Πριν από λίγες ημέρες, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και Πάσης Ελλάδος, ο 20ός στη σύγχρονη ιστορία της Εκκλησίας της χώρας μας, συμπλήρωσε οκτώ χρόνια από την εκλογή του. Οκτώ χρόνια στη διάρκεια των οποίων έβαλε τη δική του σφραγίδα σε έναν ζωντανό οργανισμό, ο οποίος συνδέεται άρρηκτα με τη μοίρα του Έθνους.
Ο Ιερώνυμος Β’, κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης, διαδέχτηκε σε μια πολύ δύσκολη περίοδο για τη χώρα τον Μακαριστό Χριστόδουλο, ο οποίος, μετά από πολλά χρόνια αδράνειας, έφερε την Εκκλησία στο επίκεντρο με ιδιαίτερα δυναμικό τρόπο. Έναν τρόπο που έγινε μεν αποδεκτός με ενθουσιασμό από την πλειονότητα των πιστών, αλλά επικρίθηκε από τον πολιτικό και ενίοτε τον πνευματικό κόσμο της χώρας. Επίσης, δεν έλειψαν οι εντάσεις στις σχέσεις Αθηνών – Φαναρίου.
Σε αντίθεση με τον πληθωρικό Χριστόδουλο, ο Ιερώνυμος από την πρώτη στιγμή της εκλογής του στη θέση του Αρχιεπισκόπου επέλεξε να χαμηλώσει τους τόνους. Χωρίς να κάνει εκπτώσεις σε ζητήματα αρχών, μιλούσε και συνεχίζει να μιλά όποτε κρίνει ότι πρέπει, καθορίζοντας ο ίδιος τον «καιρό του σιγάν ή του λαλείν».
Το ίδιο έκανε και όταν στις εκλογές για τον αρχιεπισκοπικό θρόνο -μετά την κοίμηση του Σεραφείμ- ήρθε δεύτερος. Αν και οι συνεργάτες του τότε είχαν αποδώσει την ήττα σε όσα είχαν δει το φως της δημοσιότητας για οικονομικά σκάνδαλα, ο ίδιος συνέβαλε στην αρχή μιας νέας εποχής για την Εκκλησία, χωρίς να «κρατά κακία», ακόμη και όταν στη συνέχεια δικαιώθηκε και τα περί οικονομικών σκανδάλων αποδείχθηκαν αβάσιμα.
Μετά την κοίμηση του Χριστόδουλου, μεγάλο μέρος της Ιεραρχίας, μεταξύ των οποίων ο Μακαριστός Μητροπολίτης Ιωαννίνων Θεόκλητος (είχε στηρίξει τον Χριστόδουλο), ζήτησε από τον τότε Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας να θέσει εκ νέου υποψηφιότητα. Εκείνος δέχτηκε την πρόταση και αναδείχθηκε νέος Αρχιεπίσκοπος τον Φεβρουάριο του 2008.
Η εποχή Ιερώνυμου ξεκίνησε με το αυτονόητο: μια επίσκεψη στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο, με στόχο να επιλυθούν όποια προβλήματα είχαν προκληθεί κατά το παρελθόν. Οι θέσεις του Πατριαρχείου έγιναν στο σύνολό τους δεκτές και έτσι ο κ. Ιερώνυμος συνέβαλε στην εξομάλυνση των σχέσεων των δύο Εκκλησιών. Παρόλο που δέχτηκε έντονη κριτική από πολλούς ιεράρχες, είχε κλείσει ένα μέτωπο.
