφές στην ιστορία του Αγίου Όρους, καθώς η 9ετής κατοχή του από τον τουρκικό στρατό που ακολούθησε επέφερε αναρίθμητα υλικά και ηθικά δεινά.
Η συνθηκολόγηση
Μετά την παραβίαση του στενού της Κασσάνδρας από τα στρατεύματα του Μεχμέτ Εμίν Αμπντουλάχ (Αμπού-Λουμπούτ) και τις σφαγές που ακολούθησαν στα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου 1821, οι Αγιορείτες ήταν βέβαιοι ότι πλησίαζε η σειρά τους. Έτσι, άρχισαν να ετοιμάζουν τα κειμήλια για να φύγουν. Στις 9 Νοεμβρίου, οι αντιπρόσωποι των 18 μονών (δεν υπέγραψαν αυτοί των Μονών Κουτλουμουσίου και Ξενοφώντος) αποφάσισαν να συνθηκολογήσουν. Για τον σκοπό αυτόν έστειλαν εκπροσώπους στον πασά.
Εν τω μεταξύ, ο Εμμανουήλ Παππάς και ο Ηγούμενος της Μονής Εσφιγμένου Ευθύμιος, βλέποντας το μάταιο της αντίστασης, είχαν ήδη αναχωρήσει για την Ύδρα. Στο Άγιον Όρος είχαν καταφύγει 7.000 γυναικόπαιδα, τα χωριά των οποίων είχαν κάψει οι Τούρκοι. Στις 11 Δεκεμβρίου δώδεκα Αγιορείτες μοναχοί επισκέφθηκαν τον Εμίν Αμπντουλάχ στο χωριό Άγιος Μάμας και δήλωσαν την υποταγή τους.
Στις 13 Ιανουαρίου επαναλήφθηκε συνάντηση των Αγιορειτών με τον πασά που είχε στρατοπεδεύσει στα όρια του Αγίου Όρους, στην Κουμίτσα της Ιερισσού. Καθοριστικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις με τους Τούρκους έπαιξε ο ιερομόναχος Άγιος Ιλαρίων, από την Ιμερέτη της Γεωργίας, ο οποίος συνέπεσε να είναι πατριώτης του αιμοσταγούς Εμίν Αμπντουλάχ (από την Αμπχαζία) και κατεύνασε την οργή του. Ο άγιος συντέλεσε και στη σωτηρία των Αγιορειτών ομήρων από τα μετόχια και άλλων αιχμαλώτων στις Φυλακές Θεσσαλονίκης, τους οποίους διακονούσε με αυτοθυσία. Ομολόγησε με θάρρος τον Χριστό μπροστά στον πασά την ημέρα του Ραμαζανιού του 1822. Μπροστά σε όλους τους επισήμους, τον έλεγξε για τις σφαγές στη Νάουσα, υβρίζοντας αυτόν και τον Μωάμεθ. Στο τέλος ο πασάς, παρά την επιθυμία του, διέταξε να αποκεφαλιστεί ο άγιος, για να μη θεωρηθεί ως παραβάτης του ισλαμικού νόμου. Την τελευταία όμως στιγμή η εκτέλεσή του αποτράπηκε από δύο Αμπχάζιους, έμπιστους υπαλλήλους του πασά. Έτσι, ο Ιλαρίων αναδείχθηκε και κατά προαίρεση μάρτυρας.
Τελικά, η καταστροφή των μονών αποτράπηκε, αφού αυτές δέχθηκαν τους εξής όρους που ζήτησαν ο πασάς και ο σουλτάνος, προκειμένου να εξασφαλίσουν ότι οι μοναχοί δεν θα επαναστατούσαν ξανά: α) να παραδώσουν στους Τούρκους όλα τα όπλα και τα πολεμοφόδιά τους, β) να αποσταλούν στην Κωνσταντινούπολη 50 προεστώτες μοναχοί ως όμηροι μέχρι να κατασταλεί η Επανάσταση, γ) να καταβάλουν όλους τους καθυστερούμενους από την ημέρα που ξέσπασε η Επανάσταση φόρους και δ) να δίνουν κανονικά στο εξής τους κεφαλικούς φόρους που επιβάλλονταν σε κάθε μη μουσουλμάνο.
Μετά την αίτηση χάριτος των Αγιορειτών, ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ χορήγησε αμνηστεία, με φιρμάνι που εκδόθηκε στις 26 Ιανουαρίου/7 Φεβρουαρίου 1822 και τους επέστρεψε όλη την περιουσία τους, που είχε προσωρινά δημεύσει.
