Το Άγιον Όρος αιώνες τώρα συγκεντρώνει το παγκόσμιο ενδιαφέρον. Ο Άθως παραμένει η ζωντανή ιστορία της Ορθοδοξίας, που συγκινεί…
Το Άγιον Όρος αποτελεί αυτοδιοίκητο τμήμα του ελληνικού κράτους. Βρίσκεται στη Χερσόνησο του Άθω της Χαλκιδικής, στη Μακεδονία, περιλαμβάνει είκοσι ιερές μονές και άλλα μοναστικά ιδρύματα και ανεπίσημα χαρακτηρίζεται «αυτόνομη μοναστική πολιτεία».
Από το 1988 συγκαταλέγεται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Λίγα μίλια ΝΑ του Άθω βρίσκεται το μεγαλύτερο βάραθρο του Αιγαίου, που από τα 80 μ. βάθος απότομα φθάνει τα 1.070 μέτρα.
Καθιέρωση ονόματος
Το πότε ακριβώς διαδόθηκε ο Χριστιανισμός στον Άθω δεν είναι γνωστό. Κατά μία ρωσική παράδοση, η ίδια η Θεοτόκος εμφανίστηκε στην περιοχή και οι κάτοικοι ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό. Συγκεκριμένα, η Θεοτόκος μαζί με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, παραπλέοντας τον Άθω καθ’ οδόν προς την Κύπρο για να επισκεφθούν τον Λάζαρο, λόγω φοβερής θαλασσοταραχής αποβιβάστηκαν στην ακτή όπου βρίσκεται σήμερα η Ιερά Μονή των Ιβήρων. Εκεί η Θεοτόκος θαύμασε τον χώρο και τότε ακούσθηκε φωνή εξ ουρανού που έλεγε: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι». Έτσι, το Άγιον Όρος καθιερώθηκε να λέγεται «κλήρος και περιβόλι της Παναγιάς».
Σύμφωνα, δε, με την παράδοση, ο Μέγας Κωνσταντίνος έχτισε στον Άθω πλείστους ναούς, αν και κάτι τέτοιο δεν τεκμηριώνεται. Σύμφωνα με όσα έχουν γραφτεί, κατά τον 4ο αιώνα υπήρχαν Χριστιανοί, τα ίχνη και η τύχη των οποίων όμως παραμένουν άγνωστα. Είναι πιθανό να επρόκειτο για μεμονωμένους ερημίτες που ασκήτεψαν στον Άθωνα κατά τη διάρκεια του 4ου και του 5ου αιώνα, ενώ ήταν πολυάριθμοι κατά τον 9ο αιώνα, όταν έγιναν οι πρώτες προσπάθειες για οργάνωση σε μοναστηριακές κοινότητες.
Κάποιοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι μοναχοί από τον Άθωνα παρευρέθησαν στη Σύνοδο που οργανώθηκε στην Κωνσταντινούπολη για την αποκατάσταση των εικόνων το 843. Επίσης, κατά το δεύτερο ήμισυ του 9ου αιώνα ο Ιωάννης Κολοβός έκτισε, στο βόρειο τμήμα, τη λεγόμενη Μεγάλη Βίγλα, το πρώτο μοναστήρι. Τότε ορίστηκαν και τα σύνορα του Άθω και απαγορεύτηκε η είσοδος των λαϊκών, μη εξαιρουμένων και των ποιμένων, σε αυτόν. Έτσι, ο Άθως άρχισε να αποτελεί αποκλειστικό τόπο ασκητών και «οικητήριο βίου αγίου».
Ανεξάρτητα όμως από τα παραπάνω, από ιστορικής άποψης τρεις ήταν οι κύριοι λόγοι της ανάπτυξης του μοναχισμού του Αγίου Όρους:
– Η προηγούμενη διάλυση των αρχαίων πόλεων, με συνέπεια όλος ο χώρος να είναι κενός και επομένως κατάλληλος για ασκητές.
– Η εξάπλωση των εχθρών των Βυζαντινών στις ανατολικές περιοχές, όπου κατέστρεψαν τα παλαιότερα μοναστήρια.