Στη συνέχεια, και αφού επέλεξε να μείνει στο κτίριο της Αρχιεπισκοπής στην οδό Αγίας Φιλοθέης, στην Πλάκα, άρχισε να διατυπώνει τον δικό του λόγο και να ακολουθεί μια διαφορετική τακτική από τον Χριστόδουλο: Απέρριψε την υπερέκθεση στα μέσα ενημέρωσης. Πολλές φορές έβγαινε -ακόμη και χωρίς ασφάλεια- τη νύχτα στην Αθήνα, για να διαπιστώνει ο ίδιος τις συνθήκες στις οποίες ζουν οι άστεγοι, οι χρήστες ουσιών, οι μετανάστες. Δεν έδινε συνεντεύξεις και απέφευγε τα κηρύγματα από άμβωνος που θα γίνονταν πρωτοσέλιδα. Χωρίς να έχει κατεβάσει τον πήχη, κράτησε χαμηλούς τόνους, ενισχύοντας το προφίλ του θρησκευτικού ηγέτη μάλλον παρά του εθνικού. Επίσης, δεν παρενέβη δημόσια στα πολιτικά πράγματα της χώρας και όσες φορές χρειάστηκε άσκησε μεν κριτική, αλλά ποτέ δεν ανέβασε τους τόνους. Τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια, γιατί το τελευταίο διάστημα, με αφορμή το μάθημα των Θρησκευτικών, την καύση των νεκρών και την ανέγερση τζαμιού, έχει επιλέξει να εκφράζεται ακόμη και σε έντονο ύφος. Ποτέ όμως δεν απείλησε με… τη δύναμη των πιστών!
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το σύνολο των πολιτικών έχουν συναντηθεί μαζί του και έχουν συζητήσει σε πολύ καλό κλίμα. Σε καλό κλίμα γίνονταν και οι συζητήσεις με το Φανάρι. Ωστόσο, αυτή την περίοδο φαίνεται πως οι σχέσεις Βαρθολομαίου – Ιερώνυμου έχουν περάσει σε φάση δοκιμασίας. Ο μεν Αρχιεπίσκοπος δεν επιθυμεί το Φανάρι να εμπλέκεται στα εσωτερικά της Εκκλησίας της Ελλάδος (Νέες Χώρες), το δε Πατριαρχείο εμφανίζεται να επιδιώκει την ενίσχυση του πνευματικού του ρόλου στις Μητροπόλεις των περιοχών που απελευθερώθηκαν μετά το 1912.
Ο χρόνος θα δείξει κατά πόσο οι σχέσεις των δύο Εκκλησιών θα δοκιμαστούν για ακόμη μία φορά ή όλα θα εξελιχθούν «σε πνεύμα αγάπης».
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι το σύνολο των πολιτικών έχουν συναντηθεί μαζί του και έχουν συζητήσει σε πολύ καλό κλίμα. Σε καλό κλίμα γίνονταν και οι συζητήσεις με το Φανάρι. Ωστόσο, αυτή την περίοδο φαίνεται πως οι σχέσεις Βαρθολομαίου – Ιερώνυμου έχουν περάσει σε φάση δοκιμασίας
Κατά τα οκτώ χρόνια της αρχιεπισκοπίας του, ο κ. Ιερώνυμος δεν προχώρησε σε «μεγάλες ανατροπές». Μπορεί να μετονόμασε την «Αλληλεγγύη» σε «Αποστολή», ωστόσο διατήρησε τις δομές που είχαν δημιουργηθεί επί Χριστοδούλου, ενώ στήριξε και ενίσχυσε το κοινωφελές έργο της Εκκλησίας. Είχε ωστόσο την ατυχία τα ανθρωπιστικά του προγράμματα να προσαρμοστούν βίαια στις συνθήκες της κρίσης. Πλέον οι ανάγκες πολλαπλασιάστηκαν, ενώ τα έσοδα περιορίστηκαν δραστικά. Τόσο πολύ, ώστε πολλά ιδρύματα να απειλούνται με λουκέτο, κάτι που σε άλλες εποχές ήταν αδιανόητο.
Οι ανάγκες αυξάνουν καθημερινά, ωστόσο το αίτημα για αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας -όπως το είχε διατυπώσει και ο Μακαριστός Χριστόδουλος- ακόμη δεν έχει τύχει αποδοχής, γεγονός που ενοχλεί τον Αρχιεπίσκοπο. Εκτός αυτών, ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας ενοχλείται το ίδιο και από τις φωνές και τις εξάρσεις των ακραίων της Εκκλησίας, οι οποίοι επιχειρούν να παρέμβουν στις πολιτικές εξελίξεις «πολιτικολογώντας διαρκώς και αγνοώντας τις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας».
