Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Εκείνη τη νύχτα του 58 που φανερώθηκε ο Κύριος στον Παύλο στο στρατόπεδο των Ιεροσολύμων και του είπε «Έχε θάρρος! Όπως έδωσες τη μαρτυρία σου για μένα στην Ιερουσαλήμ, έτσι πρέπει να τη δώσεις και στη Ρώμη» (Πράξ. 23,11), ξεκίνησε το πρώτο ταξίδι του Παύλου για τη Ρώμη. Μετά τις ταραχές που προκλήθηκαν στην Ιερουσαλήμ, ο Απόστολος των Εθνών συνελήφθη και μετά από πολλά οδηγήθηκε στον ηγεμόνα Φήλικα, στην Καισάρεια, όπου έμεινε φρουρούμενος επί δύο χρόνια. Ο διάδοχος του Φήλικα, ο Φήστος, τον έστειλε ως Ρωμαίο πολίτη να δικαστεί στη Ρώμη από τον αυτοκράτορα (Πράξ. 25,12).
Σταμάτησαν σε διάφορα λιμάνια και μετά από πολλά επιβιβάστηκαν σε ένα αλεξανδρινό εμπορικό πλοίο, που κατευθυνόταν στην Ιταλία από τα Μύρα της Λυκίας. Μετά από άλλα πολλά, από την Κνίδο εξαιτίας των ανέμων βρέθηκαν στους Καλούς Λιμένες, όρμο στη Νότια Κρήτη. Δεν στεκόμαστε σε αυτό το άρθρο στην παραμονή του Παύλου στην Κρήτη. Ο Παύλος, βλέποντας την επιδείνωση του καιρού, προέτρεψε τον κυβερνήτη να παραμείνουν εκεί, εκείνος όμως προτίμησε να πάνε στον Φοίνικα, «άλλο λιμάνι της Κρήτης», ασφαλέστερο, για να διαχειμάσουν.
Ο καιρός αγρίεψε, ο αέρας μετατράπηκε σε «ευρωκλύδωνα». Για πολλές ημέρες ταξίδευαν στο άγνωστο, χωρίς ήλιο ή αστέρια και χωρίς να γνωρίζουν πού πηγαίνουν. Έριξαν στη θάλασσα όλα τα εμπορεύματα και τα εξαρτήματα του πλοίου. Πλανιόντουσαν δεκατέσσερις ημέρες στο πέλαγος και κάποια στιγμή ένιωσαν πως ήσαν κοντά σε στεριά. Τελικά, προτού να προλάβουν να αντιδράσουν, εξώκειλαν σε έναν κόλπο με αμμουδερή παραλία. Σώθηκαν όλοι, διακόσιες εβδομήντα έξι ψυχές, φθινόπωρο του 59.
Οι κάτοικοι της περιοχής που πρόστρεξαν σε βοήθεια τους πληροφόρησαν ότι βρίσκονταν στη νήσο Μελίτη. Άναψαν φωτιές για να ζεσταθούν και να στεγνώσουν. Κάποια στιγμή ο Παύλος μάζεψε μερικά ξερά χορτάρια και τα έριξε στη φωτιά. Όμως ένα φίδι που βρισκόταν από κάτω τον δάγκωσε στο χέρι. Όσοι βρίσκονταν γύρω πάγωσαν. Περίμεναν με φρίκη να τον δουν να πεθαίνει μέσα σε φριχτούς πόνους. Προς μεγάλη κατάπληξη όλων, δεν έπαθε τίποτε.
Λίγο πιο πέρα βρισκόταν το σπίτι του Πόπλιου, επίσημου ανθρώπου της περιοχής, που ήταν τότε άρρωστος. Ο Παύλος τον επισκέφθηκε και ακουμπώντας το χέρι του στο σώμα που ψηνόταν από πυρετό προσευχήθηκε. Ο Πόπλιος θεραπεύτηκε. Μετά από αυτό, όσοι ήταν άρρωστοι στο νησί προσέτρεχαν στον Απόστολο και έβρισκαν τη γιατρειά τους. Κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στη Μελίτη, οι κάτοικοι τους έδειξαν αγάπη και τους προμήθευσαν τα απαραίτητα εφόδια όταν αποφασίσθηκε πως είχε έρθει η ώρα να φύγουν. Μετά από τρεις μήνες παραμονής στη Μελίτη επιβιβάστηκαν σε άλλο αλεξανδρινό πλοίο και κατευθύνθηκαν στην Ιταλία.
Ποια ήταν όμως η Μελίτη, που, όπως αναφέρουν οι Πράξεις των Αποστόλων, αποδείχθηκε ο τόπος σωτηρίας του Παύλου και όσων ταξίδευαν μαζί του στη Ρώμη;
Πρώτη προσπάθεια ταύτισης έγινε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο τον 10ο αι. Τότε θεωρήθηκε πως η νήσος Μελένια, σημερινή Μλιετ, κοντά στις ακτές της Δαλματίας, πληρούσε τις ιστορικές προϋποθέσεις για να είναι η Μελίτη των Πράξεων.
