Δεν ξέρω τί γίνεται στο Δήμο Θεσσαλονίκης, όμως στις δικές μας επαρχιακές πόλεις (με περιορισμένες θέσεις, μικρούς δρόμους κλπ) οι παραγωγοί (των ζαρζαβατικών φερ’ ειπείν) με δυσκολία πετυχαίνουν να εξασφαλίσουν χώρο στο παζάρι.
Ναι! το Κράτος προσπαθεί να βγάλει την Εκκλησία από τη δημόσια πλατεία, (αυτό δεν με ξαφνιάζει), όμως απορώ που και η Εκκλησία δεν αισθάνεται πλέον βολικά στην πλατεία. Ποια; η Εκκλησία! που ξεκίνησε όχι από τους δρόμους αλλά κάτω από τους δρόμους, από τις κατακόμβες και μεταμόρφωσε αυτοκρατορίες. Αλήθεια! πώς τα καταφέραμε! Με την ιλιγγιώδη ποίηση, με την κορυφαία μουσική, με την μοναδική ζωγραφική, με την εκφραστική αρχιτεκτονική μας, με την τόσο συναρπαστική δραματουργία και τον διαχρονικά γονιμότατο λόγο μας. Όμως τώρα, γιατί μας εγκατέλειψε η αυτοπεποίθηση; Μας έκοψαν κάποτε τα φτερά, και τώρα που ξαναφύτρωσαν δεν τα ανοίγουμε για να πετάξουμε. Δεν πιστεύουμε ότι η «πραμάτεια» μας στο παζάρι, όντως θα γίνει ανάρπαστη! Αλλά κι αν αποκλεισθούμε από το παζάρι, τότε όπου και να πάμε, εκεί θα στηθεί η λαϊκή αγορά.
Να αναφέρω 3 παραδείγματα που φανερώνουν αυτήν την ατολμία μας να βγούμε στην πλατεία και να ανοίξουμε δημόσιο διάλογο:
Μεθαύριο Τετάρτη θα συγκροτηθεί σε Σώμα και θα συνεδριάσει στην Αθήνα η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος, για να κάνει μια αποτίμηση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης. Είναι σωστό αυτό, όμως γιατί (σε κληρικούς και λαϊκούς), υπάρχει τόσος φόβος και τέτοιος πανικός; Αν πιστεύουμε ότι ο Χριστός είναι η Εκκλησία, υπάρχει στ’ αλήθεια Σύνοδος Επισκόπων που θα επιδιώξει και θα επιτύχει να βλάψει την Εκκλησία; Όποιος πει «ναι», τότε γι’ αυτόν η Εκκλησία δεν είναι ο Χριστός, αλλά ένας ανθρώπινος οργανισμός. Όταν ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας πρότεινε στην Κρήτη να καταδικάσουμε τον «αντι-οικουμενισμό» ως αίρεση και κάποιοι το θεώρησαν υπερβολικό, τότε ο Αναστάσιος είπε: «…να αφήσουμε, λοιπόν, το Πνεύμα να πνέει και σήμερα στην Εκκλησία, όπως θέλει, κι όχι να αντιγράφουμε μονίμως το παρελθόν». Κι όταν σε μια κατ’ ιδίαν αγωνιώδη συζήτηση, του είπαμε πόσο δεσμευτικές ήταν για την Ιεραρχία μας οι προτάσεις που κατεβάσαμε στην Κρήτη, μας είπε: «αυτές που φέρατε δεν είναι προτάσεις, είναι το Ταλμούδ».