Ο κ. Ιερώνυμος, υιοθετώντας τη λογική των χαμηλών τόνων, έχει επενδύσει σε νέα πρόσωπα με όραμα για τη στελέχωση των υπηρεσιών της Εκκλησίας, αλλά και την κάλυψη των κενών που δημιουργούνται στις Μητροπόλεις. Με τον τρόπο αυτόν έχει καταφέρει να αναδείξει νέους ανθρώπους, οι οποίοι φαίνεται να συμμερίζονται τις θέσεις του για τον ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία.
Η πορεία του
Ο Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος Β’ , κατά κόσμον Ιωάννης Λιάπης, γεννήθηκε στις 10 Μαρτίου 1938 στα Οινόφυτα Βοιωτίας και ήταν το πρώτο από τα δύο αγόρια του Αναστάσιου και της Δήμητρας Λιάπη. Η οικογένειά του ήταν σχετικά εύπορη, με αρβανίτικες ρίζες. Ασχολούνταν, όπως και οι περισσότερες στην περιοχή, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Από μικρός και μετά την μαύρη περίοδο της Κατοχής έδειξε ιδιαίτερη κλίση στα γράμματα, αλλά και στην Εκκλησία. Όπως είχε δηλώσει παλαιότερα («ΒΗmagazino»), «Από τη μητέρα μου είχα πάρει αυτή την κλίση, τη στροφή, την επιστροφή στον εσώτερο άνθρωπο. Θυμάμαι που εγώ και ο αδελφός μου, ο Αλέκος, βρίσκαμε την Κυριακή το πρωί στην καρέκλα τα ρούχα μας τα καθαρά για την εκκλησία. Πολλές φορές η μητέρα μου μού έδινε να πάω το πρόσφορο. Μια συγγένισσά μας, η Ευσταθία -ζει ακόμη-, που με έβλεπε να περνάω, μαθητής του Δημοτικού ακόμη, ενώ εκείνη σκούπιζε την αυλή της, μου ’λεγε: “Πού πας, βρε, πρωί-πρωί στην εκκλησιά; Ακόμη δεν έχει πάει ο παπάς. Γούμενος θα γίνεις;”».
Οταν ο Ιερώνυμος τελείωσε το γυμνάσιο, εισήχθη στο Αρχαιολογικό Τμήμα της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ μετά την αποφοίτησή του εισήχθη στη Θεολογική Σχολή. Ως πρώτος υπότροφος του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών στις βυζαντινές σπουδές μετέβη για μεταπτυχιακό στην Αυστρία (Γκρατς) και στη Γερμανία (Ρέγκενσμπουργκ και Μόναχο). Το 1967 και σε ηλικία 29 ετών αποφάσισε -ξαφνιάζοντας μάλλον τους δικούς του και το φιλικό του περιβάλλον- να γίνει κληρικός. Ο πατέρας του ενοχλήθηκε στην αρχή, αλλά η απόφασή του ήταν οριστική, αν και τότε εργαζόταν ως πανεπιστημιακός βοηθός στην Αρχαιολογική Εταιρεία και ως καθηγητής γυμνασίου. Ήταν «ζωντανός» άνθρωπος και ως καθηγητής αλλά και ως μαθητής, με αγάπη στο μπάσκετ και την κωπηλασία.
Εγκαταλείποντας την ακαδημαϊκή του καριέρα, εντάχθηκε στον Ορθόδοξο Κλήρο. Τον πρώτο βαθμό της ιεροσύνης τον έλαβε την 3η Δεκεμβρίου 1967, χειροτονηθείς διάκονος από τον Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας Νικόδημο στη Θήβα και λαμβάνοντας το όνομα «Ιερώνυμος» προς τιμήν του τότε Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Ιερωνύμου Α’. Στις 10 του ίδιου μήνα χειροτονήθηκε πρεσβύτερος στη πόλη της Λιβαδειάς, λαμβάνοντας το οφίκιο του αρχιμανδρίτη.
