Γράφει ο Ευάγγελος Σωτηρόπουλος,
‘Αρχων Οστιάριος
της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας*
«…ἀλλὰ τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά (Α΄ Κορ. 1,27)
Σὺ γὰρ εἶ ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος καὶ προσδεχόμενος καὶ διαδιδόμενος, Χριστὲ ὁ Θεὸς ἡμῶν… (Από την Θεία Λειτουργία)
Το τσουνάμι της αλλαγής, το οποίο προκάλεσε η πανδημία COVID-19, δεν άφησε ανέπαφη και την κοινοτική ζωή της Εκκλησίας. Από το προσωρινό κλείσιμο των ενοριών η προσοχή πολύ γρήγορα στράφηκε, ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ , στον τρόπο της προσφοράς του Προσφερομένου , δηλαδή της μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας στους πιστούς, η οποία, όπως οι Ορθόδοξοι πιστεύουν και ομολογούν, είναι το άγιο Σώμα και το τίμιο Αίμα του Ιησού Χριστού, του Υιού του Ζώντος Θεού.
Λαϊκοί και όλες οι τάξεις του κλήρου, μεταξύ των οποίων και κάποιοι διακεκριμένοι αρχιερείς, σχολιάζουν και διατυπώνουν την γνώμη τους πάνω σε αυτό το θέμα. Ιστορικές εξελίξεις στο λειτουργικό τυπικό και επιχειρήματα βασισμένα στη σύγχρονη ορθολογική σκέψη χρησιμοποιούνται για την προώθηση μιας προκατασκευασμένης θέσης, δηλαδή να καταργηθεί η χιλιετής παράδοση της χρήσης της κοινής λαβίδας στην Θεία Κοινωνία για να κατευναστεί μια μικρή μειοψηφία ανθρώπων, οι οποίοι φοβούνται την υποτιθέμενη μετάδοση της νόσου.
Αυτή η θέση έχει εδραιωθεί ιδιαίτερα στην Βόρεια Αμερική και, σε μικρότερο βαθμό, στην Ευρώπη, σε αντίθεση με εθνικά κράτη με δικές τους αυτοκέφαλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, τα οποία έχουν σθεναρά υποστηρίξει και ενισχύσει τον παραδοσιακό τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας.
Οι φαινομενικά σοφοί λόγοι και σθεναρή γραφή κάποιων ανθρώπων μου θυμίζουν το προαναφερόμενο χωρίο από την πρώτη επιστολή προς τους Κορινθίους, όπου ο Απόστολος Παύλος λέει ότι ο Θεός διάλεξε τὰ μωρὰ ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ . Αυτό που χρειάζεται αυτόν τον καιρό του πανικού της πανδημίας δεν είναι η τακτική του τρόμου αλλά η απλότητα, όχι ο εκφοβισμός αλλά η πίστη.
Ένα πρότυπο αγίας απλότητας που έρχεται στο νου μου είναι ο ‘Αγιος Νικόλαος Πλανάς (1932). Το συναξάρι του αναφέρει:
Ταπεινός και απαίδευτος ο πατήρ Νικόλαος έγινε παρά ταύτα ο πιο δημοφιλής ιερέας στην Αθήνα. Επί πενήντα δύο ολόκληρα χρόνια τελούσε καθημερινά τη θεία Λειτουργία σε διάφορους ναούς της πόλεως και προπαντός σε ερημοκκλήσια στην ύπαιθρο, συχνά μισοερειπωμένα. Και τι Λειτουργία!
Όταν περπατούσε στον δρόμο, βαδίζοντας αργά και με δυσκολία εξαιτίας της ατελείωτης ορθοστασίας στην εκκλησία, τα παιδιά τον συνόδευαν χαρούμενα εν πομπή, οι γυναίκες έκαναν ευλαβικά τον σταυρό τους, οι άνδρες αφού στέκονταν όρθιοι, αποκαλύπτονταν και παραμέριζαν για να του κάνουν χώρο να περάσει
Πρότυπο ορθόδοξου λειτουργού, ταυτισμένος ολόκληρος με την ιερά Παράδοση, σεβάσμιος ποιμένας των φτωχών και των ταπεινών, ο παπα-Πλανάς έχαιρε μεταξύ του λαού της αυθεντίας νέου αποστόλου σε βαθμό που, όταν παρέδωσε τη ψυχή του στον Κύριο μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, στις 2 Μαρτίου του 1932, ύστερα από ολιγοήμερη αρρώστια, αναρίθμητο πλήθος λαού επί τρεις ημέρες συνέρρευσε αθρόα για να προσκυνήσει τη σεβάσμια και χαριτόστεπτη σωρό του.