Άλλο παράδειγμα:
Έγινε, εδώ στη Θεσσαλονίκη, τόσος θόρυβος για το Πρόγραμμα Ισλαμικών Σπουδών. Ειπώθηκαν και γράφτηκαν απόψεις που δεν είχαν ούτε την εξυπνάδα του φιδιού, ούτε την καθαρότητα του περιστεριού. Φυσικά δεν απέπνεαν αγάπη, ούτε φανέρωναν αυτοεκτίμηση. Ήρθα και μίλησα γι’ αυτό το θέμα στη Νεάπολη, προσκεκλημένος του αδελφού μου Βαρνάβα. Όταν έγινε μια σχετική εκδήλωση στη Μητρόπολη εδώ, ρώτησα τον Γέροντά μου: να ‘ρθω να μιλήσω; και μου απάντησε: «μην έρχεσαι, γιατί δεν ξέρω τί κλίμα θα επικρατήσει». Δεν ήρθα, από σεβασμό στην ειλικρίνεια των προθέσεων του (προθέσεις, που επί 30 χρόνια στη Θράκη, ως πράξεις, πέτυχαν την ισονομία και την ειρήνη στην περιοχή μας). Όμως αν ερχόμουν, ξέρετε τί θα σας έλεγα; οι Θεσσαλονικείς φοβάστε τους 30 θρακιώτες μουσουλμάνους που θα παρακολουθήσουν το Πρόγραμμα, όμως εγώ φοβάμαι κάτι άλλο: μην τυχόν αυτά τα παιδιά -που είναι, όπως ήταν κάποτε τα δικά μας κατηχητόπουλα το 1960- χαλάσουν και στη Σχολή και στη Θεσσαλονίκη.
Τρίτο παράδειγμα:
Δημιουργείται τόση ένταση με τη φοίτηση, σε σχολεία της Χώρας μας, των παιδιών λαθρομεταναστών και προσφύγων. Είναι θέμα για το οποίο η ΕΕ κατάφορα καταπάτησε όχι μόνο τη Συνθήκη Σένγκεν αλλά κάθε ευρωπαϊκό και ανθρωπιστικό Δίκαιο. Μας προέκυψε, δεν το επιλέξαμε, όμως θα τρομοκρατεί την Ευρώπη για πολλές δεκαετίες ακόμη. Πώς το αντιμετωπίζουμε οι Ορθόδοξοι Έλληνες; Με τις ίδιες αναποτελεσματικές και επικίνδυνες μεθόδους που το παλεύουν στην Ευρώπη. Αφού ξέρουμε ότι υπάρχουν δύο τακτικές, η λογική και η φανατική, γιατί δεν επιλέγουμε την πρώτη; Έχουμε προηγούμενο: εξελληνίσαμε και εκχριστιανίσαμε λαούς και φυλές στην ιστορία μας, όχι λίγες, αλλά κι εκείνη η πολιτική δεν ήταν και η πιο πετυχημένη. Την καλύτερη μέθοδο μας την αναγνώρισε προ ημερών ο Πρόεδρος Ομπάμα, λέγοντας στην Αθήνα: «οι Έλληνες με τον τρόπο που διαχειρίζεσθε τους πρόσφυγες, διδάξατε ακόμα μια φορά στον κόσμο την ανθρωπιά». Εμείς αποκωδικοποιήσαμε το λόγο του: ξέρουμε ότι η ανθρωπιά πλέον ή εμπνέεται από το Ευαγγέλιο ή απλά δεν υπάρχει. Ή είναι απόρροια -έστω και ασύνειδη- της Ορθόδοξης βιοτής ή είναι απεριόριστη υποκρισία.
Θα ήθελα να σχολιάσω και περί το Συνέδριο με την Αριστερά και περί το μάθημα των θρησκευτικών, που θίγει ο κ. Σταμούλης στο βιβλίο, όμως περιορίζομαι σ’ αυτά τα 3 θέματα, επειδή βιάζομαι να σας ρωτήσω: πείτε μου, σας παρακαλώ, αν ο Λυαίος σήμερα φώναζε και προκαλούσε στο στάδιο (πλατεία, παζάρι, δημόσιο, κοινωνία), ποιός Δημήτριος από το πλήθος θα κατέβαινε στην παλαίστρα, ενθαρρυμένος από τί, με ποια εξάρτυση, ώστε να εξουθενώσει την έπαρσή του;
Αγαπητοί μου,
Ας πάψουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας, κι ας τολμήσουμε να βγούμε στις αγορές και στις πλατείες. Όχι στις χρηματιστηριακές αγορές ούτε στις αγοραίες πλατείες, αλλά στα μαρμαρένια αλώνια όπου είναι ανάγκη να δοκιμαστεί ξανά, πόσο δραστικό είναι το Ευαγγέλιο σήμερα, πόσο εφικτή είναι η «κατά Χριστόν ζωή» μας, σήμερα.