Η φυγή
Πριν ακόμη ο πασάς φτάσει στην περιοχή της Κουμίτσας και όσο παρέμενε στρατοπεδευμένος εκεί, οι μοναχοί από τις περισσότερες μονές φόρτωσαν τα πολυτιμότερα κειμήλια σε καράβια και κατέφυγαν προσωρινά στα κοντινότερα νησιά, Σκιάθο και Σκόπελο. Στη συνέχεια πήγαν στα ασφαλέστερα νησιά της ελεύθερης Κάτω Ελλάδας, κυρίως στην Ύδρα και στον Πόρο, όπου εγκαταστάθηκαν σε μοναστήρια, καθώς και στα νησιά του Ιονίου.
Οι μονές του Αγίου Όρους, με τους λιγοστούς μοναχούς που είχαν μείνει, ήταν υποχρεωμένες να πληρώνουν κάθε μήνα 10.000 γρόσια μόνο για τους μισθούς (λουφέδες) των στρατιωτών. Για να βρουν αυτά τα χρήματα, απογυμνώθηκαν απελπιστικά. Αναγκάστηκαν να δανειστούν, να εκποιήσουν ασημικά, να λιώσουν τα μολύβια από τις στέγες των ναών και να ζητήσουν βοήθεια από τα μετόχια τους στη Βλαχία (σημερινή Ρουμανία), τα οποία επίσης βρίσκονταν σε δεινή κατάσταση, λόγω της επανάστασης του Αλέξανδρου Υψηλάντη, καθώς οι μοναχοί κρίθηκαν συνένοχοι και τα μετόχια αρχικά είχαν επίσης δημευτεί.
Κάποιοι από τους μοναχούς που είχε κρατήσει ως ομήρους ο Μεχμέτ Εμίν Αμπντουλάχ στις Φυλακές της Θεσσαλονίκης πέθαναν από τα βασανιστήρια, τις στερήσεις και τις κακουχίες.
Ήδη από το 1823 στις Μονές Αγίου Παύλου, Διονυσίου, Γρηγορίου, Σίμωνος Πέτρας, Ξηροποτάμου, Παντελεήμονος, Κωνσταμονίτου, Εσφιγμένου, Παντοκράτορος, Σταυρονικήτα, Φιλοθέου και Καρακάλλου είχαν μείνει μόνο 2-3 πατέρες, που εξυπηρετούσαν τους Τούρκους στρατιώτες. Όμως οι περισσότεροι από αυτούς, μη υποφέροντας τις αυθαιρεσίες των στρατιωτών, αναγκάστηκαν να φύγουν μόλις τους δόθηκε η ευκαιρία. Τον Ιούνιο του 1824 μέσα στο Όρος δεν είχαν μείνει πάνω από 500 μοναχοί και αυτοί οι περισσότεροι «κουτζοί, στραβοί, μισεροί και γερόντια». Ταυτόχρονα, με άδεια του σουλτάνου αναχώρησαν όλοι οι Ρώσοι και οι Ρουμάνοι πατέρες.
Βλέποντας οι Τούρκοι τα μοναστήρια έρημα, προέβαιναν σε ποικίλες λεηλασίες και καταστροφές, αφαιρώντας το μολύβι από τις στέγες, με αποτέλεσμα να καταστρέφονται από τις βροχές και τα χιόνια τοιχογραφίες, χειρόγραφα κ.ά., καίγοντας στασίδια, εικόνες και βιβλία, καταστρέφοντας εργαστήρια, όπως το τυπογραφείο της Μεγίστης Λαύρας, κάνοντας βανδαλισμούς κ.λπ.
Τα βάσανα των Αγιορειτών έλαβαν τέλος το 1830, όταν οι επίτροποι της Ιεράς Κοινότητας στην Κωνσταντινούπολη, Διονύσιος Λαυριώτης και Κύριλλος Χιλανδαρινός, σε συνεργασία με τον Πατριάρχη Αγαθάγγελο, ο οποίος ήταν Ιβηρίτης, κατάφεραν να εκδοθεί φιρμάνι για να απομακρυνθούν τα τουρκικά στρατεύματα από τον Άθω. Ο τουρκικός στρατός έφυγε στις 13 Απριλίου 1830, Κυριακή του Θωμά (Αντίπασχα), όταν μέλη της Ιεράς Επιστασίας (Ναζίρηδες) ήταν οι Διονύσιος Χιλανδαρινός, Γρηγόριος Ξενοφωντινός, Βησσαρίων Φιλοθεΐτης, Γρηγόριος Αρχιμανδρίτης Σιμωνοπετρίτης. Όπως γράφει ένας Αθωνίτης μοναχός: «έτζι μας εγλύτωσεν ο Θεός και η Κυρία ημών Θεοτόκος από τόσα βάσανα οπού ετράβηξεν το Όρος χρόνους εννέα και περισσότερον». Οι Αγιορείτες εκδήλωσαν την ευγνωμοσύνη τους προς την Παναγία, καθιερώνοντας να ψάλλεται από τότε μέχρι σήμερα την Κυριακή του Θωμά μια ειδική «Ευχαριστήριος Ακολουθία εις την Θεοτόκον διά την απαλλαγήν της δεκαετούς καταδρομής του Όρους».