( Νέος Συναξαριστής της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Τόμος 7ος· Μάρτιος , Εκδόσεις Ίνδικτος, 2011 )
Σκεφτείτε το: κάθε μέρα για πενήντα δύο χρόνια (σχεδόν 20.000 μέρες!) πριν την εμφάνιση και των πιο στοιχειωδών εμβολίων! Ο ‘Αγιος Νικόλαος, όμως, δεν είναι εξαίρεση: αν και μοναδική προσωπικότητα, είναι ένας από κυριολεκτικά εκατομμύρια ανθρώπους με το βίωμα της κοινής λαβίδας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον .
Αυτοί που επιστρατεύουν επιστημονικοφανή προσχήματα, για να επιβάλουν καινοτομίες, ας αναλογισθούν το εξής: Τι είναι πιο αξιόπιστο επιστημονικά για να αποδειχθεί η αποτελεσματικότητα ενός φαρμάκου, από μια κλινική δοκιμή με συμμετοχή εκατομμυρίων ασθενών εδώ και εκατοντάδες χρόνια, χωρίς δυσμενείς επιπτώσεις ή παρενέργειες;
Πώς θα αντιδρούσε αυτός ο πραγματικά γνήσιος άνθρωπος του Θεού, ο παπα-Νικόλας, στην σημερινή κατάσταση; Τι συμβουλή θα έδινε στους πιστούς και στους κληρικούς για τον κορωνοϊό εκείνος που έζησε την πανδημία του 1918 (την ισπανική γρίπη);
Τα βασικά ερώτηματα πρέπει να τεθούν και να εξεταστούν στο σωστό ιστορικό πλαίσιο και χωρίς υστερία για να χειριστούμε τήν παρούσα πρόκληση και στημένη διαμάχη σχετικά μέ τήν Θεία Κοινωνία.
Ένα πρώτο ερώτημα είναι το τι διαφοροποιεί τον κορωνοϊό από άλλες πρόσφατες πανδημίες, όπως τον ιό SARS (2002) και τη γρίπη H1N1 (2009) για να μην αναφερθώ σε πανδημίες με ιστορία αιώνων που να καθιστά αναγκαία μια τέτοια βεβιασμένη αλλαγή στον τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας ; Με άλλα λόγια, γιατί κάποιοι ιεράρχες προτείνουν την αλλαγή τώρα, ενώ οι προκάτοχοί τους σε παρόμοιες περιπτώσεις δεν το έκαναν; Έβαζαν τότε εκείνοι σε συνεχή κίνδυνο τους εαυτούς τους, τους πιστούς και το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο;
Η περίπτωση της πανδημίας H1N1 έχει ιδιαίτερη βαρύτητα σε σχέση με τη σημερινή κατάσταση: Πριν δέκα μόλις χρόνια ο κόσμος πέρασε μια παρόμοια κρίση αλλά χωρίς την υστερία, η οποία τροφοδοτείται από την παντοδυναμία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και από την ανάλογη επιρροή πού συχνά αυτά ασκούν. Είναι αξιοσημείωτο ότι δεν υπήρχε τότε καμία κατακραυγή για να αλλάξει η κοινή λαβίδα και, μάλιστα, οι δηλώσεις πολλών ιεραρχών ενίσχυαν τον παραδοσιακό Ορθόδοξο τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας.