– Η εικονομαχία που ξέσπασε στην Κωνσταντινούπολη και εξαιτίας της οποίας πολλοί μοναχοί αναζήτησαν κάποιον νέο χώρο ως «καταφύγιο».
Με αυτά δεδομένα, συμπεραίνεται πλέον ασφαλώς ότι ο μοναχισμός του Αγίου Όρους ξεκίνησε περί τον 8ο αιώνα, ενώ από τον επόμενο αιώνα το Αγιον Όρος αποτελούσε πλέον, και ιστορικά, το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο της περιόδου και όλων των μετέπειτα εποχών.
Ιστορικά, η αρχή της αθωνικής μοναστικής ζωής συνέπεσε με τη Σύνοδο του 843 που συγκάλεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα για την αναστήλωση των ιερών εικόνων επί Πατριάρχου Μεθοδίου Α’, και ειδικότερα με την άφιξη στον Άθωνα δύο μεγάλων προσωπικοτήτων. Πρώτος ησυχαστής αναφέρεται ο Πέτρος ο Αθωνίτης, του οποίου η άφιξη μπορεί να τοποθετηθεί στο τέλος του 7ου αιώνα, ενώ ο δεύτερος είναι ο Ευθύμιος ο Νέος, ο οποίος ήρθε στο Όρος από τη Θεσσαλονίκη περί το 860. Οι δύο αυτοί άνδρες, αν και περίπου σύγχρονοι, εκπροσωπούσαν διαφορετικές ασκητικές τάσεις μοναχισμού: Ο μεν πρώτος του λεγόμενου «ερημιτισμού» και ο δεύτερος του λεγόμενου «λαυριωτισμού». Τέλος, με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου Α’ το 885 ο Άθως ορίστηκε αποκλειστικός τόπος διαμονής ασκητών, αποκλειομένων οποιωνδήποτε άλλων κοσμικών, ακόμα και ποιμένων ή γεωργών.
Πρώτος ησυχαστής αναφέρεται ο Πέτρος ο Αθωνίτης, του οποίου η άφιξη μπορεί να τοποθετηθεί στο τέλος του 7ου αιώνα, ενώ ο δεύτερος είναι ο Ευθύμιος ο Νέος, ο οποίος ήρθε στο Όρος από τη Θεσσαλονίκη περί το 860
Έτσι, ο αγιορείτικος μοναχισμός άρχισε να αναπτύσσεται όπως και στα παλαιότερα κέντρα του, στην Ανατολή, περνώντας από τρία στάδια: το ασκητικό, το κοινοτικό και το κοινοβιακό μέσα σε σύντομο διάστημα. Οι πρώτοι ερημίτες μοναχοί εγκαταστάθηκαν στην αρχή της χερσονήσου, όπου το έδαφος ήταν ομαλό, λόγω όμως των επιδρομών των Σαρακηνών πειρατών άρχισαν σιγά-σιγά να μεταφέρονται σε τελείως απρόσιτες περιοχές μέσα στη χερσόνησο. Στη συνέχεια, οι μοναχοί εκείνοι συγκεντρώθηκαν στις λεγόμενες «λαύρες» (οργανωμένες ομάδες), όπως εκείνες παλαιότερα της Παλαιστίνης. Από αυτές, δύο έμειναν γνωστές, εκείνη του Κλήμεντος, κοντά στη σημερινή Μονή Ιβήρων, και η λεγόμενη «Καθέδρα των Γερόντων», επί του υψώματος «Ζυγός», που ήταν και η σπουδαιότερη. Επίσης, πολλών παλαιών ασκητικών συνοικισμών και ασκητηρίων διατηρήθηκε η μνήμη, όπως και του «Αθωνικού Πρωτάτου» (αρχαιότατος μοναστικός οικισμός του Αγίου Όρους).
