Tης Σοφίας Χρήστου
Γνώρισε τη δόξα τις δεκαετίες του ’60 και του ’70. Ζούσε μια ζωή σαν παραμύθι, τραγουδούσε μέχρι τα 42 της χρόνια στις πίστες μαζί με τους σταρ της εποχής, τότε που λεγόταν Μαίρη Αλεξοπούλου, ωστόσο από τη μια στιγμή στην άλλη η ζωή της άλλαξε. Ενα τραγικό γεγονός, ο πρόωρος θάνατος της 18χρονης κόρης της σε τροχαίο δυστύχημα, την έκανε να καταλάβει ότι όλα είναι μάταια και κάπως έτσι οδηγήθηκε σε έναν άλλον δρόμο, αυτόν του μοναχισμού.
Η μοναχή πλέον Θεονύμφη, ως δούλη του Κυρίου, Αυτού που επέλεξε να υπηρετεί για πάντα, από το 1992 έως και σήμερα ζει στο ησυχαστήριο-μοναστήρι της Παναγίας Θεονύμφης, που δημιούργησε στο Κορωπί, όπου προσεύχεται καθημερινά για την ανάπαυση της ψυχής της κόρης της, την ηρεμία της δικής της, αλλά και την υγεία όλων των παιδιών του κόσμου.
Η Μαρία Αλεξοπούλου παντρεύτηκε και απέκτησε δύο κορίτσια, την Κωνσταντίνα και την Ελευθερία. Σταμάτησε να τραγουδά στα νυχτερινά κέντρα, γιατί ο σύζυγός της δεν ήθελε. Ηταν η εποχή που είχε τραγουδήσει την «Μπάμπολα», που έπαιζε ασταμάτητα στα ραδιόφωνα και ο κόσμος την είχε αγαπήσει πολύ. Ομως, μετά από τέσσερα χρόνια, λόγω οικονομικών δυσκολιών του συζύγου της, επέστρεψε στις πίστες, ενώ παράλληλα είχε ξεκινήσει να φτιάχνει μαγαζιά που πουλούσαν υγιεινές τροφές.
Το 1984, η κόρη της Κωνσταντίνα ήταν 18 χρόνων, λίγο πριν φύγει για να σπουδάσει πολιτικές επιστήμες στο εξωτερικό. Ενα πρωί, πήρε το αυτοκίνητό της από το σπίτι για να πάει στο μαγαζί της Κηφισιάς, μιας και δούλευε παράλληλα μαζί με τη μητέρα της σε αυτόν τον κλάδο. Σε μια στροφή της Αγίας Μαρίνας στο Κορωπί έγινε μετωπική με ένα φορτηγό και έχασε τη ζωή της. Ο θάνατός της ήταν ακαριαίος. Το είχαν μάθει όλοι, αλλά στη μητέρα της, σύμφωνα με δηλώσεις της ίδιας, δεν είχαν πει τίποτα. Τότε την πήρε ένας γνωστός της τηλέφωνο και της είπε: «Δεν έχει έρθει η κόρη σας να ανοίξει το μαγαζί. Συμβαίνει κάτι;». Το αίμα της πάγωσε. Πήρε τηλέφωνο την Αστυνομία για να ρωτήσει τι είχε συμβεί. Και η απάντηση που έλαβε από το τηλέφωνο ήταν: «Η κόρη σας, κυρία μου, είναι νεκρή». Ετσι, ψυχρά.
Εκείνη την ώρα δεν έβλεπε μπροστά της. Ανέβηκε στον καναπέ και πήδαγε μέχρι το ταβάνι. Τότε βγήκε στη βεράντα και είδε ότι από ένα σύννεφο ξεκίνησαν να πέφτουν χοντρές σταγόνες. Εκείνη την ώρα γύρισε το κεφάλι της στον ουρανό και είπε: «Θεέ μου, κλαις κι εσύ μαζί μου;». Τότε κατάλαβε ότι όλα είναι μάταια. «Τίποτα δεν είμαστε. Μόνο χώμα», έχει αναφέρει.
Ο Θεός, όπως λέει η ίδια, τη βοήθησε σιγά-σιγά να αναρρώσει. Προσπάθησε να ξαναβγεί και να τραγουδήσει, διότι έπρεπε να δουλέψει. Είχε πάει στα «Αστέρια», όμως εκεί κατάλαβε πως έπρεπε να βάλει ένα τέλος στην καριέρα της και να μείνει μόνη. Κατόπιν συζήτησης με τον άντρα της, λοιπόν, χώρισε και έμεινε με την άλλη της κόρη, την Ελευθερία.