Ένα άλλο ερώτημα που τίθεται είναι το εξής: Βρίσκονται συνεχώς σε κίνδυνο οι ιερείς που καταλύουν το υπόλοιπο της Θείας Kοινωνίας ύστερα από κάθε Θεία Λειτουργία; Δεν θα έπρεπε να είναι οι Ορθόδοξοι ιερείς συνέχεια άρρωστοι και προσβεβλημένοι από διάφορους ιούς; Ισχύει αυτό στην πραγματικότητα; Μια απλή εξέταση ενός ενοριακού εφημερίου θα έδινε την αξιόπιστη και πειστική απάντηση: όχι ! Επιπλέον, οι λαϊκοί που κοινωνούν συχνά ή ακόμη όχι και τόσο συχνά ειδικά τα νήπια και άλλες ευπαθείς ομάδες όπως οι ηλικιωμένοι θα έπρεπε να είναι συνεχώς άρρωστοι, ιδιαίτερα κατά τις περιόδους μεγάλων εορτών, όταν εκατοντάδες ή και χιλιάδες άτομα κοινωνούν από το ίδιο Ποτήριο, ή και κατά τις εποχικές γρίπες. Αλλά και πάλι αυτό αποδεδειγμένα δεν ισχύει, γεγονός που και πάλι προβάλλει τη βιωμένη εμπειρία της κοινής λαβίδας στην Εκκλησία.
Ποιοί, λοιπόν, προτείνουν διάφορες λύσεις και προπαγανδίζουν αυτή την αλλαγή και, κυρίως, γιατί; Ενώ τα κίνητρά τους μπορεί να μην είναι σαφή, μια ερμηνεία μπορεί να είναι η επιθυμία τους να φανούν σύγχρονοι, καινοτόμοι και στο επίκεντρο των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Αλλά η βιαστική και πρόχειρη τοποθέτηση στις τελευταίες τάσεις συνήθως δεν αποτελεί συνετή στάση και μακροπρόθεσμη προσέγγιση. Η ηγεσία, λαϊκών και κληρικών, θα έπρεπε να αποφεύγουν την αναζήτηση δημοτικότητας και τη στήριξη κάποιων πολιτικών γραμμών, με σκοπό να προβληθούν στους άλλους.
ἠγάπησαν γὰρ τὴν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤπερ τὴν δόξαν τοῦ Θεοῦ (Ιω. 12,43)
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι η κοινή λαβίδα δεν αφήνει τους ανθρώπους να πλησιάσουν την Θεία Κοινωνία μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης . Αυτό, όμως, είναι ένα αβάσιμο επιχείρημα, γιατί ακόμη και αυτοί που υποστηρίζουν την αλλαγή, παραδέχονται ότι η ασθένεια δεν μεταδίδεται με την κοινή λαβίδα αλλά, όπως λένε, η αλλαγή δικαιολογείται, επειδή οι άνθρωποι φοβούνται. Αν, όμως, κάθε φόβος και ανησυχία γίνεται αφορμή για αλλαγή, τότε σίγουρα θα αρχίσει η καθοδική πορεία προς τον κατακερματισμό, τον διχασμό και το χάος.
Είναι φυσιολογικό να αμφιβάλλει κανείς είμαστε άνθρωποι εν τέλει. Δεν αμφέβαλε ένας από τους μαθητές του Χριστού, ο Απόστολος Θωμάς, για την Ανάσταση, προτού να ομολογήσει το « ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου »; Δεν διαβάζουμε στο κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο ότι τὸ μὲν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δὲ σὰρξ ἀσθενής (Ματθ. 26,41) ;
Η αμφιβολία των πιστών, ο φόβος που έχουν, στην πραγματικότητα υποδηλώνει ένα βαθύτερο και πιο θεμελιώδες πρόβλημά τους: το ότι δεν γνωρίζουν για την πίστη τους. Η διαδικασία ανάπτυξης και εφαρμογής μιας εκτεταμένης κατήχησης ώστε να μάθουν οι πιστοί για την Ορθοδοξία και για την ιερότητα της Θείας Κοινωνίας απαιτεί σημαντικές προσπάθειες. Είναι μια μακροπρόθεσμη διαδικασία και δεν φέρνει άμεσα αποτελέσματα ούτε λαοφιλή πρωτοσέλιδα. Η ενίσχυση της πίστης και η διαφύλαξη της παράδοσης της Εκκλησίας, όπως το έκαναν παλιά οι Πατέρες και οι Μητέρες με το παράδειγμα της ζωής τους, είναι μια μακροχρόνια αλλά απαραίτητη εργασία για τους ποιμένες καθώς και για κάθε Χριστιανική οικογένεια.
