Του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καστορίας κ.κ. Σεραφείμ
Κάθε φορά, αδελφοί μου αγαπητοί, που τελείται μία εκκλησιαστική Ακολουθία, ιδιαιτέρως δε το θεοσύστατο Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας γύρω από το οποίο τελούνται όλα τα υπόλοιπα Μυστήρια και που αποτελεί τη συγκεφαλαίωση όλης της Θείας Οικονομίας δηλαδή τα όσα εργάστηκε ο Θεός για τη σωτηρία του ανθρώπου, μνημονεύεται ιδιαιτέρως το όνομα του Επισκόπου μίας τοπικής Εκκλησίας : «Υπέρ του Αρχιεπισκόπου ημών, του τιμίου πρεσβυτερίου, της εν Χριστώ διακονίας, παντός του κλήρου και του λαού, του Κυρίου δεηθώμεν»1. Αυτή η αναφορά δεν είναι δείγμα φιλοφρόνησης η κολακείας στο πρόσωπό του, αλλά πιστοποίηση γνησιότητας της Ιεράς Ακολουθίας, πολύ δε περισσότερο της Θείας Ευχαριστίας.
Επιτρέψτε μου λοιπόν σήμερα, να μεταφέρω στην αγάπη σας λίγους λόγους δανεισμένους από τους Πατέρες της Εκκλησίας αναφορικά με τα πρόσωπο του Επισκόπου.
Τι είναι ο Επίσκοπος;
Τι μας λένε οι Άγιοι Πατέρες για το πρόσωπό του;
Ποιό είναι το έργο του και η διακονία του;
Πρώτον. Ο Επίσκοπος είναι ο κατ’ εξοχήν φορέας της αποστολικής διαδοχής και του πληρώματος της Ιερωσύνης. «Ευλογεί, ουκ ευλογείται • χειροθετεί, χειροτονεί, προσφέρει • ευλογίαν παρά επισκόπων λαμβάνει, παρά δε πρεσβυτέρων ουδαμώς»2, όπως μας σημειώνει το αρχαίο βιβλίο των Αποστολικών Διαταγών. Εκείνος δια της χειροτονίας αναδεικνύει τους Πρεσβυτέρους και τους Διακόνους, εκείνος καθαγιάζει το Άγιο Μύρο, εκείνος καθιερώνει και καθαγιάζει τα Ιερά Θυσιαστήρια, στο όνομα εκείνου τελείται η Θεία Λειτουργία.
Μάλιστα, ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος σημειώνει : «καλή η προσευχή των Πρεσβυτέρων, ανώτερη δε του Επισκόπου»3. Συγκρίνοντας το έργο των Επισκόπων με εκείνο των Πρεσβυτέρων, ο συγγραφέας των αρεοπαγιτικών κειμένων μας αναφέρει και τα ακόλουθα : «αλλ’ ουδέ ιερεύς έσται, μη προ των ιεραρχικών τελειώσεων εις τούτο κεκληρωμένος»4.
Κατά τον Άγιο Επιφάνιο Επίσκοπο Κύπρου, ο θεσμός του Επισκόπου «εστι τάξις γεννητική». Δηλαδή η τάξις των Επισκόπων έχουσα «πατέρας γαρ γεννά τη Εκκλησία», χειροτονώντας τους Κληρικούς. Αντιθέτως η τάξη των Πρεσβυτέρων έχει μεν «πατέρας», αλλά «μη δυναμένη γεννάν, δια δε της του λουτρού παλιγγενεσίας τέκνα γεννά τη Εκκλησία»5. Αυτή η υπεροχή του επισκοπικού αξιώματος έναντι των δυό άλλων βαθμών, του Πρεσβυτέρου και του Διακόνου, δεν θα πρέπει να οδηγεί στην αντίληψη ότι πρόκειται περί μονάρχου μέσα στην Εκκλησία και ότι μεταξύ των δυό βαθμών υφίσταται αβυσσαλέο χάσμα. Αν ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος αποκαλεί τον Επίσκοπο «τύπο του Πατρός»6, τους Πρεσβυτέρους τους ονομάζει «συνέδριον Θεού και σύνδεσμον Αποστόλων»7. Και οι πιστοί, οι οποίοι βιώνουν το θέλημα του Θεού, κατά τον θεοφόρο πατέρα της Εκκλησίας, τίποτα δεν πρέπει να πράττουν άνευ του Επισκόπου και των Πρεσβυτέρων8.
