Της Λίτσας Ι. Χατζηφώτη, αρχαιολόγου
Περίπου πριν από δύο χρόνια τελέσθηκαν τα θυρανοίξια του μικρού βυζαντινού ναού των Ταξιαρχών, πολύ κοντά στον σύγχρονο ομώνυμο Μητροπολιτικό Ναό του δήμου Κορυδαλλού Αττικής. Το ναΰδριο αυτό έχει πολύ παλιά ιστορία, αλλά πιστεύω ότι ελάχιστοι, εκτός από τους κατοίκους της γύρω περιοχής και τους ειδικούς αρχαιολόγους, γνωρίζουν τη μακραίωνη ύπαρξή του.
Τα θυρανοίξια τελέσθηκαν με την ολοκλήρωση των εργασιών για την αναστήλωση και την ανακαίνισή του, μετά τις ζημιές που υπέστη το 1999 από τους σεισμούς, από τον Μητροπολίτη Νικαίας κ. Αλέξιο, καθώς ο Κορυδαλλός ανήκει εκκλησιαστικώς στην Ι.Μ. Νικαίας.
Για την περιοχή δεν έχουν διασωθεί σημαντικά στοιχεία. Πάντως, γνωρίζουμε ότι ο Κορυδαλλός υπήρξε ένας από τους εκατό δήμους της Αττικής που ιδρύθηκαν κατά τον 6ο αι. π.Χ. και ανήκε στην Ιπποθοωντίδα φυλή, κατά τον Στέφανο τον Γραμματικό. Η θέση της προσδιορίζεται από τον Στράβωνα ως εξής: «Υπέρ δε της ακτής ταύτης όρος εστίν ο καλείται Κορυδαλλός και ο δήμος οι Κορυδαλλείς» (Γεωγραφικά ΙΧ, 1). Πολύ αργότερα ο Θεόφιλος Κορυδαλλεύς (1563-1646), ο οποίος γεννήθηκε στον Κορυδαλλό, σπούδασε στην Πάδοβα και υπήρξε από τους κορυφαίους διαφωτιστές του τέλους του 16ου και των αρχών του 17ου, με σπουδαία μόρφωση και καλλιέργεια και Μητροπολίτης Ναυπάκτου και Άρτας, μνημονεύει ξανά τον αρχαίο δήμο. Μάλιστα ο όγκος του συστηματικού έργου του έγινε η βάση της φιλοσοφικής εκπαίδευσης του νέου ελληνισμού (Δημαρά Κ. Θ.: Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Ίκαρος 1964, σ. 59).
Για την ίδρυση του ναού των Ασωμάτων, όπως ήταν παλαιότερα γνωστός, για τον κτήτορά του κ.λπ. δεν υπάρχουν αναφορές στις πηγές. Ο αναστηλωτής του μνημείου, Π. Ανδρούδης, αρχιτέκτων-αναστηλωτής και λέκτωρ Βυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στο ΑΠΘ, με βάση την υπάρχουσα γενικότερη βιβλιογραφία, σημειώνει ότι, όπως όλοι οι οικισμοί της Αττικής, ο Κορυδαλλός ανήκε στη δικαιοδοσία του Μητροπολίτη Αττικής. Από τις διάφορες άλλες πληροφορίες για τους ιδιοκτήτες της περιοχής ενδιαφέρει το ότι τον 18ο αι. ο ναός αποτελούσε μέρος του τσιφλικιού της οικογενείας Κουτσικάρη και εξυπηρετούσε τις θρησκευτικές ανάγκες αυτής και των ανθρώπων που ανήκαν στην υπηρεσία τους.
Η μελέτη του μνημείου κατά την αναστήλωση και την αποκατάστασή του, σύμφωνα με τον κ. Ανδρούδη, με βάση το σχήμα της κάτοψης, την κυκλική εξωτερική μορφή των αψίδων του, τον κυλινδρικό τρούλο και το χαμηλό τύμπανό του, το πλινθοπερίκλειστο σύστημα δομής του, τα απλά πλίνθινα τόξα των παραθύρων και την οδοντωτή ταινία, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι το μνημείο μπορεί να χρονολογηθεί περί τα τέλη του 10ου ή το πρώτο μισό του 11ου αι., εποχή κατά την οποία παρατηρείται ακμή της βυζαντινής ναοδομίας. Αποτελεί, πάντοτε κατά τον μελετητή του, ενδιαφέρον μνημείο της αρχιτεκτονικής της λεγόμενης «Ελλαδικής Σχολής», χαρακτηριστικά δείγματα της οποίας ας αναφέρουμε εδώ τροχάδην το καθολικό της Παναγίας Σκριπούς στον Ορχομενό Βοιωτίας (873/4), την Παναξιώτισσσα Γαυρολίμνης και την Επισκοπή Ευρυτανίας, μνημεία με ιδιαίτερα πολλαπλό ενδιαφέρον.