Μια άλλη πρόκληση, την οποία αντιμετωπίζει η Εκκλησία σχετικά με αυτό το θέμα, είναι οι ad hoc και συχνά μονομερείς προσεγγίσεις και δηλώσεις, χωρίς ούτε την ελάχιστη αίσθηση Πανορθόδοξου πνεύματος.
Είναι λίγο οξύμωρο ότι εμείς οι Ορθόδοξοι, που συχνά επικρίνουμε τον Πάπα για τις μεταρρυθμίσεις που μονομερώς θεσπίζει, τώρα βλέπουμε μεμονωμένους ιεράρχες να προσπαθούν να εφαρμόσουν παρόμοιες αλλαγές σχετικά με την Θεία Κοινωνία. Συνεπώς, οι πιστοί πολλοί από τους οποίους δικαιολογημένα σκανδαλίζονται ακούνε διαφορετικές απόψεις και αντικρουόμενες συμβουλές, πράγμα το οποίο τους οδηγεί σε ένα βασικό ερώτημα: ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο; Αυτές οι αποφάσεις δεν μπορεί να ληφθούν έτσι απλώς, επειδή κάποιος Μητροπολίτης ή Αρχιεπίσκοπος το λέει. Οι σημερινές προκλήσεις για την ενδοορθόδοξη ενότητα είναι ήδη αρκετά σημαντικές για να προσθέσουμε και αντιφάσεις σχετικά με την μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, η οποία έχει ως κέντρο της την Θεία Κοινωνία.
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, η Πρωτόθρονη Εκκλησία της Ορθοδοξίας, έστειλε επιστολή σε όλους τους Προκαθημένους των αυτοκεφάλων Εκκλησιών ζητώντας τους να εκφράσουν τις σκέψεις τους πάνω σε αυτό το θέμα. Η στάση της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και όχι οι επιπόλαιες και παρορμητικές αντιδράσεις αποτελεί παράδειγμα ώριμου και συνετού εκκλησιαστικού φρονήματος, το οποίο ανέκαθεν χαρακτήριζε το Φανάρι.
Στους δεκατέσσερις αδελφούς του Προκαθημένους ο Παναγιώτατος έγραψε, μεταξύ άλλων, τον εξής φωτισμένο και διακριτικό λόγο:
Ὑπηκούσαμεν εἰς τάς προτροπάς τῶν ὑγιειονομικῶν καί πολιτικῶν ἀρχῶν, καί, ὡς εἰκός, ὑπακούομεν, μέχρις, ὅμως, τοῦ σημείου καθ᾽ ὅ οὐ θίγεται ἡ οὐσία καί τό κέντρον τῆς πίστεως ἡμῶν. Ἡ συγκατάβασις τῆς Ἐκκλησίας φθάνει μέχρι Σταυροῦ, ἀρνεῖται, ὅμως, τήν κατάβασιν ἐξ αὐτοῦ, ἐξ ὑπακοῆς πρός τάς ἀρχάς καί τάς ἐξουσίας τοῦ κόσμου τούτου, ὅταν ἀμφισβητῆται τό Μυστήριον τῶν μυστηρίων τῆς ζωῆς της, ἡ Θεία Εὐχαριστία.
Μέχρι στιγμής, δεν έχω δει σε καμία χώρα μια κυβερνητική νομοθεσία που να επιβάλλει νομικά την αλλαγή Ορθόδοξων λειτουργικών πρακτικών (σημειώνεται ότι οι κατευθυντήριες οδηγίες είναι μόνο συστάσεις, όχι νόμοι). Πρέπει να επισημανθεί ότι τα μέσα έννομης προστασίας, όπως ο Καταστατικός Χάρτης των Δικαιωμάτων και των Ελευθεριών εδώ στον Καναδά, καταγράφουν την ελευθερία της συνείδησης και της θρησκείας ως πρώτη «θεμελιώδη ελευθερία». Στις Η.Π.Α., τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων, απευθυνόμενα στις θρησκευτικές κοινότητες, επισημαίνουν συγκεκριμένα, ότι κάθε οδηγία υπόκειται στα άρθρα της πρώτης τροπολογίας του Συντάγματος, η οποία εγγυάται την θρησκευτική ελευθερία.