Δεύτερον. Στο πρόσωπο του Επισκόπου βλέπουμε πάντοτε το πρόσωπο του Χριστού. Η παρουσία του στη Θεία Λειτουργία η η ευλογία του για την τέλεση αυτού του Μυστηρίου είναι βεβαίωση της γνησιότητάς του. «Το ευχαριστιακό Μυστήριο που γίνεται από τον Επίσκοπο η από εκείνον που αυτός του επιτρέπει, αυτό να θεωρείται έγκυρο»9, συνιστά στους Εφεσίους και στους Σμυρναίους ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος. Ο Επίσκοπος, πάλι κατά τον ως άνω πατέρα, είναι ο απεσταλμένος του Δεσπότη Χριστού για να οικονομήσει τις υποθέσεις Του10. Έρχεται στον οίκο του Θεού για να εργασθεί το έργο του Χριστού, για να ανεύρει το πλανηθέν πρόβατο, να θεραπεύσει τις πληγές του με το έλεος της ευσπλαχνίας και της αγάπης, να το εισάγει στη λογική ποίμνη και αγιασμένο και τέλειο να το προσφέρει στο ουράνιο Θυσιαστήριο. Έτσι θέλει τον Επίσκοπο η λειτουργική μας πράξη, ως τη ζωντανή εικόνα του Δεσπότη Χριστού που ευλογεί, αγιάζει και χαριτώνει το λαό του Θεού.
Τρίτον. Ποιό είναι το έργο του;
Ο Επίσκοπος έχει ως κύριο και πρωταρχικό του έργο την τέλεση του Μυστηρίου της Θείας Ευχαριστίας και τη διακονία του λόγου του Θεού.
Χωρίς τη Θεία Ευχαριστία δεν υπάρχει αγιασμός και ευλογία στη ζωή των πιστών. Δεν μπορεί κανείς να ενωθεί με το Χριστό και να αποκτήσει την είσοδό του στη Βασιλεία των Ουρανών. Στην Ορθόδοξη Εκκλησία μας δεν μπορεί να εννοηθεί Θεία Ευχαριστία χωρίς τον Επίσκοπο η Επίσκοπος χωρίς το Ιερό Θυσιαστήριο και τη Θεία Ευχαριστία για την τέλεση της οποίας δίνει την ευλογία του στους Πρεσβυτέρους της τοπικής Εκκλησίας. Μάλιστα ο Άγιος Γερμανός Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως στο ερμηνευτικό του υπόμνημα στη Θεία Λειτουργία, γράφει πως το σύνθρονο του Επισκόπου είναι τόπος και θρόνος Χριστού11. Γι’ αυτό και όλα μέσα στη Θεία Λειτουργία εικονίζουν ολόκληρη την Εκκλησία του Χριστού. Ο Επίσκοπος τον Χριστό Βασιλέα, οι Ιερείς τους Αποστόλους, οι Διάκονοι τους Αγγέλους, το χριστεπώνυμο πλήρωμα τον κόσμο ολόκληρο.
Συνυφασμένο με τη Θεία Λατρεία είναι και το κήρυγμα, καθώς και η διακονία του Επισκόπου για τον πνευματικό καταρτισμό των πιστών και την ιεραποστολή. Ακολουθώντας το παράγγελμα του Αποστόλου Παύλου προς το μαθητή του Τιμόθεο «έργον ποίησον ευαγγελιστού»12, ο Επίσκοπος, ως διάδοχος των Αποστόλων, μεριμνά για την πνευματική αναγέννηση των πιστών, για την αναζωπύρωση του αγωνιστικού πνεύματος, για τη μετάδοση της αγιοπνευματικής εμπειρίας, του φωτός του Ευαγγελίου, για τη διδασκαλία της γνήσιας μεθόδου θεραπείας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Το έργο του Επισκόπου φανερώνεται ακόμη και από το όνομά του, που παράγεται από το ρήμα «επισκοπέω», δηλαδή παρατηρώ, επιβλέπω, προφυλάσσω. Γι’ αυτό και η Αρχιερωσύνη είναι έργο, κόπος και όχι άνεση, φροντίδα και όχι απόλαυση, λειτούργημα υπεύθυνο και όχι εξουσία ανεξέλεγκτη, πατρική κηδεμονία και όχι αυτονομία τυραννική, όπως θα σημειώσει χαρακτηριστικά ο Άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης13. Άλλωστε και ο Άγιος Ιγνάτιος ο Θεοφόρος παρακαλεί τον Άγιο Πολύκαρπο Επίσκοπο Σμύρνης «να υπερασπίζεται τον τόπο με κάθε επιμέλεια υλική και πνευματική»14. Κυρίως όμως οφείλει να γίνεται υπερασπιστής και προασπιστής της Ορθοδόξου Πίστεως και Παραδόσεως.
