Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Η ιδιότητα του πολίτη εξυπακούεται ότι δεν προϋποθέτει την ιδιότητα του Χριστιανού. Ο Χριστιανός, όμως, αναπτύσσει μια ιδιαίτερη στάση έναντι της Πολιτείας. Η δέουσα στάση των εχόντων χριστιανική -και μάλιστα ορθόδοξη- θρησκευτική τοποθέτηση αποκτά στις ημέρες μας ιδιαίτερη σημασία.
Η προϊούσα αποχριστιανοποίηση της Ευρώπης αλλά και του δυτικού κόσμου εν γένει επιφέρει συνεχείς μεταβολές στη νομοθεσία και ο δημόσιος βίος αναπόφευκτα επηρεάζει και τον ιδιωτικό. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Ιερώνυμος στην εισήγησή του στην Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος στις 4/10/2016 (σ.σ. 9-10) γράφει, μεταξύ άλλων, ότι «…όποιο και εάν είναι το πολιτιστικό περιβάλλον κάθε εποχής, όποιες και να είναι οι οικονομικές περιστάσεις, όπως και αν διαμορφώνονται κατά περίοδο οι ιστορικοί και γεωπολιτικοί συσχετισμοί, η Εκκλησία ακολουθεί αταλάντευτα την πορεία της μέσα στον κόσμο, πάνω ακριβώς στο σταθερό θεμέλιο της αγάπης προς τον Θεό και της αγάπης προς τον άνθρωπο».
Η χριστιανική ιδιότητα δεν αναιρεί τη φιλοπατρία και το ενδιαφέρον προς τα κοινά, όπως ορισμένοι εσφαλμένα θεωρούν. Τούτο διότι παρερμηνεύεται η περίφημη ρήση του Αποστόλου Παύλου «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Ελλην» (Γαλάτας γ’ 28, Πρβλ. Κολοσ. γ’ 11). Οπως διευκρινίζει ο Ευάγγ. Θεοδώρου, η ρήση αυτή «…δεν αίρει την μεταξύ των φύλων επίγειον διαφοράν, αλλ’ αμφότεραι αι ρήσεις αναφέρονται εις την προ του Θεού σχέσιν». Εξάλλου, ο Απόστολος Παύλος στην ομιλία του στον Αρειο Πάγο αναφέρει ότι ο Θεός καθόρισε «…τας οροθεσίας της κατοικίας των εθνών» (Πράξ. ιζ’, 26). Η αναφορά, επίσης, στην Καινή Διαθήκη περί της Ανω Ιερουσαλήμ, η οποία βρίσκεται υπεράνω των επίγειων πατρίδων, «η άνω Ιερουσαλήμ, ήτις εστί μήτηρ παντων ημών» (Γαλ. δ’ 26), επίσης «ημών γαρ το πολίτευμα εν ουρανοίς υπάρχει» (Φιλιππ. γ’ 20) και « Ου γαρ έχομεν ώδε μένουαν πόλιν αλλά την μέλλουσαν επιζητούμεν» (Εβρ. ιγ’ 14), έχει τύχει παρερμηνείας.
Η Ανω Ιερουσαλήμ, προς την οποία προσβλέπουν όλοι οι Χριστιανοί, είναι « του μέλλοντος αιώνος» και δεν συνεπάγεται την κατάργηση της έννοιας της επίγειας πατρίδας. Ενδεικτικά παραθέτουμε τα λόγια του Ιωάννη του Χρυσοστόμου «ουδέν πατρίδος γλυκύτερον» και του Γρηγορίου του Ναζιανζηνού, ο οποίος, απευθυνόμενος προς τον Σωφρόνιο, γράφει, μεταξύ άλλων, «…μητέρα τιμάν των οσίων, μήτηρ δε άλλη μεν άλλου, κοινή δε πάντων πατρίς». Ο υγιής αυτός πατριωτισμός δεν βρίσκεται υπεράνω της πίστεως, εν πάση περιπτώσει η πίστη αποτελεί υπερέχουσα αξία. Βρίσκεται, όμως, υπεράνω της αξίας του ατόμου και της αξίας της οικογένειας. Διακρίνεται σαφώς από τον σοβινισμό, ο οποίος δέχεται ότι υπέρ της πατρίδος μπορούν να δικαιολογηθούν εγκλήματα και πάσης φύσεως αδικίες. Ο σοβινισμός είναι αντιχριστιανικός (Ευάγγ. Θεοδώρου, «Εκκλησία και Πατρίς», Ορθόδοξος Επιστασία, Ιαν. 1979, σ.σ. 6, 12-13).
Ανάμεσα στα καθήκοντα των Χριστιανών πολιτών προς την Πολιτεία είναι, σύμφωνα με τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, να βοηθήσουν τους κακούς πολίτες να διορθώσουν τα σφάλματά τους. Οι Απόστολοι Παύλος και Πέτρος ορίζουν την υπακοή στους πολιτικούς άρχοντες και την πολιτική εξουσία για χάρη του Θεού (Ρωμ. 13, 1) Ο Χρυσόστομος, όμως, γράφει ότι ο Χριστιανός θα απειθαρχήσει στον άρχοντα, όχι για τη μη χριστιανική ζωή του, αλλά για τις αντιχριστιανικές του διαταγές.
Γενικότερα, οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Μέγας Βασίλειος, συνιστούν την υπακοή των Χριστιανών στις εντολές των αρχόντων στο μέτρο κατά το οποίο δεν εμποδίζεται η εφαρμογή του Θείου Νόμου. Η γνώμη αυτή του Μεγάλου Βασιλείου λαμβάνει υπ’ όψιν της και το ευαγγελικό «πειθαρχείν δει Θεώ μάλλον ή ανθρώποις» (Πράξ. 5, 30). Μάλιστα, ο Χρυσόστομος προτείνει την εκπαίδευση Χριστιανών νέων σε θέματα πολιτικής και διοικήσεως (Ν. Μπουγάτσου, «Η πολιτική ζωή και σκέψη των Ελλήνων πατέρων», Αθήνα χ.χ.σ.σ. 55-57, 67.) Οι απλές αυτές νύξεις σε ένα τεράστιο θέμα ας θεωρηθούν ως μια παρότρυνση για περαιτέρω μελέτη και εμβάθυνση των Χριστιανών στο ερώτημα των ημερών για το ποία πρέπει να είναι η ενδεδειγμένη στάση των Χριστιανών – πολιτών έναντι των πολιτικών προβλημάτων.