Από εκείνη τη στιγμή και μετά πήγαινε συνέχεια στην εκκλησία, σε αγρυπνίες. Εκεί αισθανόταν ανακούφιση, ένιωθε ότι αγαλλίαζε η ψυχή της. Το 1986, αποφάσισε να πάει σε έναν γέροντα και να γίνει μοναχή. Στην αρχή έγινε ρασοφόρα, ύστερα από τρία χρόνια, μεγαλόσχημη και μετά έγινε η ηγουμενική ενθρόνισή της. Το 1992 δημιούργησε το ησυχαστήριό της, την Παναγία Θεονύμφη, στο παλιό της σπίτι, στο Κορωπί.
Η εποχή του τραγουδιού
Ο πατέρας της Μαρίας Αλεξοπούλου, επίτροπος τότε στη Μητρόπολη Περιστερίου, δεν ήθελε η κόρη του να ασχοληθεί ούτε με τον χορό ούτε με το τραγούδι. Τελικά, κάποιοι φίλοι μουσικοί του παππού της τον έπεισαν για το ταλέντο της στο τραγούδι, ενώ ένας από αυτούς κέρδισε την εμπιστοσύνη του και την πήρε μαζί του σε μια ορχήστρα στη «Χωριάτικη Ταβέρνα» της Εκάλης.
Μετά ξεκίνησε να τραγουδά στη «Νεράιδα της Αθήνας», στην Κυψέλη. Σε μια εμφάνισή της στη Θεσσαλονίκη γνώρισε τον μαέστρο Κλάβα, που έγραψε και το πρώτο της τραγούδι. Μετά τον πρώτο της δίσκο, τραγούδησε στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης ένα τραγούδι του Μαυρομουστάκη μαζί με την Κλειώ Λενάρδου, το «Πανηγύρι», και πήρε το πρώτο της βραβείο.
Από εκεί και μετά, η μια διάκριση διαδεχόταν την άλλη σε Ελλάδα και εξωτερικό.
Εν τω μεταξύ, συνέχιζε να τραγουδά στα νυχτερινά μαγαζιά και να βγάζει δίσκους. Δούλεψε στην «Παλιά Αθήνα», στο «Κάστρο», στον «Βράχο», στα «Δειλινά» και στα «Αστέρια», με τους Πουλόπουλο, Βογιατζή, Φ. Νικολάου, Ρόμπερτ Ουίλιαμς, Μπέσυ Αργυράκη, Μεταξόπουλο, Κατσαρό και πολλούς άλλους. Εκανε τη δουλειά της και έφευγε από το εκάστοτε μαγαζί, γιατί της άρεσε η ησυχία. Δεν κάπνισε ποτέ, δεν έπινε αλκοόλ κ.ο.κ.
Τότε όμως δεν είχε καθόλου χρόνο να πηγαίνει στην εκκλησία και μέσα της υπήρχε μεγάλος καημός για αυτό. Οπως χαρακτηριστικά έχει δηλώσει: «Ολα τα ερωτικά τραγούδια που έλεγα στην πίστα τα αφιέρωνα στον Θεό. Προσπαθούσα μέσα από τον προβολέα να πάει στον ουρανό. Τόσο πολύ Τον αγαπούσα».
Προσευχή, συγγραφή, εργασία και προσκυνήματα
Η μοναχή Θεονύμφη ξυπνάει κάθε μέρα στις 4.30, μόλις χαράξει. Βγαίνει έξω, κάνει προσευχή, μιλά με τον Θεό, γράφει άσματα, προσευχές και εργάζεται όλη μέρα στο μοναστήρι. Δεν βγαίνει από εκεί παρά μόνο για να πάει σε κάποια προσκυνήματα. Εχει αποτραβηχτεί εντελώς από τα φώτα της δημοσιότητας. Δεν παρακολουθεί τηλεόραση και την ενημερώνουν οι πιστοί που πηγαίνουν στη μονή τις Κυριακές για να προσκυνήσουν.
Τώρα είναι πολύ ευτυχισμένη και η ψυχή της είναι ήρεμη. Παλιά φοβόταν πολύ τον θάνατο. Τώρα απλώς παρακαλά μόνο τον Θεό να είναι έτοιμη όταν θα την πάρει. Μέσα στο μoναστήρι έχει φτιάξει και το μνήμα της. Δεν έχει μετανιώσει για τίποτα από όσα έχει κάνει στη ζωή της, καθώς ο Θεός την προόριζε γι’ αυτό. Σύμφωνα με την ίδια: «Μακάρι να γινόμουν μοναχή πιο νωρίς, αλλά τότε το θέλησε ο Κύριος να συμβεί. Παλιά έλεγαν ότι τα χέρια μου είναι κρινοδάχτυλα. Τώρα από τη δουλειά έχουν γίνει σαν πέτρα. Δεν με πειράζει, αφού τα ποτίζει ο Θεός με αγάπη. Κι άλλη ζωή να είχα, πάλι μοναχή θα γινόμουν».
Το μοναστήρι της είναι ανοιχτό για τους πιστούς τις Κυριακές, όταν τελείται η Θεία Λειτουργία.