A ν οι κυβερνήσεις δεν νομοθετούν την αλλαγή, τότε αξίζει να αναρωτηθούμε ξανά, ποιός άραγε προτείνει την μεταρρύθμιση και γιατί. Η σημασία της ενότητας της Εκκλησίας ενσάρκωση της οποίας είναι το κοινό Ποτήριο της Θείας Ευχαριστίας δεν πρέπει να απειλείται από απερίσκεπτες ποιμαντικές κρίσεις.
Καθώς φέτος τιμάμε την τέταρτη επέτειο της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας (Κρήτη, 2016), αξίζει να επισημάνουμε το εξής: Η πορεία προς την Σύνοδο επίσημα άρχισε με την Πανορθόδοξη Διάσκεψη στην Ρόδο το 1961 (αν και το πρώτο προπαρασκευαστικό βήμα πραγματοποιήθηκε με το Πανορθόδοξο Συνέδριο του 1923 στην Κωνσταντινούπολη). Από τότε πραγματοποιήθηκαν πολλές προσυνοδικές και πανορθόδοξες διασκέψεις, μεταξύ άλλων και διάφορες συνάξεις προκαθημένων των Εκκλησιών. Πράγματι στον μισό και πλέον αιώνα μετά από την Ρόδο, μια σειρά θεμάτων και υποθεμάτων προτάθηκαν και συζητήθηκαν από όλες τις τοπικές Εκκλησίες. Δεν μπόρεσα να εντοπίσω καμία τοποθέτηση που να δηλώνει ότι το ζήτημα της κοινής λαβίδας έχει ποτέ τεθεί από κάποια τοπική Εκκλησία ή από κάποιον μεμονωμένο ιεράρχη. Δεδομένου ότι κατά το διάστημα αυτό υπήρξαν εθνικές ή τοπικές αλλά ακόμη και διεθνείς πανδημίες, άραγε δεν θα έπρεπε να διδασκόμαστε από το ότι ποτέ δεν έχει τεθεί το θέμα της Θείας Κοινωνίας; Οι ποιμαντικές συζητήσεις προσπαθούν να διατηρήσουν την ισορροπία μεταξύ ακρίβειας και οικονομίας, για να μην επιφορτίζουν με βαριά και δυσβάστακτα φορτία τους πιστούς ( Ματθ. 23,4 ). Είναι συνεπώς σκόπιμο να εξετάσουμε τι λέει η Σύνοδος στην Κρήτη η πιο πρόσφατη έγκυρη πανορθόδοξη διακήρυξη για την Θεία Ευχαριστία και να συγκρίνουμε δύο ενδεικτικά αποσπάσματα από τα επίσημα συνοδικά έγγραφα με τις θέσεις που κάποιοι σήμερα υποστηρίζουν (η έντονη γραφή σημειώνεται για έμφαση):
… κατά τόν ἅγιον Κύριλλον, ὁ Χριστός εἶναι τό «κοινόν πρόσωπον» ἡμῶν, διά τῆς ἀνακεφαλαιώσεως εἰς τήν ἰδικήν του ἀνθρωπότητα ὁλοκλήρου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, «πάντες γάρ ἦμεν ἐν Χριστῷ, καί τό κοινόν τῆς ἀνθρωπότητος εἰς αὐτόν ἀναβιοῖ πρόσωπον» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ΙΑ’. PG 73, 157-161), διό καί εἶναι ἡ μόνη πηγή τοῦ ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ἁγιασμοῦ τοῦ ἀνθρώπου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἡ ἁγιότης εἶναι μετοχή τοῦ ἀνθρώπου τόσον εἰς τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καί εἰς τά ἱερά αὐτῆς μυστήρια, μέ ἐπίκεντρον τήν θείαν Εὐχαριστίαν, ἥτις ἐστί «θυσία ζῶσα, ἁγία, εὐάρεστος τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ’, 1). «Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ’ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρωμ. η’, 35-37). Οἱ ἅγιοι ἐνσαρκώνουν τήν ἐσχατολογικήν ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας ὡς ἀέναον δοξολογίαν ἐνώπιον τοῦ ἐπιγείου καί τοῦ ἐπουρανίου θρόνου «τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης» (Ψαλμ. κγ’, 7), εἰκονίζοντες τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Κατά τον άγιο Κύριλλο, ο Χριστός είναι