Του Μ. Γ. Βαρβουνη, καθηγητή Λαογραφίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστήμιου Θράκης
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις κατά τις οποίες πολλοί συνάνθρωποί μας θεωρούν τις έννοιες της παράδοσης και της προόδου ως αντίπαλες και ασυμβίβαστες. Σύμφωνα με αυτόν τον τρόπο σκέψης, ο οποίος κατά κανόνα οφείλεται στο γεγονός της ουσιαστικής άγνοιας γύρω από την έννοια και τη λειτουργικότητα της παράδοσης, κάθε τι το παραδοσιακό είναι εξ ορισμού ταυτισμένο με παλαιές μορφές ζωής, με στοιχεία του παλαιότερου πολιτισμού, άρα και κάτι που δεν επιδέχεται αλλαγή ή τροποποίηση. Κι όμως, τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι.
Η επιστήμη της Λαογραφίας μάς διδάσκει ότι η παράδοση, ως πολιτισμική διαδικασία, υπάρχει σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες και θα συνεχίσει να λειτουργεί όσο θα υπάρχουν οργανωμένα κοινωνικά σύνολα. Μόνο που η παράδοση, με τους δικούς της φυσικά ρυθμούς, ανανεώνεται και προσαρμόζεται στις εκάστοτε ιστορικές, οικονομικές και πολιτισμικές συνθήκες και επιταγές, ανάλογα με την εποχή και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της.
Ουσιαστικά η παράδοση συνιστά μια πολιτισμική διεργασία στα όρια της οποίας άλλα πολιτισμικά στοιχεία κληρονομούνται από το παρελθόν και μένουν αμετάβλητα, άλλα τροποποιούνται καταλλήλως, άλλα εισάγονται μετασχηματισμένα και άλλα δημιουργούνται. Κριτής και κριτήριο για τις διεργασίες αυτές είναι κάθε φορά ο λαός και οι ανάγκες του που πραγματικά ή συμβολικά ικανοποιούνται από τις παραδοσιακές μορφές. Και υπόβαθρο όλων αυτών των πολιτισμικών εξελίξεων είναι οι εκάστοτε συνθήκες που διαμορφώνονται από την ιστορική συγκυρία, λ.χ. η εισαγωγή και χρήση νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων ή μηχανικών μέσων, η ανάπτυξη και καλλιέργεια νέων κοινωνικών μορφών, η εμφάνιση και διάχυση νέων πολιτισμικών προτύπων, αφού ζούμε πλέον σε κοινωνίες που εύκολα επικοινωνούν και αναλόγως επηρεάζονται από άλλους λαούς και ξένες παραδόσεις.
Από την άλλη πλευρά, η παράδοση συνδέεται στενά με την εθνική και πολιτισμική ταυτότητα κάθε λαού, καθώς αποτελεί κάτοπτρο της εθνικής του ιδιοπροσωπίας και ιδιοσυγκρασίας. Γι’ αυτό και η μελέτη της δεν έχει μόνο επιστημονική, αλλά παρουσιάζει και πρόδηλη εθνική σημασία, τουλάχιστον για λαούς που δεν θα ήθελαν να αλλοτριωθούν και να εξομοιωθούν πολιτισμικά με τους υπόλοιπους, αλλά ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την όποια πολιτισμική και εθνική τους ιδιαιτερότητα τούς κάνει να ξεχωρίζουν από την επιδιωκόμενη σήμερα παγκοσμιοποιημένη ανθρώπινη αγέλη.
Αυτό σημαίνει ότι κύριο μέλημά μας δεν πρέπει να είναι η άκριτη επανάληψη πολιτισμικών μορφών και εκδηλώσεων του παρελθόντος, στα όρια ενός μιμητικού φολκλορισμού, αλλά η δημιουργική αναπροσαρμογή των παραδοσιακών δεδομένων, με τρόπο που ούτε να σκιαμαχούμε απορρίπτοντας κάθε έννοια προόδου, ούτε να αλλοτριωνόμαστε υιοθετώντας άκριτα κάθε εισαγόμενο στοιχείο. Με άλλα λόγια, η ισορροπία ανάμεσα στο παλιό και το νέο, ανάμεσα στις παλιότερες μορφές της παράδοσης και στην πρόοδο, αποτελεί το κύριο ζητούμενο του καιρού μας.
Οπωσδήποτε, κύριος υπεύθυνος αυτών των εξελίξεων είναι ο λαός, που δημιουργεί και την παράδοσή του, αυτήν που τον εκφράζει πολιτισμικά και τον καλύπτει ψυχολογικά. Κι αυτά βέβαια, τηρουμένων των αναλογιών, δεν ισχύουν μόνο για τη λαϊκή, αλλά και για την εκκλησιαστική παράδοση όπου, πέρα από το δογματικό σκέλος, πολλά είναι τα πρακτικά και εξωτερικά νεωτερικά στοιχεία που σήμερα υιοθετούνται και μετασχηματίζονται.
Είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι η κίνηση αυτή ανάμεσα στην «παράδοση» και στην «πρόοδο» θα μας απασχολήσει συστηματικά τα επόμενα χρόνια, καθώς η πολιτισμική μας ταυτότητα σήμερα είναι υπό διαμόρφωση. Κι εδώ είναι που πρέπει να φροντίσουμε ώστε το τελικό αποτέλεσμα να αποτελεί ασφαλές σκάφος για την πορεία του λαού μας στον 21ο πολύπλαγκτο αιώνα.