Οργάνωση των μονών
Η πλησιέστερη επισκοπική έδρα ήταν αυτή της Ιερισσού και ο οικείος επίσκοπος απαίτησε να έχει στη δικαιοδοσία του τους μοναχούς της χερσονήσου. Στα 985 ο αυτοκράτορας Βασίλειος Β’ ο Βουλγαροκτόνος με χρυσόβουλλο απάλλαξε τους ερημίτες από τη δικαιοδοσία της Μονής Αγίου Ιωάννου του Κολοβού, που βρισκόταν κοντά στην Ιερισσό, και τους παραχώρησε τον Άθωνα ως ιδιοκτησία τους.
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης
Περί το 960, εισήχθη εκτεταμένη μεταρρύθμιση από τον Πόντιο μοναχό Αθανάσιο τον Τραπεζούντιο, που αργότερα έγινε γνωστός ως Όσιος Αθανάσιος ο Αθωνίτης. Με συντρόφους του από τη Μικρά Ασία και με τη βοήθεια του αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά, του οποίου ήταν φίλος και εξομολογητής, ίδρυσε τη Μονή Μεγίστης Λαύρας, όπου επέτυχε να φθάσει τη μοναστική ζωή σε υψηλό βαθμό τελειότητας. Η μεταρρύθμιση που απέληξε στο μοναστικό τυπικό του Αγίου Αθανασίου έγινε αποδεκτή ως πρότυπο. Οι οπαδοί του αυστηρού μοναστικού βίου, με επικεφαλής τον Παύλο τον Ξηροποταμίτη, αντέδρασαν στις καινοτομίες του Αθανασίου και ζήτησαν παρέμβαση του αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή.
Τη σύγκρουση των δύο αντίθετων ρευμάτων ρύθμισε ο πρώτος καταστατικός χάρτης του Αγίου Όρους, που συνέταξε ο Αθανάσιος και επικύρωσε με την υπογραφή του ο Τσιμισκής. Είναι ο λεγόμενος «Τράγος» (δηλαδή περγαμηνή από δέρμα τράγου), που φυλάσσεται στις Καρυές και αποτελεί το σημαντικότερο κειμήλιο της αθωνικής πολιτείας. Με τη βοήθεια της αυτοκρατορικής Αρχής του Ιωάννη Τσιμισκή (969-976) οι αντιθέσεις μεταξύ των μοναχών τέθηκαν κατά μέρος και η κοινοβιακή ή κοινοτική ζωή διαδόθηκε στους ερημίτες που ζούσαν διασκορπισμένοι στις κοιλάδες και τα δάση.
Ο Αθανάσιος έγινε γενικός αββάς ή Πρώτος των πενήντα οκτώ μοναστικών κοινοτήτων του Όρους και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως ο κύριος ιδρυτής του «κοινοβιακού μοναχισμού» του Αγίου Όρους. Από αυτήν την περίοδο χρονολογούνται οι Μονές των Ιβήρων, του Βατοπαιδίου, του Εσφιγμένου και του Ζυγού.
Βυζαντινή περίοδος ακμής
Με τη βοήθεια του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, το 1046, ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος (1042-1054) ρύθμισε την εσωτερική διακυβέρνηση των μοναστηριών, τη διαχείριση των ακινήτων τους και την εμπορική δραστηριότητά τους. Σύμφωνα με το αυτοκρατορικό έγγραφο (Δεύτερο Τυπικόν) που εξέδωσε, απαγορεύεται η είσοδος γυναικών στη χερσόνησο, απαγόρευση τόσο αυστηρή, ώστε από τότε ακόμη και ο Τούρκος αγάς ή ο ανώτερος υπάλληλος που κατοικούσαν στις Καρυές δεν έπαιρναν μαζί τους το χαρέμι τους.
Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια. Αυτή την περίοδο μπήκε σε γενική χρήση ο όρος «Άγιον Όρος». Ο Αλέξιος Κομνηνός απάλλαξε τα μοναστήρια από τη φορολογία, τα ελευθέρωσε από την υποταγή στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως και τα τοποθέτησε υπό την άμεση προστασία του. Εξαρτήθηκαν, εντούτοις, από τον γειτονικό επίσκοπο Ιερισσού για τη χειροτονία των ιερέων και των διακόνων τους.