το «κοινό πρόσωπό» μας μέσω της ανακεφαλαίωσης ολόκληρου του ανθρώπινου γένους στην δική του ανθρωπότητα, «γιατί όλοι υπήρξαμε (και υπάρχουμε) εν Χριστώ, και το κοινό πρόσωπο της ανθρωπότητας αναβιώνει σε αυτόν» (Ὑπόμνημα εἰς τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ΙΑ’. PG 73, 157-161). Γι᾿ αυτό και ο Χριστός είναι η μόνη πηγή του αγιασμού του ανθρώπου εν Αγίω Πνεύματι. Σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, η αγιότητα είναι η μετοχή του ανθρώπου τόσο στο μυστήριο της Εκκλησίας, όσο και στα ιερά μυστήριά της, με επίκεντρο την θεία Ευχαριστία, η οποία είναι «θυσία ζῶσα, ἁγία, εὐάρεστος τῷ Θεῷ» (Ρωμ. ιβ’, 1). « Τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπό τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; Θλῖψις ἤ στενοχωρία ἤ διωγμός ἤ λιμός ἤ γυμνότης ἤ κίνδυνος ἤ μάχαιρα; καθὼς γέγραπται ὅτι ἕνεκά σου θανατούμεθα ὅλην τήν ἡμέραν· ἐλογίσθημεν ὡς πρόβατα σφαγῆς. Ἀλλ’ ἐν τούτοις πᾶσιν ὑπερνικῶμεν διά τοῦ ἀγαπήσαντος ἡμᾶς» (Ρωμ. η’, 35-37). Οι άγιοι ενσαρκώνουν την εσχατολογική ταυτότητα της Εκκλησίας ως αέναη δοξολογία μπροστά στον θρόνο του επίγειου και του επουράνιου «Βασιλέως τῆς δόξης» (Ψαλμ. κγ’, 7), εικονίζοντας την Βασιλεία του Θεού.
Ἡ ἀποστολική καί πατερική παράδοσις, στοιχοῦσα τοῖς συστατικοῖς λόγοις τοῦ Κυρίου καί ἱδρυτοῦ τῆς Ἐκκλησίας κατά τόν Μυστικόν Δεῖπνον μετά τῶν μαθητῶν αὐτοῦ διά τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, προέβαλε τόν χαρακτηρισμόν τῆς Ἐκκλησίας ὡς «σώματος Χριστοῦ» (Ματθ. κστ´, 26· Μάρκ. ιδ´, 22· Λουκ. κβ´, 19· Α´Κορ. ι´, 16-17· ια´, 23-29) καί τόν συνέδεσε πάντοτε πρός τό μυστήριον τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἐκ Πνεύματος Ἁγίου καί Μαρίας τῆς Παρθένου. Ὑπό τό πνεῦμα αὐτό, ἐτονίσθη πάντοτε ἡ ἄρρηκτος σχέσις τόσον τοῦ ὅλου μυστηρίου τῆς ἐν Χριστῷ θείας Οἰκονομίας πρός τό μυστήριον τῆς Ἐκκλησίας, ὅσον καί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἐκκλησίας πρός τό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἡ ὁποία βεβαιοῦται συνεχῶς εἰς τήν μυστηριακήν ζωήν τῆς Ἐκκλησίας διά τῆς ἐνεργείας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Η αποστολική και η πατερική παράδοση σύμφωνα με τους λόγους του Κυρίου και Ιδρυτή της Εκκλησίας, ο Οποίος κατά την διάρκεια του Μυστικού Δείπνου με τους μαθητές Του καθιέρωσε το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας πρόβαλε την ιδιότητα της Εκκλησίας ως «σώματος Χριστού» (Ματθ. κστ´, 26· Μάρκ. ιδ´, 22· Λουκ. κβ´, 19· Α´Κορ. ι´, 16-17· ια´, 23-29) και πάντα την συνέδεε με το μυστήριο της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού από το ‘Αγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία. Σύμφωνα με αυτό το πνεύμα, πάντοτε τονίζεται η άρρηκτη σχέση τόσο του όλου μυστηρίου της εν Χριστώ θείας Οικονομίας με το μυστήριο της Εκκλησίας, όσο και του μυστηρίου της Εκκλησίας με το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, η οποία βεβαιώνεται συνεχώς στην μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας διά της ενεργείας του Αγίου Πνεύματος.