Ο ναός των Ταξιαρχών ανήκει στον τύπο του τρίκογχου με τρούλο, στη δυτική πλευρά του οποίου έχει προστεθεί νάρθηκας κατά την εποχή της τουρκοκρατίας. Οι κόγχες ανοίγονται μία στην ανατολική πλευρά με τρίλοβο παράθυρο και οι άλλες δύο με μονόλοβο στη βόρεια και τη νότια. Κατά τις εργασίες των ανασκαφών ανακαλύφθηκαν κάτω από το δάπεδο της νότιας κόγχης ταφές. Για χρόνια το οικοδόμημα ήταν καλυμμένο με παχύ στρώμα λευκού σοβά και ο τρούλος του ήταν στερεωμένος με μεταλλικές στεφάνες.
Στη σημερινή του μορφή το λιτό οικοδόμημα έχει εσωτερικές διαστάσεις 10,66×5,90 μ. κατά το κυρίως τμήμα του. Ο νάρθηκας, ο οποίος κατασκευάσθηκε στη θέση παλαιότερου, έχει μήκος 3, 85 μ. και πλάτος 4,85 μ. Οι ακριβείς διαστάσεις του βυζαντινού νάρθηκα δεν έχουν προσδιορισθεί, αλλά ούτε και η ιστορία της καταστροφής και της αντικατάστασής του. Σκεπάζεται στον κατά μήκος άξονά του εσωτερικά με ημικυκλική καμάρα και εξωτερικά με αμφικλινή κεραμιδωτή στέγη. Ο τρούλος στηρίζεται με τόξα στους τοίχους.
Μετά την απομάκρυνση των μεταγενεστέρων επιχρισμάτων των τοίχων του ναού ήρθαν στο φως σπαράγματα τοιχογραφιών στο τύμπανο του τρούλου και στον ημικύλινδρο της κόγχης του ιερού, γεγονός από το οποίο βγαίνει το συμπέρασμα ότι ο ναός στην αρχική του μορφή ήταν κατάγραφος. Τα υπόλοιπα αυτά των τοιχογραφιών στην κόγχη είναι ευκολοδιάκριτα, αλλά δεν επιτρέπουν προσδιορισμό των μορφών. Θεωρείται ότι παρίσταναν ιεράρχες.
Στον ναό κατά τη διάρκεια μικρής ανασκαφικής έρευνας για την αποκατάσταση του μνημείου ανακαλύφθηκαν θραύσματα μαρμάρινων μελών που χρονολογούνται στη μεσοβυζαντινή εποχή, δεν ανήκουν στην ίδια κατασκευή και δεν είναι βέβαιο και ότι ανήκαν στον διάκοσμο του μνημείου. Ακόμα ένα γλυπτό, ο διάκοσμος του οποίου δείχνει ότι είναι έργο του 11ου αι., είναι τοποθετημένο επάνω από το υπέρθυρο της εισόδου του μεταβυζαντινού νάρθηκα και είναι θραύσμα μαρμάρινης «ψευδοσαρκοφάγου».
Ο τάφος με την αψίδα στο νότιο μέρος
Χαρακτηριστικό εύρημα στον νότιο τοίχο του σημερινού νάρθηκα του ναού είναι η μεταγενέστερη της κατασκευής του δημιουργία ενός αρκοσολίου, ενός τάφου δηλαδή με αψίδα επάνω. Στον χώρο αυτό έθαπταν διακεκριμένο νεκρό. Στην προκειμένη περίπτωση δεν υπάρχουν περισσότερα στοιχεία. Όπως φάνηκε κατά τις ανασκαφικές εργασίες, το αρχικό δάπεδο του κυρίως ναού αποτελούσαν μικρές πέτρες. Στον νάρθηκα υπήρχαν μεγαλύτερες.
Ο μικρός βυζαντινών χρόνων ναός των Ταξιαρχών στον Κορυδαλλό αποτελεί κόσμημα της περιοχής, όσο και αν δίπλα του υψώνεται ο εντυπωσιακός ναός που ολοκληρώθηκε το 1964.
Πρέπει να σημειώσουμε, κλείνοντας το προσκύνημα σε τούτο το σιωπηλό και παραμερισμένο μνημείο, ότι οι Ταξιάρχες θέλησαν να το αναλάβει και να το ξανακάνει λειτουργικό ένας επιστήμων, τον οποίο δεν γνωρίζω προσωπικά, αλλά εξετίμησα ιδιαιτέρως το βιβλίο που έγραψε για αυτό και εξέδωσε η Ι.Μ. Νικαίας. Μαζί με όσα ανακάλυψε κατά τις εργασίες και προέκυψαν από τις μελέτες του, τοποθέτησε το μνημείο μέσα στην εποχή του, παραθέτοντας στοιχεία εύληπτα για τον καθένα από πλευράς αρχιτεκτονικής, καλλιτεχνικής κ.λπ. και παραλληλίζοντάς το με μνημεία που ανήκουν στον ίδιο τύπο στον ελλαδικό χώρο. Αυτό σημαίνει ότι η όλη ενασχόλησή του αποτέλεσε νησίδα πολιτισμού για όλους και όχι μια ξερή επιστημονική ανακοίνωση για λίγους ειδικούς και αυτό είναι, ας μου επιτραπεί, πολύ σπουδαίο.