Γύρω στο 1100 η Μεγίστη Λαύρα είχε 800 μοναχούς και σε όλο τον Άθωνα υπήρχαν 180 μοναστήρια
Οι Σλάβοι επεδίωξαν να γίνουν αποδεκτοί στις νέες μονές και σε λίγο οι πρίγκιπές τους στη βαλκανική χερσόνησο ίδρυσαν ανεξάρτητα «καθίσματα» για τους Σλάβους μοναχούς. Κατ’ αυτό τον τρόπο προέκυψαν κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αλεξίου Α’ (1081-1118) τα καθαρά σλαβικά μοναστήρια του Χιλανδαρίου και του Ζωγράφου. Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες δεν έπαψαν ποτέ να δείχνουν το ενδιαφέρον τους για τη μικρή μοναστική πολιτεία και ωφελήθηκαν ακόμη και πολιτικά από την καθολική εκτίμηση που η θρησκευτική αδελφότητα απολάμβανε σε όλο τον χριστιανικό κόσμο.
Η κοινωνικοοικονομική κατάστασή του
Οι συνεχείς δωρεές, οι κρατικές επιχορηγήσεις και τα έσοδά τους συνέβαλλαν στην απόκτηση εδαφικών εκτάσεων στην κεντρική και την υπόλοιπη Μακεδονία. Με το σύστημα των εκμισθώσεων, εκτάσεις γης καλλιεργούνταν από παροίκους – ελεύθερους καλλιεργητές. Η ανάπτυξη ιδιοκτησίας όμως «προσέδωσε σε αυτές χαρακτηριστικά γνωρίσματα μεγαλοϊδιοκτητών, δηλαδή απληστία και τάση αυξήσεως της περιουσίας τους σε βάρος ασθενεστέρων». Σημαντικές ήταν οι κτήσεις των μονών της Λαύρας, του Χιλανδαρίου, του Εσφιγμένου, του Ξηροποτάμου, του Αγίου Παύλου, των Ιβήρων, του Κουτλουμουσίου, του Ξενοφώντος και του Διονυσίου. Έτσι, εκτός από υπολογίσιμη οικονομική δύναμη, μεταβάλλονταν και σε υπολογίσιμη κοινωνική: οι πολλοί εκμισθωτές που χρησιμοποιούνταν για την καλλιέργεια των κτημάτων τους ήταν σε κατάσταση εξάρτησης από αυτές και, επομένως, έστω και έμμεσα, κοινωνικοποιείτο η μεγάλη αθωνική μοναστική περιουσία.
Λατινική κυριαρχία
Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Λατίνοι Σταυροφόροι βασάνισαν, έκαψαν, έπνιξαν, αλλά και κρέμασαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των μονών. Οι μοναχοί απευθύνθηκαν στον Πάπα Ιννοκέντιο Γ’, ο οποίος τους πήρε υπό την προστασία του και στις επιστολές του απέτιε φόρο τιμής στις μοναστικές αρετές τους. Εντούτοις, με την αποκατάσταση της βυζαντινής πολιτικής κυριαρχίας οι μοναχοί επέστρεψαν (1313) στην κανονική εξάρτησή τους από το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Έναν αιώνα αργότερα, μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης (1204), οι Λατίνοι Σταυροφόροι βασάνισαν, έκαψαν, έπνιξαν, αλλά και κρέμασαν τους μοναχούς και προέβησαν σε καταστροφές των μονών
Ο 14ος αιώνας
Το 14ο αιώνα η Καταλανική Εταιρεία επέδραμε εναντίον του Άθωνα για δύο έτη (1307-1309), καταστρέφοντας σε μεγάλο βαθμό πολλά μοναστήρια, λεηλατώντας τους θησαυρούς τους και τρομοκρατώντας τους μοναχούς. Από τις 300 μονές που υπήρχαν στην αρχή του 14ου αιώνα, μόνο 35 έμειναν. Στα μέσα του αιώνα η Μακεδονία περιήλθε στα χέρια του Σέρβου ηγεμόνα Στεφάνου Δουσάν, ο οποίος επισκέφθηκε τη χερσόνησο και έδωσε σε πολλά από τα μοναστήρια οικονομική ενίσχυση. Κατά τον 14ο αιώνα παρατηρούνται και οι μεγάλες ησυχαστικές έριδες, με κύριους πρωταγωνιστές τον Άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, Αρχιεπίσκοπο Θεσσαλονίκης, και τον Βαρλαάμ τον Καλαβρό, οι οποίες έφεραν αναταραχή στη μοναστική πολιτεία.