Το ζήτημα εν τέλει είναι θέμα πίστης. Οι περισσότεροι το καταλαβαίνουν και δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να μεταλάβουν από κοινή λαβίδα. Ο ιερέας, κρατώντας το ‘Αγιο Ποτήριο, καλεί τους πιστούς να προσέλθουν όχι με φόβο με τον οποίο κάποιοι τόσο πολύ ασχολούνται σήμερα αλλά με φόβο Θεού . Αυτό μπορεί να αποτελεί πρόσκομμα για ορισμένους, πράγμα το οποίο δεν είναι εντελώς παράλογο. Αντί όμως να προσπαθεί μια μειοψηφία ιεραρχών να αλλάξει τα πράγματα για μια μειοψηφία ανθρώπων, η εκκλησιαστική ηγεσία θα έπρεπε να δει αυτή την δοκιμασία και την πανδημία πιο γενικά, ως εξαιρετική ευκαιρία για να δοξασθεί και να κηρυχθεί ο Εσταυρωμένος Χριστός ( Α΄ Κορ. 1,23 ). Ο ίδιος ο Χριστός, ο Οποίος έφτυσε στο χώμα και αλείφοντας με τον (βρόμικο) πηλό τον άνθρωπο που είχε γεννηθεί αόμματος, αποκατέστησε την όρασή του. Οι ιεράρχες της Εκκλησίας θα έπρεπε να αξιοποιήσουν αυτον τον κοινωνικό εγκλεισμό που προέκυψε από λόγους δημόσιας υγείας, για να δείξουν στους πιστούς την σημασία και την αναγκαιότητα της Εκκλησίας, της πνευματικής ζωής, της κοινωνίας με τον Θεό.
Σύμφωνα με τον σοφό λόγο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου από την πασχαλινή εγκύκλιό του:
Ἡ σοβοῦσα πανδημία τοῦ νέου κορωνοϊοῦ ἀπέδειξε πόσον εὔθραστος εἶναι ὁ ἄνθρωπος, πόσον εὐκόλως τόν κυριεύει ὁ φόβος καί ἡ ἀπόγνωσις, πόσον ἀδύναμοι ἀποδεικνύονται αἱ γνώσεις καί ἡ αὐτοπεποίθησίς του…
Αυτή η κοινωνία με τον Θεό, αυτή η προσφορά του Προσφερομένου , μας δίνεται ελεύθερα ως δώρο Του, το οποίο δεχόμαστε, χωρίς επιφυλάξεις, ως Σώμα Χριστού και γινόμαστε ένα μαζί Του, ξέροντας ότι αυτό είναι το φάρμακο της αιώνιας ζωής, από το οποίο δεν χρειαζόμαστε καμιά προφύλαξη. Ο Χριστός μάς κάλεσε να είμαστε τὸ ἅλας τῆς γῆς και τὸ φῶς τοῦ κόσμου ( Ματθ. 5,13-16 ). Η Εκκλησία υπάρχει για να εγείρει και να ανορθώνει τον άνθρωπο και ο Χριστός, ὁ ποιμὴν ὁ καλός , ήλθε σε εμάς, ἵνα ζωὴν ἔχωμεν καὶ περισσὸν ἔχωμεν (βλ. Ιω. 10,10 ). Και εμείς βιώνουμε την πρόγευση αυτής της περίσσειας της ζωής, όταν προετοιμαζόμαστε και με ελεύθερη την βούλησή μας μεταλαμβάνουμε τα Θεία Δώρα από το κοινό Ποτήριο (και τη λαβίδα).
* Το κείμενο είναι από την “Αποστολική Διακονία”.