Ας μη μας λείπει η αυτοσυνειδησία, δεν φτιάξαμε εμείς την Εκκλησία, είναι «Θεού οικοδομή». Ας μη χάνουμε την αυτοεκτίμησή μας, ο Χριστός παραμένει μαζί μας «όλες τις ημέρες της ζωής μας, μέχρι τη συντέλεια των αιώνων». Ο πολύτιμος μαργαρίτης, δεν κάνει να μένει άλλο θαμμένος στη γη. Ας τον βγάλουμε κι ας τον εμπορευτούμε στον πάγκο, στο παζάρι.
Δεν είναι εικόνα χριστιανών αυτή, να βριζόμαστε σε μια ακαταλαβίστικη γλώσσα που οι λέξεις της δεν σημαίνουν τίποτε για τον σύγχρονο άνθρωπο. Φωνάζουμε έξαλλα σε κάποιους: «μανιχαϊστή», «οικουμενιστή», «νικολαΐτη», όταν δίπλα μας ένας κόσμος ολόκληρος -στην καλύτερη περίπτωση- νοιάζεται απλώς για το «αν υπάρχει Θεός και πώς θα επιστρέφει σ’ Αυτόν, όταν παρεκτρέπεται».
Για τη σχέση μας με την Ρώμη (ο συγγραφέας μας λέει ότι ο διάλογος πρέπει να συνεχιστεί με βάσει το Τριαδικό πρότυπο), εγείραμε ζήτημα για το «αν η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία, είναι Εκκλησία», όταν στη Χώρα μας εκκλησιάζεται το 5% των Ορθοδόξων.
Απαιτούμε τη διόρθωση του μαθήματος των θρησκευτικών, περιφέροντας τις σαγιονάρες των οσίων για προσκύνηση.
Θριαμβολογούμε την απομάκρυνση του υπουργού Παιδείας, όταν το Κοινοβούλιο ψήφισε πανηγυρικά το Σύμφωνο Συμβίωσης (και όταν ο Ομπάμα αναφέρθηκε στο γάμο των ομοφυλοφίλων, οι Ορθόδοξοι Έλληνες που ήταν στην κατάμεστη τεράστια αίθουσα του Ιδρύματος Νιάρχου, τον καταχειροκρότησαν).
Οι νέοι μας ζητούν ψωμί κι εμείς τους δίνουμε πέτρες.
Επιστήμες του αύριο, όπως η Βιολογία και η Γενετική, ζητούν να βάλουμε ηθικά όρια στην έρευνά τους κι εμείς ασχολούμαστε με …προφητείες.
Αλλά και μέσα στο σπίτι μας: δεν ανεχόμαστε, ούτε δοκιμαστικά, την μετάφραση κάποιων διδακτικών κειμένων στη Λατρεία, μήτε ανησυχήσαμε όταν μας είπαν ότι ο βαυκαλισμός μας με τα ηρω-ελεγειακά 16σύλλαβα είναι…αυνανισμός. Δεν υποπτευόμαστε καν, ότι το λατρευτικό ωράριο που τηρούμε είναι για περασμένες εποχές, ούτε ιδρώνει το αυτί μας όταν κοστολογείται στον Τύπο η γκαρνταρόμπα μας.