Ησυχαστικές έριδες
Οι μοναχοί του Αγίου Όρους είχαν αποδεχθεί τον Ησυχασμό. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο τον Σιναΐτη, ιδρυτή του ησυχαστικού κινήματος, οι μοναχοί θα μπορούσαν να δουν το «άκτιστο φως» του Θεού, το φως που έλαμψε στη Μεταμόρφωση του Ιησού στο όρος Θαβώρ, εάν ήταν ενάρετοι και αφιερωμένοι αποκλειστικά στην προσευχή. Η πρακτική των ησυχαστών ήταν να επαναλαμβάνουν συνεχώς την επίκληση, τη λεγόμενη ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ Θεού, ελέησόν με τον αμαρτωλόν».
Το ζήτημα του Ησυχασμού διαίρεσε τη βυζαντινή κοινωνία. Μερικοί τον αγκάλιασαν με θέρμη, ενώ άλλοι τον απέρριψαν βίαια, κυρίως λόγω των υπερβολών μερικών φανατικών. Ο Ησυχασμός υποστηρίχθηκε επίσης από τους Βυζαντινούς αριστοκράτες και επικράτησε τελικά σε τρεις Συνόδους (1341, 1347 και 1351).
Το ζήτημα του Ησυχασμού διαίρεσε τη βυζαντινή κοινωνία. Μερικοί τον αγκάλιασαν με θέρμη, ενώ άλλοι τον απέρριψαν βίαια, κυρίως λόγω των υπερβολών μερικών φανατικών
Οι προσπάθειες που έγιναν από τον Βαρλαάμ και τον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Γ’ για να καταπολεμήσουν την κίνηση των Ησυχαστών και να περιορίσουν τη διάδοσή της ήταν ανεπιτυχείς. Τελικά, μετά τις αποφάσεις των Συνόδων που συνεκλήθησαν για αυτό το θέμα, κατέπαυσαν οι ταραχές.
Αργότερα, οι αυτοκράτορες Παλαιολόγοι στην Κωνσταντινούπολη και οι Σλάβοι πρίγκιπες και ηγεμόνες της βαλκανικής χερσονήσου συνέχισαν να πλουτίζουν τα μοναστήρια του Άθωνα, τα οποία έλαβαν το μεγαλύτερο μέρος του υλικού πλούτου τους κατά τη διάρκεια της παλαιολόγειας περιόδου. Αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε επίσης από τις προσπάθειες της Μονής Καρυών να εξασφαλίσει υπεροχή έναντι των άλλων μοναστηριών, να πετύχει τον αποκλεισμό του επισκόπου Ιερισσού από τη χερσόνησο, να αντιμετωπίσει τις επιθέσεις από πειρατές όλων των ειδών και να ιδρύσει διάφορα νέα μοναστήρια, τα Σιμωνόπετρας, Κωνσταμονίτου, Αγίου Παύλου και Διονυσίου.
Οθωμανική κυριαρχία
Όταν το 1430 οι Οθωμανοί κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη, οι μοναχοί προσέφεραν την υποταγή τους στον σουλτάνο Μουράτ Β’, ο οποίος τους αναγνώρισε τα προηγούμενα αυτοκρατορικά προνόμια.
– Αναγνώριζε το επί Μεχμέτ Α’ παλαιότερο καθεστώς νομής (tasarruf) των βακουφίων (vakf) και των μουλκιών (mulk) τους.
– Απαγόρευε στους μουσουλμάνους ή τους Χριστιανούς να εισέρχονται στη χερσόνησο του Αγίου Όρους και στα βακούφια των μοναστηριών έξω από αυτήν.