Πέρα από τη Θεία Λατρεία και το κήρυγμα είναι και η προσφορά στον παράγοντα άνθρωπο. Η καινή εντολή της αγάπης («αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν»15) όπως βιώνεται στις ιερές μορφές των Αγίων μας, η θυσία για τον άλλον, το «τοις πάσι γέγονα τα πάντα» του Αποστόλου των Εθνών Παύλου16, αποτελεί τμήμα της πολυσχιδούς διακονίας του Επισκόπου μέσα σε μία τοπική Εκκλησία.
Αδελφοί μου συμπρεσβύτεροι και συνδιάκονοι του Ιερού Θυσιαστηρίου,
ευλογημένε λαέ του Θεού της ακριτικής αυτής επαρχίας,
παιδιά μου αγαπημένα,
Η μικρή αυτή αναφορά στο πρόσωπο του Επισκόπου γίνεται με την ευκαιρία της συμπληρώσεως είκοσι ετών διακονίας μου στην ακριτική Καστοριά, στην ιδιαίτερη πατρίδα μας. Σαν χθες, την 1η Οκτωβρίου του έτους 1996, εορτή της Υπεραγίας Θεοτόκου της Γοργοϋπηκόου, εξελέγην από τη σεπτή Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος υπό την προεδρία του μακαριστού Γέροντός μου Αρχιεπισκόπου Αθηνών κυρού Σεραφείμ, Επίσκοπος και Μητροπολίτης σας. Είκοσι χρόνια μαζί…
Παρών στα Ιερά Μυστήρια, στη Θεία Λατρεία, στη διακονία του λόγου του Θεού σε κάθε ευκαιρία, με μοναδικό σκοπό «ίνα μορφωθή Χριστός εν υμίν»17, τόσο στον Ιερό Κλήρο, όσο και στην ευκληματούσα άμπελο της τοπικής μας Εκκλησίας.
Παρών και στη χαρά και στη λύπη, στα έργα αγάπης και στη φροντίδα για τον παράγοντα άνθρωπο.
Παρών στην ευπρέπεια των Ιερών Ναών και Μονών, ώστε να δοξάζεται μόνον ο Θεός, να τιμάται η Υπεραγία Θεοτόκος, οι Άγιοι της Εκκλησίας μας, οι προστάτες και έφοροι της περιοχής μας.
Οι ευφρόσυνες και οι χαρούμενες στιγμές πολύ λίγες. Ατελείωτες οι ώρες της ευθύνης, της αγωνίας, της λύπης, του προβληματισμού, των δακρύων και της πικρίας. Στα χρόνια αυτά, καταφυγή μου ήταν ένα δένδρο και ένα παράθυρο. Το δένδρο ήταν η Παναγία που με σκέπαζε με τον μανδύα των δραστικοτάτων ικεσιών της και μου απάλυνε τους πόνους του ακάνθινου στεφάνου. Και το παράθυρο ήταν η Θεία Λειτουργία που μου χάριζε καθημερινά το οξυγόνο του Ουρανού και την επαγγελία του Θεού : «ου μη σε άνω, ουδ’ ου μη σε εγκαταλίπω»18. Στήριγμά μου, ακόμη, οι προσευχές τόσο του Ιερού Κλήρου όσο και οι δικές σας. Γι’ αυτό και δεν διστάζω να σας πω σήμερα ότι «οφειλέτης ειμί»19.
Επιθυμώ ακόμη σήμερα, μετά από είκοσι χρόνια διακονίας, να σας κοιτάξω στα μάτια και να σας πω μετά λόγου γνώσεως τα εξής :
Εάν κατά το διάστημα των είκοσι ετών έγινε κάτι καλό στην επαρχία μας, αυτό οφείλεται στην παρουσία του Θεού, της χάριτός Του, σε όλους εσάς και στη συμβολή των πολύτιμων συνεργατών Κληρικών και λαϊκών και όχι στην ελαχιστότητά μου.
Τα λάθη, οι ατέλειες, οι παραλείψεις είναι μόνο δικές μου και για τις οποίες ζητώ το έλεος και τη φιλανθρωπία του Θεού καθώς και τη δική σας συγγνώμη.