Από της χειροτονίας του έως και το 1978 υπηρέτησε ως πρωτοσύγκελος της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας και διετέλεσε ηγούμενος των Ιερών Μονών Μεταμορφώσεως του Σωτήρος Σαγματά (1971-1977) και Οσίου Λουκά Βοιωτίας (1977-1981). Το διάστημα των ετών 1978-1981 υπήρξε γραμματέας και κατόπιν αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Το 1981, έπειτα από την παραίτηση του Μητροπολίτη Νικόδημου, εξελέγη παμψηφεί Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας. Η εις επίσκοπον χειροτονία του τελέστηκε στις 4 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου στον Καθεδρικό Ναό Αθηνών, προεξάρχοντος του Αρχιεπισκόπου Σεραφείμ. Ως μητροπολίτης συμμετείχε στις Συνοδικές Επιτροπές Εκκλησιαστικής Εκπαιδεύσεως, Εκκλησιαστικής Περιουσίας, Σχέσεων Εκκλησίας-Πολιτείας και Υποτροφιών και εργάστηκε ως αντιπρόεδρος του Ραδιοφωνικού Σταθμού της Εκκλησίας της Ελλάδος. Υπήρξε μέλος μεικτών επιτροπών Πολιτείας και Εκκλησίας για τη μελέτη θεμάτων περί της μοναστηριακής περιουσίας (1986-1998) και της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης (1986-1998), καθώς και πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου Κοινωνίας – Εκκλησίας (2005-2007).
Κατά τη διάρκεια της διακονίας του στη Μητρόπολη Λεβαδείας αναπαλαιώθηκαν και επανδρώθηκαν έξι ανδρώες ιερές μονές και δεκαεπτά γυναικείες. Ανάμεσα σε αυτές συγκαταλέγονται οι ιστορικές Μονές του Οσίου Λουκά, του Σαγματά, του Οσίου Σεραφείμ, της Μακαριωτίσσης, της Ευαγγελιστρίας και της Ιερουσαλήμ.
Από το κοινωνικό του έργο ξεχωρίζουν η δημιουργία οικοτροφείων, ορφανοτροφείου με μορφή ανάδοχης οικογένειας (Θήβα), στεγών ηλικιωμένων (Θήβα και Λιβαδειά), Κέντρου Επανένταξης Ψυχικώς Πασχόντων (Λιβαδειά), εκπαιδευτηρίου δημιουργικής απασχόλησης παιδιών με ειδικές ανάγκες, σε συνεργασία με άλλους φορείς του νομού (Λιβαδειά), κέντρου πρόληψης για τα ναρκωτικά (Λιβαδειά), συσσιτίων απόρων, συμπεριλαμβανομένων οικονομικών μεταναστών (Θήβα), συμβουλευτικών σταθμών (Θήβα) και του Κέντρου Ιστορικών και Αρχαιολογικών Ερευνών (Ζάλτσα – Ιερά Μονή Λυκούρεση).
Στη Μητρόπολη Λεβαδείας φρόντισε για τη δημιουργία και λειτουργία ενοριακών πνευματικών κέντρων και κέντρων νεότητας στις περισσότερες ενορίες, καθώς και πρότυπων κατασκηνωτικών εγκαταστάσεων στον Παρνασσό. Με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε και λειτουργεί το Κέντρο Ερευνών Ιστορίας και Πολιτισμού της Βοιωτίας, το οποίο συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια Durham και Cambridge. Πρωτοστάτησε επίσης στη δημιουργία του Κέντρου Ευαισθητοποιήσεως Πληθυσμού σε θέματα περιβάλλοντος και οικονομικών μεταναστών, το οποίο λειτουργεί στα Οινόφυτα.
Στη Μητρόπολη Λεβαδείας φρόντισε για τη δημιουργία και λειτουργία ενοριακών πνευματικών κέντρων και κέντρων νεότητας στις περισσότερες ενορίες, καθώς και πρότυπων κατασκηνωτικών εγκαταστάσεων στον Παρνασσό. Με πρωτοβουλία του ιδρύθηκε και λειτουργεί το Κέντρο Ερευνών Ιστορίας και Πολιτισμού της Βοιωτίας, το οποίο συνεργάζεται με τα Πανεπιστήμια Durham και Cambridge
Για τη συμβολή του στο φιλανθρωπικό έργο της Μητροπόλεως Λεβαδείας που σχετίζεται με την υγεία ο κ. Ιερώνυμος τιμήθηκε από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου της Κραϊόβας στη Ρουμανία με τον τίτλο του επίτιμου διδάκτορα. Επίσης, είναι πρόεδρος της Ελληνικής Καρδιολογικής Εταιρείας (ΕΛΙΚΑΡ).
