Ὑπό Νικολάου Ξεξάκη
Ὁμότιμου Καθηγητῆ τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν
Ἄρχοντα Ὀφφικίαλου τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου
Ὁ ἀπόστολος καί εὐαγγελιστής Μᾶρκος – ὁ ὁποῖος κατέχει ἐξαιρετική θέση στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί στόν ὁποῖον ἡ Ἱερά Μητρόπολη Χίου, Ψαρῶν καί Οἰνουσσῶν ἀφιέρωσε τό τρέχον ἔτος 2020 – γράφοντας τό πρῶτο ἀπό τά τέσσερα εὐαγγέλια, ἐκθέτει, προβάλλει, ἀναδεικνύει καί προσφέρει στόν ἄνθρωπον τήν ἀλήθεια καί τήν πραγματική ζωή, τήν ἀποκεκαλυμμένη ἀπό τόν Τριαδικό Θεό, στό πρόσωπο τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Θεοῦ Λόγου· ἀποθέτει πολύχρωμα καί μυροβόλα, ἀειθαλῆ καί μόνιμα, λυτρωτικά καί σωτήρια ἄνθη τοῦ χριστιανικοῦ λειμώνα. Μέσα ἀπό τό εὐλογημένο καί σωτήριο αὐτό εὐαγγελικό περιβόλι θά ἐπιλέξουμε νά προσεγγίσουμε, νά γνωρίσουμε καί νά βιώσουμε, κατά τό μέτρο τοῦ δυνατοῦ, τό πνευματικό ἄνθος τῆς πίστης, προκειμένου σταθεροί καί ἀκλόνητοι, πάνω στήν πέτρα τῆς πίστης, νά ἀγωνισθοῦμε «τὸν καλὸν ἀγῶνα» καί νά ἐπιτύχουμε τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία, ἔχοντας τό φῶς τῆς θεογνωσίας.
Πολλές εἶναι οἱ στιγμές τῆς ζωῆς τοῦ ἐνανθρωπήσαντα Θεοῦ Λόγου, τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατά τίς ὁποῖες προβάλλεται τό, ἰδιαίτερης σημασίας γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου, συστατικό αὐτό τῆς χριστιανικῆς οἰκοδομῆς. Πραγματικά, ἡ ἀρετή τῆς πίστης εἶναι οὐσιῶδες χαρακτηριστικό στοιχεῖο γιά τήν πνευματική καί ἠθική καλλιέργεια καί καρποφορία τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτό κατανοεῖται ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ πίστη εἶναι ἡ λειτουργία ἐκείνη, ἡ ὁποία συνδέει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Τριαδικό Θεό – τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα – μέσῳ τῆς θείας Ἀποκάλυψης, μέσῳ τῶν φορέων της, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῆς Ἱερᾶς Παράδοσης.
Ἡ Ὀρθόδοξη θεολογία θεωρεῖ βασικό μέλημα τοῦ πιστοῦ τήν προσεκτική ἀνάγνωση καί ὀρθή κατανόηση τῶν Ἁγίων Γραφῶν, σέ συσχετισμό πάντοτε μέ τήν ἀλήθεια, ἡ ὁποία ἑρμηνεύεται καί διδάσκεται πιστά ἀπό τήν Ἐκκλησία. «Μεγάλη τῆς θείας Γραφῆς ἡ δύναμις, καὶ πολὺς ὁ τοῖς ρήμασιν ἐγκεκρυμμένος πλοῦτος τῶν νοημάτων. Δι’ ὃ προσήκει μετ’ ἀκριβείας ἡμᾶς προσέχοντας πολλὴν ποιεῖσθαι τὴν ἔρευναν, ἵνα δαψιλῆ τὴν ὠφέλειαν ἐντεῦθεν καρπωσώμεθα. Διὰ γὰρ τοῦτο καὶ ὁ Χριστὸς παρήγγειλε λέγων, “Ἐρευνᾶτε τὰς Γραφάς”· ἵνα μὴ ἁπλῶς ψιλῇ προσέχωμεν τῇ ἀναγνώσει, ἀλλὰ τὸ βάθος ἀνιχνεύοντες τὸν ἀληθῆ τῆς Γραφῆς νοῦν καταλαβεῖν δυνηθῶμεν»[1].