Γι’ αυτό πλέον η μεγάλη πλειονότητα του λαού μας αδιαφορεί και μας προσπερνάει ή μας φοβάται. Κυρίως μας φοβούνται οι πολιτικοί της Χώρας μας, επειδή, όπως ειπώθηκε «γλιστράμε εύκολα». Όταν θίγονται τα προνόμιά μας, επικαλούμαστε το ρόλο του Κλήρου στα 1821. Όταν προτείνεται η αξιολόγησή μας, κραδαίνουμε τα συσσίτια των ενοριών μας. Ενώ υπάρχουν παπάδες που ξημεροβραδιάζονται στους ναούς με το πετραχήλι στο λαιμό, επίσημα προτάσσουμε το κοινωνικό μας έργο. Επειδή, λοιπόν, όντως «γλιστράμε εύκολα», γι’ αυτό άρχισε εναντίον μας ένας ιδιότυπος κλεφτοπόλεμος και υπάλληλοι του Υπ. Παιδείας γύρισαν προ καιρού σε ενορίες του λεκανοπεδίου για να ελέγξουν αν οι εφημέριοι που αναφέρονται στα Δίπτυχα τηρούν το 8ωρό τους. Και τώρα, ελέγχεται το πόσο συχνά γίνονται αναλήψεις από τους μισθοδοτικούς λογαριασμούς των ιερέων.
Όταν θίγονται τα προνόμιά μας, επικαλούμαστε το ρόλο του Κλήρου στα 1821. Όταν προτείνεται η αξιολόγησή μας, κραδαίνουμε τα συσσίτια των ενοριών μας
Ο συγγραφέας μας γράφει στο βιβλίο του: «υπάρχουμε όπου οι άλλοι είναι ανύπαρκτοι και όταν δεν αντέχουμε την παρουσία τους, επιδιώκουμε την απουσία τους». Γι’ αυτό «είμαστε πλήρεις μέσα στη φυλακή του κλειστού εαυτού μας και φτάσαμε να μην αντέχουμε ούτε τον ίδιο μας τον εαυτό».
Ποια λύση μας προτείνει;
«Με θάρρος και περισσή δύναμη να ακολουθήσουμε την πορεία μας μέσα στον πολιτισμό», «να μην απουσιάζουμε από τη ζωή», «να μην πνίγουμε την έκπληξη», «να δώσουμε στον σύγχρονο άνθρωπο την προσδοκία της ζωής, την επιθυμία της ζωής, όχι απλά της μεταθανάτιας, αλλά της ζωής πριν το θάνατο». Να μην έχει η ζωή μας «θερμότητα χωρίς λόγο και επιστήμη», για να μην μείνει «ο πλους της πίστεως ακυβέρνητος».
Αγαπητοί μου,
«Ο Θεός δεν έχει ανάγκη από τα ψέματά μας». Βεβαίως και δεν χρειάζεται την υποστήριξή μας Αυτός, που στη Γεθσημανή ζήτησε να βάλουν τα μαχαίρια στις θήκες τους. Μας ζητάει όμως να Τον πάρουμε στα σοβαρά. Ο Σταμούλης λέει ότι «ο Θεός κάποτε έλεγε και ό,τι έλεγε, γίνονταν. Έπειτα έγινε ο ίδιος σιωπηρά κι ασκητικά άνθρωπος». Και μας προτρέπει να σεβαστούμε «την ιδιαιτερότητα και την διαφορετικότητα».
Αν δεν σταθούμε έτσι μπροστά στο πονεμένο βογγητό του Σαμαρείτη, θα εκλιπαρούμε την δημόσια υπάρξή μας, μόνο και μόνο ως ανάχωμα, παλαιότερα στον κομμουνισμό και σήμερα στο Ισλάμ. Αν δεν διακρίνουμε τα μαύρα ράσα από τις άσπρες μπλούζες, θα βιώνουμε μέσα στο σπίτι μας, αυτό που λέει ο συγγραφέας μας «το ανέραστο της κλειστοφοβικής εκκλησιαστικής μας επάρκειας και αγοραφοβίας που θα οδηγεί στην υποχώρηση της ανθρωπινότητας ».
Να κλείσω με την εξής απορία που μου δημιούργησε το βιβλίο:
Αλήθεια, τί αξία έχει, η Θεολογία μας, χωρίς το μυστήριο της σάρκωσης; Τί αξία έχει μια Εκκλησία που θα είναι απόκοσμη, επειδή θα φοβάται μην τυχόν χαρακτηριστεί ως κοσμική;
Ευχαριστώ, Χρυσόστομε, για τον προβληματισμό, μπροστά στον οποίο μας έθεσες. Να σ’ έχει ο Θεός καλά και να σε εμπνέει.