Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, θεολόγου – φιλολόγου, υποψηφίου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών
Η «δράση» αποτελεί κατά τον Gehlen «την κεντρική έννοια της ανθρωπολογίας». Βέβαια, ο Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος (Arnold Gehlen, 1904-1976), με τον όρο «δράση», προφανώς, δεν αναφέρεται στις εφήμερες επιθέσεις από ομάδα συνανθρώπων μας σε Ιερούς Ναούς της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας, επιθέσεις που, ως γνωστόν, ποτέ δεν έπαψαν να υπάρχουν, έστω και αν κατά περιόδους δεν υποπίπτουν, μέσων των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, στην αντίληψή μας.
Ο ίδιος φιλόσοφος υποστηρίζει ότι ο πολιτισμός είναι «η δεύτερη φύση του ανθρώπου, ο πραγματικός του κόσμος». Εάν λοιπόν, σύμφωνα με τον Γερμανό φιλόσοφο, ο πολιτισμός είναι η δεύτερη φύση του ανθρώπου, αναρωτιέμαι ποια είναι η πρώτη; Αυτή που προνοήσαμε και διδάξαμε μέσω της άκριτης φιλαυτίας, αδιαλλαξίας, εγωκεντρικότητας και μισαλλοδοξίας μας; Οι επιθέσεις και οι «βανδαλισμοί» σε Ιερούς Ναούς επί των ημερών μας, κυρίως δε, όλες αυτές οι ακραίες πράγματι, επιθετικές και αψυχολόγητες ενέργειες που δεν φθάνουν πολλές φορές στα αυτιά μας, όλα αυτά τα έκτροπα είναι ενεργήματα των παιδιών μας, δηλαδή, είναι απόρροια της δικής μας ιδεολογικής και πολιτισμικής ταυτότητας. Με άλλα λόγια, οι επιθέσεις των παιδιών μας είναι επιθέσεις δικές μας, μια και σήμερα καλούμαστε «πανηγυρικά» να «θερίσουμε» όσα τις τελευταίες δεκαετίες σπείραμε.
Εχω ταπεινά την αίσθηση ότι τα παιδιά αυτά, οι νέοι, γενικότερα όσοι εκφράζουν αυτή την αγανάκτησή τους με παρόμοιες επιθετικές ενέργειες εναντίον Ιερών Ναών, όλοι αυτοί, είναι θυμωμένοι με τον άμοιρο νεοελληνικό «πολιτισμό» μας, με τον δεσποτοκρατικό νεοελληνικό φεουδαρχισμό μας, τον ανερμάτιστο νεοπλουτισμό και «ωχαδελφισμό» μας. Ολα δε τα παραπάνω θα ξεχαστούν, θα συζητηθούν αρχικά και με ταχύρρυθμες διαδικασίες, «εν ακαρεί», θα τεθούν στο περιθώριο, θα κλειδαμπαρωθούν ορμητικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας, θα λησμονηθούν, πλην όμως, αυτά δεν θα μας λησμονήσουν!
Οι ως άνω επιθετικές ενέργειες, όσα ως «φληναφήματα» προτάσσονται και χαρακτηρίζονται από πολλούς, προσωπικά μού κεντρίζουν «μέχρι τρυγός» την κριτική αντιληπτική μου ικανότητα. Εχουν νεανικές αναζητήσεις. Εχουν δικαίωμα αναφαίρετο να περιστοιχίζονται από αναζητήσεις και ερωτήματα. Και «εν μέσω ποικίλων δυσκολιών συνειρεφών», απαιτούν απαντήσεις στα «θέλω» και στα «γιατί» που τους βασανίζουν. Απαιτούν, δικαιούνται, υπερασπίζονται το δικαίωμα να χαράζουν απρόσκοπτα τα όνειρα και τους οραματισμούς τους. Σε αυτούς τους νέους λέγω, στα ερωτήματα αυτών των «περιθωριακών» και «κακομαθημένων» νέων, έχω την πλήρη και βεβαία πεποίθηση ότι οι απαντήσεις επί των ερωτημάτων τους δεν έχουν θέση στους άμβωνες, αλλά γίνονται στο πεζοδρόμιο, προσφέρονται και κατατίθενται στον «χώρο» τους, εάν, υπό τις παρούσες συνθήκες, έχουν ακόμη δικό τους χώρο.
Η λαϊκή θυμοσοφία αναφέρει το παράδειγμα του πατέρα κάβουρα με τα παιδιά του. Ο πατέρας έκαμνε παρατηρήσεις στα μικρά του καβουράκια ότι περπατούν στραβά! Και εκείνα, αντέτεινον στον πατέρα τους και με θράσος τού ζητούσαν πρώτος να περπατήσει σωστά για να καταφέρουν και αυτά να τον μιμηθούν και να βρουν τον ορθό βηματισμό τους. «Αετοί υψιπέται αυτοί και ημείς νήσσαι». Οσο θα αντιμετωπίζουμε τα παιδιά μας από «άμβωνος», φοβούμαι συγκρατημένα, παρόμοια περιστατικά βανδαλισμών όχι μόνο δεν θα εκλείψουν, αλλά απεναντίας, θα αυξηθούν και θα ενταθούν στο διάβα του χρόνου.
Οσοι λοιπόν, «κατατηκόμενοι τω της ησυχίας έρωτι», όσοι απαθώς πολιτεύεστε ως «υψίκορμοι φοίνικες», εγκαταλείψατε ευθύς αμέσως το πάνυ «οτρητό έργο» των πολυτελών γραφείων και ταρβόσυνων θώκων σας. Διαφορετικά, απαντήστε εσείς στον Γερμανό φιλόσοφο που, μεταξύ άλλων, κάνει λόγο για την «τυραννία της υπερτροφίας της ηθικής», η οποία φθάνει αργά και σταθερά να υποτάξει στη λογικοκεντρική της σκέπη ακόμη και τη θρησκεία και το κράτος. Μα τότε, πριν εσείς απαντήσετε στα δικαίως ή αδίκως αγριεμένα και επιθετικά μάτια αυτών των περιθωριακών νέων, των παιδιών και αδελφών μας, επιτρέψτε μου, με περισσό θράσος και θάρρος, να σας αφιερώσω τους γλαφυρούς στίχους του ποιητή: «Με ρούχα απλά, ντύθηκε γρήγορα και ξέφυγε. Κάμνοντας όμοια σαν ηθοποιός, που όταν η παράστασις τελειώσει, αλλάζει φορεσιά κι απέρχεται».