Στόν ἁγιογραφικό αὐτό πλοῦτο, τόν πολυτιμότατο θεῖο καί σωτήριο θησαυρό, ἀνατρέχοντας, ἀντλοῦμε πολύτιμα στοιχεῖα, σχετικά μέ τήν ἀρετή τῆς πίστης ἀπό τό κατά Μᾶρκον εὐαγγέλιο. Σταχυολογώντας ὁρισμένες θαυματουργικές ἐνέργειες τοῦ Κυρίου, γινόμαστε γνῶστες καί κοινωνοί διαφόρων πτυχῶν καί ὄψεων τῆς ἀρετῆς αὐτῆς. Ἔτσι, ἡ θεραπεία τῆς αἱμορροούσας ἀπό τόν Κύριο προβάλλει τήν εἰκόνα τῆς ἀκλόνητης πίστης. Ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, καταγράφοντας τό θαυμάσιο καί συγκλονιστικό αὐτό γεγονός, σημειώνει ὅτι μιά γυναίκα πού ἔπασχε ἀπό αἱμορραγία, ἐπί δώδεκα χρόνια, ἦλθε, διά μέσου τοῦ πλήθους, καί ἄγγιξε τό ἔνδυμα τοῦ Ἰησοῦ, διότι εἶχε τήν ἀκράδαντη πεποίθηση ὅτι ἀκόμη καί μέ τό ἄγγιγμα αὐτό θά ἀποκτοῦσε τήν πολυπόθητη θεραπεία, πρᾶγμα τό ὁποῖο καί ἔγινε· ἀμέσως ἔπαυσε νά λειτουργεῖ, σταμάτησε ἡ πηγή τῆς αἱμορραγίας. Τότε ὁ Ἰησοῦς κατάλαβε ὅτι βγῆκε ἀπ’ αὐτόν δύναμη καί, ἀφοῦ στράφηκε πρός τό πλῆθος, ρώτησε ποιός ἄγγιξε τά ἐνδύματά του. Στήν ἐρώτηση αὐτή τοῦ Κυρίου οἱ μαθητές του ἀπάντησαν: βλέπεις τόν κόσμο νά σέ συνθλίβει, νά σέ συμπιέζει, καί λέγεις ποιός μοῦ ἄγγιξε; Ἡ γυναίκα φοβισμένη, πέφτοντας στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, εἶπε ὅλη τήν ἀλήθεια, καί ἐκεῖνος τῆς εἶπε: κόρη μου, ἡ πίστη σου σέ θεράπευσε.[2]
Ἐνῶ, λοιπόν, ὑπῆρχε τόσος συνωστισμός καί τό πλῆθος συνέθλιβε τόν Κύριο, ἡ θεία χάρη δέν ἐξήρχετο ἀπ’ Αὐτόν, διότι χρειαζόταν μιά βασική προϋπόθεση. Ποιά ἦταν αὐτή ἡ προϋπόθεση; Ἀναμφίβολα ἡ πίστη. Γι’ αὐτό, το ἁπλό ἄγγιγμα τῶν ἱματίων τοῦ Κυρίου ἀπό τήν αἱμορροοῦσα, συνοδευόμενο ἀπό ἀνυπόκριτη καί εἰλικρινῆ πίστη, κατόρθωσε νά ἀντλήσει τή θεία χάρη καί νά πετύχει τή σωτηρία.