Η σύνδεση της Μάλτας με τη Μελίτη ανάγεται στον 16ο αι. και προήλθε από τους Ιωαννίτες Ιππότες, τους μετέπειτα Ιππότες της Μάλτας, χωρίς την ύπαρξη συγκεκριμένων στοιχείων. Αργότερα, όταν η Μάλτα αναδείχθηκε σε ναυτική βάση της Αγγλίας στη Μεσόγειο, επιβλήθηκε ως η Μελίτη των Πράξεων, χωρίς καμία αμφισβήτηση από έλλειψη πληροφόρησης.
Το 1987 ο Γερμανός ερευνητής H. Warnecke σε διατριβή του στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Βρέμης απέδειξε με επιστημονικό τρόπο ότι η Μελίτη των Πράξεων των Αποστόλων είναι η Κεφαλλονιά, ανατρέποντας καθιερωμένες θέσεις και πρακτικές, που αποδείχθηκαν χωρίς έρεισμα. Αξίζει να συνοψίσουμε την πραγματεία του Warnecke και να σταθούμε σε μερικά από τα στοιχεία που παραθέτει, τα οποία είναι σαφή και λογικά, πέρα από το γεγονός ότι τεκμηριώνονται επιστημονικά και από πολλές πλευρές.
Ο Φοίνικας, το ασφαλές λιμάνι που έψαχναν οι συνταξιδιώτες του Παύλου, δεν βρισκόταν στην Κρήτη, αλλά ήταν ο Φοινικούντας, απάνεμο λιμάνι ανατολικά της Μεθώνης, στη νοτιότερη άκρη της Πελοποννήσου. Ο ούριος νοτιάς που περίμεναν επιβεβαιώνει αυτή την άποψη.
Η αναφορά στον Αδρία μαρτυρεί την πορεία προς τα ΒΔ, προς την Αδριατική και όχι προς το Λιβυκό Πέλαγος, όπου βρίσκεται η Μάλτα.
Ο κόλπος όπου τους έριξε το κύμα ήταν ο κόλπος του Λιβαδιού, δηλαδή του Αργοστολίου, που από την αρχαιότητα ήταν γνωστό ασφαλές στρατιωτικό και εμπορικό λιμάνι. Ανάλογο δεν υπάρχει πουθενά στη Μάλτα. Το γεγονός ότι στο σημείο του ναυαγίου βρισκόταν η έδρα του διοικητή Πόπλιου, περιοχή κατοικημένη από τα προϊστορικά χρόνια, όπου υπάρχουν τα λείψανα της αρχαίας Κρανέας και έμεναν οι εκπρόσωποι της Ρώμης από το 189 π.Χ. έως το 395, συνηγορεί αποφασιστικά υπέρ αυτής της άποψης.
Το φίδι που δάγκωσε τον Παύλο, της οικογενείας Tarbophis Fallax, δεν ήταν δηλητηριώδες, γι’ αυτό και δεν έπαθε τίποτε. Να σημειωθεί ότι υπάρχουν πολλά δηλητηριώδη φίδια στην Κεφαλλονιά, που δεν υπάρχουν στη Μάλτα. Να αναφερθούν επίσης τα φιδάκια που εμφανίζονται κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο στον ναό της Παναγίας της Λαγκουβάρας, στο Μαρκόπουλο, το διάστημα 6-16 Αυγούστου, και δεν είναι δηλητηριώδη για τον άνθρωπο.
Επίσης, η αρρώστια του Πόπλιου (πυρετός, δυσεντερία κ.λπ.) είναι αδιανόητη στη Μάλτα, που δεν έχει εστίες κουνουπιών, αντίθετα με την Κεφαλλονιά.
O H. Warnecke προσκόμισε και πάρα πολλά στοιχεία αποδεικτικά, που δεν είναι εδώ ο χώρος να αναπτυχθούν. Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι πως η πρότασή του έχει γίνει πλέον αποδεκτή από σχεδόν όλους τους ειδικούς.
Όχι μακριά από το Αργοστόλι βρίσκεται η Ι.Μ. Αγίου Γεράσιμου Ομαλών, η οποία φυλάσσει το άφθαρτο, ακέραιο και ευωδιάζον λείψανό του. Ο άγιος εκοιμήθη στις 15 Αυγούστου 1579, αλλά για λόγους εκκλησιαστικής οικονομίας η μνήμη του εορτάζεται στις 16 Αυγούστου. Μέσα στον ναό σώζεται το ασκητήριό του, στο οποίο η κάθοδος γίνεται με σκάλα μήκους 3 μ. και το οποίο με μία οπή χωρίζεται σε δύο χώρους. Στη μονή του θαυματουργού αγίου σώζονται τα τρία μεγάλα πηγάδια και τα τριάντα επτά μικρότερα που άνοιξε με τα χέρια του για να προσφέρει νερό στην άνυδρη περιοχή, καθώς και τα δύο αλώνια που κατασκεύασε για να προσπορίζει τα απαραίτητα τρόφιμα στη γυναικεία αδελφότητα της μονής, που ίδρυσε ανακαινίζοντας το εξωκλήσι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου (1560).