Ποιος είναι
Πίσω από τον τίτλο και τις απαιτήσεις που απορρέουν από τον τίτλο του Αρχιεπισκόπου, ο κ. Ιερώνυμος στις ιδιωτικές του στιγμές παραμένει απλός και χωρίς να ενδιαφέρεται για τα περιττά. Ζει στον δεύτερο όροφο της οδού Αγίας Φιλοθέης, σε ένα διαμέρισμα 120 τμ., πάνω από τα γραφεία της Αρχιεπισκοπής. Έχει όμως και εκτός Αττικής το ησυχαστήριό του, στα Ζάλτσα Βοιωτίας, όπου έχει δημιουργήσει το δικό του κτήμα με κατσίκια, που έφερε από την Ισπανία, αλλά και ελάφια.
Μία από τις αγαπημένες του συνήθειες είναι την παραμονή της γιορτής της Αγίας Μαρίνας να πηγαίνει μαζί με τον σημερινό Μητροπολίτη Θηβών και Λεβαδείας, Γεώργιο, στο ακατοίκητο νησί Άμπελος, που ανήκει στην Ιερά Μονή του Οσίου Λουκά, και να λειτουργεί εκεί. Μάλιστα, δεν είναι λίγες οι φορές που και ο ίδιος συμμετέχει στον καθαρισμό του ναού. Παλιές συνήθειές του που δεν αλλάζουν εύκολα: Εχει οδηγό τον κ. Βλάσση, που τον είχε και στη Θήβα, ενώ συνεχίζει να του μαγειρεύει η κυρία Μαρία (σύζυγος του Βλάσση). Συχνά απομονώνεται στο πατρικό του σπίτι στα Οινόφυτα, όπου «πιο άνετα» απολαμβάνει το φαγητό του, που είναι πίτες, όσπρια και τραχανάς, τα οποία δεν λείπουν ποτέ από το τραπέζι του.
Οι θέσεις του για τα σύγχρονα προβλήματα
Για την καύση νεκρών
Ο καθένας έχει δικαίωμα στην επιλογή και την ευθύνη των πράξεών του. Η Εκκλησία δεν επιδιώκει να επιβάλλει την άποψή της «με τον βούρδουλα ή τη βία … Η Εκκλησία δεν είναι χωροφύλακας. Είναι πατέρας, είναι μάνα, έχει έναν τρόπο ζωής, παράδοση, διδασκαλία, λέει “αυτό είναι η αλήθεια”. Δεν μπορεί να γίνει χωροφύλακας και να πάρει τον βούρδουλα και με τη βία να φέρει, να επιβάλει κάτι, γιατί είναι έξω από τη διδασκαλία της. Ο ίδιος ο Χριστός μάς είπε “όποιος θέλει να έρθει κοντά μου ας έρθει” … Εμείς θα μείνουμε στις αρχές μας και θα υποστηρίξουμε αυτό που λέει η Εκκλησία».