Θαυμαστό τό γεγονός, βαθύτατο τό θεολογικό νόημα, ὑπόδειγμα πίστης, παράδειγμα πρός μίμηση, ἀπόδειξη ἀπόλυτης καί ἀταλάντευτης ἐμπιστοσύνης πρός τόν Θεό. Μέ τήν πραγματική, βαθειά, ζωντανή, εἰλικρινῆ καί συνειδητή αὐτή πίστη ὁ ἄνθρωπος κατέχει τό ἀπαραίτητο ἐργαλεῖο καί ἀποκλειστικό κλειδί, τό ὁποῖο ἀνοίγει τήν θεραπεύουσα, φωτίζουσα καί σώζουσα δεξαμενή τῆς θείας χάρης, ἐπιτυγχάνοντας τήν κοινωνία μέ τόν πανάγαθο καί παντοδύναμο Θεό. Ἡ κοινωνία αὐτή παραπέμπει στούς λόγους τοῦ Ἀποστόλου Παύλου: «Ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ».[3] Ἡ πίστη σηματοδοτεῖ τήν ταύτιση τοῦ προσωπικοῦ μας φρονήματος μέ τό θέλημα τοῦ Χριστοῦ· τήν ὑποχώρηση καί τὴν ἀποξένωση τοῦ προσωπικοῦ ἐγώ καί τήν ἀνάδειξη τοῦ Χριστοῦ ὡς τοῦ ἀληθινοῦ καθοδηγητῆ, κατά τόν πολύπλευρο ἀγώνα μας, γιά τήν ἐπίτευξη τῆς πνευματικῆς μας ἀναγέννησης, ἀνασυγκρότησης καί θεογνωσίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι μέ τήν πίστη στόν Θεό, μέ τήν πλήρη δηλαδή καί χωρίς ὅρια ἐμπιστοσύνη καὶ ἀφοσίωση στόν Θεό, λειτουργεῖ ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερα, γνωρίζοντας τήν ἀλήθεια, σύμφωνα μέ τήν προτροπή καί συμβουλή τοῦ Κυρίου: «γνωρίσετε τήν ἀλήθεια καί ἡ ἀλήθεια θά σᾶς ἐλευθερώσει».[4]
Παράλληλα πρός τήν ἀκραιφνῆ, γνήσια καί σταθερή πίστη τῆς αἱμορροούσας γυναίκας ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος καταγράφει ἐπίσης τήν ἀσθενική καί ἀμφιταλαντευόμενη πίστη, ἡ ὁποία εἶναι ἀναποτελεσματική, ἐκτός ἄν μετατραπεῖ σέ αὐθεντική. Ἔτσι, ὁ πατέρας τοῦ δαιμονιζόμενου, ἀπευθυνόμενος πρός τόν Κύριο, εἶπε: ἄν μπορεῖς νά κάνεις κάτι, βοήθησέ μας, σπλαχνίσου μας. Καί ὁ Ἰησοῦς ἀπάντησε: ἄν μπορεῖς νά πιστέψεις, ὅλα εἶναι δυνατά σ’ ἐκεῖνον πού πιστεύει. Ἀμέσως φώναξε ὁ πατέρας τοῦ παιδιοῦ μέ δάκρυα: πιστεύω, Κύριε, βοήθησέ με στήν ἀπιστία μου, μέ ἀποτέλεσμα τό παιδί νά θεραπευθεῖ.[5] Τήν πίστη του ὁ πατέρας τήν θεώρησε περιορισμένη, συνειδητοποίησε τήν ἀδυναμία της, τήν χαρακτήρισε ἀπιστία, καί μέ κράζουσα φωνή, κατόπιν, τήν μετέτρεψε σέ γνήσια καί σταθερή πίστη, ἡ ὁποία ὁδήγησε στήν ποθητή ἀγαθή ἔκβαση.