Η συμπλήρωση μίας εικοσαετίας είναι για μένα ευλογία Θεού. Γι αυτό και η τιμή και η δόξα ανήκει μόνο στον Άγιο Τριαδικό Θεό, στην Υπεραγία Θεοτόκο και τους προστάτες Αγίους μου.
Αφήνω, λοιπόν, και πάλι τον εαυτό μου στα χέρια του Θεού και δια στόματος του Προφήτου Δαβίδ Τον παρακαλώ «δι αυχένος και γονάτων κλίσεσι» : «Παράτεινον το έλεός σου τοις γινώσκουσί σε»20.
Ευγνωμοσύνη προσφέρω στους αγαπητούς μου Κληρικούς, στους άρχοντες του τόπου μας, σε εκείνους που με ευεργέτησαν ποικιλοτρόπως.
Η σκέψη μου τρέχει στο ταπεινό Φανάρι, στη Βασιλίδα Πόλη, ζητώντας τις ευχές του Παναγιωτάτου Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου, καθώς και του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερωνύμου και όλων των μελών της σεπτής Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Νοερά ασπάζομαι το χέρι του πολυσεβάστου και ασθενούντος Γέροντός μου Μητροπολίτου Αγαθονίκου, ζητώντας ταπεινά τις ευχές του.
Από το Ουράνιο Θυσιαστήριο, εξαιτούμαι τις ευχές των μακαριστών Αρχιεπισκόπων Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ και Χριστοδούλου, των αγίων προκατόχων μου Αρχιερέων, αλλά και των αειμνήστων γονέων μου που από την Καστοριά φτερούγισαν για τη Βασιλεία των Ουρανών.
Με ιδιαίτερη αγάπη ζητώ τις ευχές και τις προσευχές της μικρής μοναστικής μου συνοδείας, που βάστασε όλα αυτά τα χρόνια τον καύσωνα της ημέρας και τον παγετό της νύκτας και έγινε συγκυρηναίος του σταυρού μου.
Παρακαλώ να έχω τις ευχές και τις προσευχές του Ιερού Κλήρου, των Μοναστικών Αδελφοτήτων, των πατέρων της Αγιορειτικής Πολιτείας που είναι ένα κομμάτι της καρδιάς μου, καθώς και τις δικές σας προσευχές, αφού είσθε η μεγάλη μου οικογένεια, πατέρες, αδελφοί, φίλοι και τέκνα πνευματικά εν Κυρίω, «ίνα παρρησίαν έχω εν τη ημέρα της κρίσεως»21.
Σας ασπάζομαι όλους στο όνομα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και σας εύχομαι να έχετε πλούσια στη ζωή σας την ευλογία και τη χάρη του Θεού, ώστε να χαίρομαι με την κατά Θεό προκοπή σας.
«Αδελφοί μου αγαπητοί και επιπόθητοι, χαρά και στέφανός μου, ούτω στήκετε εν Κυρίω»22.
«Χαίρετε, καταρτίζεσθε, παρακαλείσθε, το αυτό φρονείτε, ειρηνεύετε • και ο Θεός της αγάπης και ειρήνης έσται μεθ’ υμών»23.
1 Ειρηνικά Θείας Λειτουργίας
2 Διαταγές των Αποστόλων 28,2, Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 1,448
3 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας – Επιστολή προς Φιλαδελφείς IX, Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 4,129
4 Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου, «Περί των ιερατικών τελειώσεων», PG 3,505
5 αυτόθι
6 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς Μαγνησιείς V, Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 4,94
7 αυτόθι
8 ο.π., VII, 97
9 Του ιδίου, Επιστολή προς Σμυρναίους VIII, Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 4,139
10 Του ιδίου, Επιστολή προς Εφεσίους VI, Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 4,81
11 Αγίου Γερμανού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως, Ιστορία Εκκλησιαστική και Μυστική Θεωρία, PG 98,389D
12 Β΄ Τιμ. 4,11
13 Αγίου Ισιδώρου Πηλουσιώτη, Προς Τιμόθεον εις το «ει τις επισκοπής ορέγεται», PG 78,900A
14 Αγίου Ιγνατίου Αντιοχείας, Επιστολή προς τον Πολύκαρπον, Ι, Αποστολικοί Πατέρες, ΕΠΕ 4,143
15 Μαρκ. 12,31
16 Α΄ Κορ. 9,22
17 Γαλ. 4,19
18 Εβρ. 13,5-6
19 Ρωμ. 1,15
20 Ψαλμ. 35,11
21 πρβλ. Α’ Ιω. 4,17
22 Φιλ. 4,1-2
23 Β’ Κορ. 13,11-12