– Διέτασσε την ελεύθερη διακίνηση των προϊόντων των μετοχίων τους με πλοία προς το Άγιον Όρος.
– Αναγνώριζε τα ισχύοντα παλαιότερα και για τις περιουσίες τους (χωριά, αμπέλια, κήποι, πρόβατα) στην ύπαιθρο της Θεσσαλονίκης και των Σερρών, ανανεώνοντας το καθεστώς φορολογικής ατέλειας που είχαν στα χρόνια του παππού του, του Μπαγιαζήτ Α’: διέταζε τους καδήδες και τους σουμπασήδες αυτών των βιλαετίων να μην εισπράττουν τίποτε από τις μοναστηριακές περιουσίες και να μην εισέρχονται σε αυτές οι εισπράκτορες του χαρατσίου.
– Επιβεβαίωσε την απαλλαγή των μοναχών από τους έκτακτους φόρους.
Όμως το 1432-3 οι μοναστηριακές περιουσίες σε Θεσσαλονίκη και Σέρρες υποχρεώθηκαν να καταβάλουν φόρους σε χάσια, ζιαμέτια, τιμάρια, μούλκια και βακούφια. Με μπεράτι του 1485 ο Μπαγιαζήτ Β’ ανανέωσε τα παλαιότερα μπεράτια του Μουράτ Β’ και του Μεχμέτ Β’. Σύμφωνα με αυτό, διατηρούσαν τη νομή των εκκλησιών, των σπιτιών, των αμπελιών, των μύλων και των χωραφιών τους στις επαρχίες των Σερρών και της Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν μπορούσε να τους αφαιρέσει τις περιουσίες τους. Επίσης, οι αξιωματούχοι όφειλαν να μην παραβιάζουν το σουλτανικό και το εθιμικό δίκαιο.
Υπήρξε περίοδος ακμής έως τον 16ο αιώνα, οπότε η οικονομική θέση των μοναστηριών χειροτέρεψε λόγω των δυσβάστακτων φόρων που επιβλήθηκαν από τους Οθωμανούς. Οι μοναχοί δεν μπορούσαν να κατοικήσουν πλέον εκεί και το Όρος σχεδόν εγκαταλείφθηκε. Επέζησε μόνο χάρη στην ενίσχυση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το οποίο πρόσφερε υλική και ηθική υποστήριξη. Κάποια οικονομική ενίσχυση δόθηκε από τους κυβερνήτες των χωρών του Βορρά, ιδιαίτερα τις ηγεμονίες της Μολδαβίας και της Βλαχίας, αλλά και από τους απλούς Ορθοδόξους.
Αθωνιάδα Ακαδημία
Τα μοναστήρια βρίσκονταν σε άθλια οικονομική κατάσταση τον 18ο αιώνα. Παρά την ένδειά τους, όμως, μια κίνηση προέκυψε για τη διάδοση της ελληνικής παιδείας στην περιοχή του Άθωνα. Στα μέσα του 18ου αιώνα, η Αθωνιάδα Ακαδημία ιδρύθηκε σε ένα κτίριο κοντά στη Μονή του Βατοπαιδίου. Σκοπός της ήταν οι σπουδαστές να διδάσκονται Θεολογία, Φιλοσοφία και Λογική. Τα πρώτα έτη, όταν ο Διαφωτιστής κληρικός Ευγένιος Βούλγαρης ήταν διευθυντής, η Ακαδημία προσείλκυσε μεγάλο αριθμό σπουδαστών και απέκτησε ιδιαίτερη φήμη. Αλλά όταν ο Βούλγαρης παραιτήθηκε, περιήλθε σε μαρασμό και έκλεισε το 1799. Επανιδρύθηκε τέλη του 18ου αιώνα και έκτοτε λειτουργεί κανονικά. Παλαιότερα διέθετε: Δημοτική, Γυμνασιακή, Λυκειακή και Μεταλυκειακή Εκπαίδευση. Σήμερα διαθέτει: Γυμνασιακή και Λυκειακή.