Για τα Θρησκευτικά
«Θα ήθελα να κάνω έκκληση προς την Πολιτεία, την κυβέρνηση και όλον τον πολιτικό κόσμο, Εκκλησία και Πολιτεία, να συνεργαστούμε με ειλικρίνεια και συνέπεια και να δώσουμε το παράδειγμα στον λαό μας για συνεργασία και ενότητα. Να ενεργήσουμε έτσι ώστε να πείσουμε τον κάθε πολίτη, τον κάθε πιστό, ότι το πρώτο που μας ενδιαφέρει στις ημέρες μας είναι ο άνθρωπος και ιδιαίτερα ο πληγωμένος… Το τραγικό είναι ότι οι εχθροί μας δεν είναι πλέον πέρα και μακριά. Είναι εντός των τειχών μας. Το βλέπουμε. Το οσφραινόμαστε. Φαινόμενα όπως το πρόσφατο επεισόδιο του μαθήματος των Θρησκευτικών φοβάμαι ότι είναι η αιχμή του δόρατος. Φαίνεται ότι οι φίλοι μας οι Ευρωπαίοι, εκμεταλλευόμενοι τη δεινή μας οικονομική κατάσταση, στο πλαίσιο της ρυθμίσεως των οικονομικών μας σχέσεων, δεν θα παραλείψουν, αλλά αντιθέτως θα επιδιώξουν με κάθε τρόπο, την αλλοίωση της ελληνικής κοινωνίας, αρχίζοντας από τη σχολική μας εκπαίδευση… Εάν υπάρχουν δεσμεύσεις και σχεδιασμοί που αποσκοπούν -όπως ψιθυρίζεται ζωηρά- στην αλλοίωση της μορφής της κοινωνίας μας και μάλιστα στην υποτίμηση της Ιστορίας και των παραδόσεών μας, στο ξεθεμελίωμα του θεσμού της οικογένειας και στην επιβολή της διαστροφής, στην περαιτέρω υποβάθμιση της γλώσσας μας και την περιφρόνηση του από αιώνες πολιτισμού μας, της πατρίδος μας, των οσίων και ιερών μας, αν όλα αυτά είναι μέσα στα «προαπαιτούμενα» -πράγμα ακατανόητο-, τότε η Ιεραρχία, ο κλήρος, ο ευσεβής και ο πιστός ελληνικός λαός θα γίνουμε ανάχωμα, τείχη, οχυρά».
Για τους μετανάστες
«Οι ζωές των μεταναστών στην Ελλάδα δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά όλες τις χώρες της Ε.Ε.», είπε ο Προκαθήμενος της Ελλαδικής Εκκλησίας και υποστήριξε ότι οι μετανάστες που φτάνουν στα σύνορα της Ευρώπης πρέπει «να προωθούνται και να φιλοξενούνται και στις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε., αναλογικά με τον πληθυσμό καθεμίας». Μάλιστα, επισήμανε ότι «όλοι αυτοί οι μετανάστες προέκυψαν από τις δικές μας ενέργειες, από εμάς, τους αποκαλούμενους του “δυτικού κόσμου”» και πρόσθεσε: «Εμείς οι ίδιοι, με τις ενέργειές μας, τους εξαναγκάσαμε να εγκαταλείψουν τις πατρίδες τους και τώρα τους στοιβάζουμε σαν πρόβατα για σφαγή… Εάν οι οραματιστές και εμπνευστές της Ενωμένης Ευρώπης, εκείνοι που προάσπισαν με σθένος τα ανθρώπινα δικαιώματα και στηρίχτηκαν στη διακήρυξη της Συνθήκης της Ρώμης, που ζητούσε τη βαθύτερη ένωση των λαών της Ευρώπης, έβλεπαν τη σημερινή της κατάληξη, είναι βέβαιο ότι θα την είχαν διαλύσει μόνοι τους!… Αν κάποιος πεινάει, είμαστε υποχρεωμένοι να τον βοηθήσουμε, ανεξαρτήτως χρώματος ή θρησκείας».
Ο ρόλος της Εκκλησίας
«Πολλές φορές οι άνθρωποι ρωτάνε ποιος είναι ο σκοπός της Εκκλησίας. Τι περιμένουμε από την Εκκλησία; Είναι ερώτημα υπαρξιακό. Κάποτε πλησίασε κάποιος τον Χριστό και τον ρώτησε πώς πρέπει να ζήσει. Τι πρέπει να κάνει για να είναι ευτυχισμένος και επιτυχημένος; Και ο Χριστός τού απάντησε να αγαπήσει με όλη του την καρδιά τον Θεό και τον συνάνθρωπο. Σε αυτά τα δύο πράγματα κρύβεται το νόημα της ζωής. Η Εκκλησία μάς ενώνει. Μας μαθαίνει τι σημαίνει αγάπη και ποια είναι η σωστή πορεία. Μας μαθαίνει ότι υπάρχει τρόπος να σβήνουμε τα λάθη που έχουμε κάνει και να ξεκινάμε από την αρχή, αλλά, επίσης, μας καλεί να βοηθήσουμε τον συνάνθρωπο που έχει πρόβλημα. Πάντα υπήρχαν άνθρωποι που αντιμετώπιζαν δυσκολίες. Ιδιαίτερα, όμως, τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα έχει ταλαιπωρηθεί πολύ. Και έρχεται η Εκκλησία να βοηθήσει».