Στό θαυματουργικό αὐτό γεγονός διακρίνουμε καί μία ἀκόμη ἀξιόλογη διάσταση. Ποιά εἶναι αὐτή; Ὅτι τοῦ πατέρα ἡ πίστη ὁδηγεῖ στή θεραπεία τοῦ παιδιοῦ του, ἡ πίστη δηλαδή ἐκείνου πού κατέχει τήν πραγματική πίστη ἔχει εὐεργετικά ἀποτελέσματα καί πρός τρίτους. Αὐτό παρατηροῦμε καί στά λόγια τοῦ Κυρίου πρός τόν ἀρχισυνάγωγο Ἰάειρο πρό τῆς ἀνάστασης τῆς πεθαμένης κόρης του: «μὴ φοβοῦ, μόνον πίστευε».[6] Χαρακτηριστικά εἶναι ἐπίσης καί τά λόγια τοῦ Κυρίου πρό τῆς θεραπείας τοῦ παραλυτικοῦ, τόν ὁποῖον ἔφεραν μπροστά του, τέσσερις πάνω στό κρεβάτι, ἀφοῦ ἀφαίρεσαν τήν σκέπη τοῦ σπιτιοῦ, δεδομένου ὅτι δέν μποροῦσαν νά μποῦν ἀπό τήν πόρτα, ἐξαιτίας τοῦ πλήθους. Σχετικά γράφει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος: «Ἰδὼν ὁ Ἰησοῦς τὴν πίστιν αὐτῶν λέγει τῷ παραλυτικῷ· τέκνον, ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου … ἔγειρε καὶ ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ ὕπαγε εἰς τὸν οἶκόν σου. καὶ ἠγέρθη εὐθέως».[7]
Ἡ πίστη κατέχει κυρίαρχη θέση στήν πνευματική ζωή καί τήν ἀγωνιστική δραστηριότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἀντιμετωπίζοντας τά πολύμορφα πάθη καί τίς δυσκολίες τῆς ζωῆς, καθόσον, ὅπως προαναφέρθηκε, «πάντα δυνατὰ τῷ πιστεύοντι».[8] Βασικό μέλημα καί οὐσιαστικό καθῆκον τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ ἀπομάκρυνση, ἀποξένωση, ἀλλοτρίωση καί ἀπόρριψη ὅλων τῶν παθῶν, γιά νά εἶναι ἀπαλλαγμένος ἀπό ὅλες τίς ἀρνητικές και ψυχοφθόρες ἀκολουθίες τους.
Ἐδῶ χρειάζεται νά ἐπισημανθεῖ ὅτι ἡ πίστη, γιά νά ἔχει ἐπιτυχημένη κατάληξη καί εὐκλεῆ καρποφορία, ὀφείλει νά μή λειτουργεῖ μόνη της, ἀλλά νά βρίσκεται σέ ἄμεση σχέση καί συνεργασία μέ ὅλες τίς ἄλλες χριστιανικές ἀρετές, ὅπως τήν ἀγάπη, ἐλπίδα, ὑπομονή, ταπείνωση, μετάνοια, δικαιοσύνη κ.ἄ., δεδομένου ὅτι ὅλες οἱ ἀρετές λειτουργοῦν ὡς συγκοινωνοῦντα δοχεῖα. Μόνη ἡ πίστη, ὡς ἁπλῆ θεωρητική γνώση τῆς θείας ἀλήθειας, χωρίς κατά Χριστόν καί ἐν Χριστῷ τρόπο ζωῆς, χωρίς οὐσιαστική κοινωνία μέ τόν Θεό, δέν προσφέρει δυνατότητα σωτηρίας, καθόσον, ὡς γνωστόν, «καὶ τὰ δαιμόνια πιστεύουσι».[9] Πίστη καί ὀρθός τρόπος ζωῆς ἀλληλοπεριχωροῦνται, τό ἕνα μέγεθος στηρίζει, ἐνισχύει καί φωτίζει τό ἄλλο.
Ἡ εἰλικρινής, γνήσια καί ζωογόνα πίστη ὁπλίζει τόν ἄνθρωπο μέ θεῖο θάρρος, ἀγωνιστικό φρόνημα καί ἀνακαινιστική δύναμη, προκειμένου νά τόν ὁδηγήσει –μέσα ἀπό τίς ἀντιξοότητες τῆς ζωῆς, τίς θύελλες καί τίς τρικυμίες, τούς ὑφάλους καί τούς σκοπέλους καί τήν ἐνσκήψασα κατά τίς μέρες μας πρωτόγνωρη θανατηφόρα πανδημία τοῦ κορωνοϊοῦ– στή γαλήνια θεία πραγματικότητα, ἐπιτυγχάνοντας τήν «καλήν ἀλλοίωσιν», τήν κατά Χριστόν μεταμόρφωση καί σωτηρία.
[1] Ἰω. Χρυσοστόμου, Ὑπόμν. εἰς Γένεσιν, Ὁμιλ. ΛΖ΄, 1, PG 53,341.
[2] Μάρκ. 5, 24-34.
[3] Γαλ. 2, 20.
[4] Ἰω. 8, 32.
[5] Μάρκ. 9, 23-27.
[6] Μάρκ. 5, 37.
[7] Μάρκ. 2, 5-12.
[8] Μάρκ. 9, 23.
[9] Ἰακ. 2, 19.