Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Άρχισαν οι εργασίες για την κατασκευή του ισλαμικού τεμένους στον Βοτανικό. Όπως δήλωσε μεταξύ άλλων ο υφυπουργός Εξωτερικών Γιάννης Αμανατίδης, «η κατασκευή του θα εξασφαλίσει με καλύτερους όρους τη θρησκευτική δράση … και … θα βάλει τέλος στην αποδυνάμωση της διεθνούς εικόνας και αξιοπιστίας της χώρας μας». Η ελληνική Πολιτεία δεν είχε στην πραγματικότητα καμία υποχρέωση να οικοδομήσει τέμενος δαπάναις των Ελλήνων φορολογουμένων, αλλά είχε την υποχρέωση να εξασφαλίσει στους μουσουλμάνους τη δυνατότητα να έχουν νόμιμους οίκους λατρείας, ώστε να προστατεύεται η θρησκευτική ελευθερία.
Το πρόβλημα όμως που ανέκυψε ήταν το εξής. Επειδή στο Ισλάμ δεν υπάρχει ανώτατη θρησκευτική Αρχή καθολικώς αποδεκτή, η χρηματοδότηση ενός τεμένους θα επαφίετο στη χρηματοδότηση ισλαμικών χωρών ή ιδρυμάτων, πράγμα που ενέχει σοβαρούς κινδύνους θρησκευτικής και πολιτικής προπαγάνδας, δεδομένων και των διαιρέσεων μεταξύ των μουσουλμάνων. Εξ αυτού του λόγου, η ελληνική Πολιτεία αποφάσισε να αναλάβει η ίδια τις σχετικές δαπάνες. Υπολογίζεται σε 100.000-150.000 άτομα ο αριθμός των μουσουλμάνων στο Λεκανοπέδιο Αττικής. Διερωτάται κανείς εάν ο πληθυσμός αυτός έχει νόμιμες άδειες παραμονής, πόσοι είναι πρόσφυγες, πόσοι μετανάστες και ούτω καθεξής. Διερωτάται επίσης εάν θα πρέπει η Ελλάδα να θέσει πληθυσμιακά όρια στον αριθμό των μουσουλμάνων που διαβιούν στο έδαφός της, για λόγους εθνικής ασφάλειας. Μολονότι η Αθήνα είχε λίγους σχετικά μουσουλμάνους τουρκικής καταγωγής, η Τουρκία επανειλημμένως κατέκρινε τη χώρα μας για την έλλειψη τεμένους στην πρωτεύουσα, επιδιώκοντας να τη δυσφημήσει ενώπιον του ισλαμικού κόσμου, με τον οποίο η Ελλάδα έχει παραδοσιακά άριστες σχέσεις. Σημειωτέον ότι το τέμενος θεωρείται για τους μουσουλμάνους ιερός τόπος και η έννοια της κρατικής κυριαρχίας επί ενός ιερού τόπου υπόκειται σε περιορισμούς.
Από ιστορικής απόψεως, το Ισλάμ στα Βαλκάνια συνδέεται με τις αραβοβυζαντινές σχέσεις και επομένως έχει μακραίωνη παρουσία. Προ της Αλώσεως της Κωνσταντινουπόλεως από τους σταυροφόρους το 1204, υπήρχε ήδη τζαμί για τους λίγους μουσουλμάνους της Πόλης. Οι σταυροφόροι πυρπόλησαν το τζαμί το 1203 και οι Βυζαντινοί από κοινού με τους μουσουλμάνους έσπευσαν να κατασβέσουν τη φωτιά. Επί Οθωμανών μεταφέρθηκαν ισλαμικοί πληθυσμοί σε περιοχές όπως η Θράκη, ενώ υπήρξε κύμα εκούσιων εξισλαμισμών κυρίως μετά τον 17ο αιώνα μεταξύ των Βοσνίων και λιγότερο των Αλβανών, ενώ σημειώθηκαν και βίαιοι εξισλαμισμοί, αλλά σε μικρότερο βαθμό, από τη Μικρά Ασία. Σε αυτό συνέβαλαν πολλοί λόγοι, όπως τα προνόμια του Μωάμεθ του Πορθητή, το γεγονός ότι οι μουσουλμάνοι των Βαλκανίων ανήκαν σε διάφορα τάγματα, που είχαν κοινά πολιτιστικά και θεολογικά στοιχεία με τους χριστιανούς, κ.λπ. Για τους λόγους αυτούς, οι μουσουλμάνοι στα Βαλκάνια παρέμειναν μειοψηφία, σε αντίθεση με τη Μικρά Ασία, όπου το κύμα εξισλαμισμών, εκούσιων και ακούσιων, υπήρξε τεράστιο.
Εντούτοις, στον ελληνικό χώρο οι επαναστατημένοι Έλληνες κατεδαφίζουν τζαμιά, όχι από θρησκευτικό μίσος, αλλά διότι τα θεωρούν σύμβολα μιας δεσποτικής εξουσίας. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι οι εξισλαμισμοί στα Βαλκάνια, εκούσιοι και ακούσιοι, δεν λαμβάνουν χώρα σε μεγάλο βαθμό την εποχή της οθωμανικής κατάκτησης των Βαλκανίων, αλλά αιώνες αργότερα, μετά τον 17ο αιώνα. Η πιο μελανή πλευρά των εξισλαμισμών είναι το παιδομάζωμα, το οποίο όμως λαμβάνει χώρα νωρίτερα.
Σήμερα το πρόβλημα τίθεται διαφορετικά. Η Τουρκία εμφανίζεται προστάτιδα των ισλαμικών πληθυσμών, προβάλλοντας μία μετριοπαθή εκδοχή του Ισλάμ, η οποία συνδυάζεται με τον καπιταλιστικό εκσυγχρονισμό. Μέλος του ΝΑΤΟ, η Τουρκία επιδιώκει τον ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ της Δύσης και του Ισλάμ σε ευρωπαϊκό έδαφος. Η άφιξη μουσουλμάνων μεταναστών αλλάζει τα δεδομένα, καθώς αυτοί εκπροσωπούν άλλες παραδόσεις και δεν ταυτίζονται με τους παλαιούς ισλαμικούς πληθυσμούς.
Εν πάση περιπτώσει, η Ελλάδα πρέπει να προσέξει ιδιαίτερα την προπαγάνδα την οποία οι ισλαμικές χώρες, για τους δικούς τους λόγους η καθεμία, ενδέχεται να αναπτύσσουν μεταξύ των μουσουλμάνων. Στο Κοράνιο περιγράφονται τα καθήκοντα και οι υποχρεώσεις των χριστιανών σε μια ισλαμική κοινωνία. Δεν υπάρχει όμως πρόβλεψη για το αντίστροφο, για τα καθήκοντα και τις υποχρεώσεις των μουσουλμάνων σε μια μη μουσουλμανική κοινωνία. Τούτο σημαίνει ότι πρέπει να υπάρξουν συμβιβασμοί και σαφή όρια, για να εξασφαλιστεί η αρμονική διαβίωση των μεν με τους δε, πράγμα δυσχερές, αλλά όχι ακατόρθωτο.