«Ο Δημήτριος Πούλος (ο μετέπειτα Μητροπολίτης Εδέσσης Καλλίνικος, 1919–1984), γιος του Γεωργίου και της Αικατερίνης Πούλου, εγγονός του παπα–Θανάση Καρζιάνη και της αγαπημένης του γιαγιάς (της “βάβας” του!) της πρεσβυτέρας Σπυριδούλας, ήταν ο τέταρτος στην σειρά από τα αδέρφια του. Γεννήθηκε στις 26 Ιανουαρίου του 1919, μέσα σε μεγάλη χαρά της οικογένειάς του. Του έβαλαν το όνομα Δημήτριος προς χάριν του παππού του, από την πλευρά του πατέρα του. Δεν τον φώναζαν όμως τόσο Δημήτριο, όσο “Μήτσο”.
Πέρα από τον καλό χαρακτήρα του και την εκκλησιαστική αγωγή που πήρε από το σπίτι του, συγχρόνως ήταν πανέξυπνος. Είχε έκτακτα φυσικά και διανοητικά προσόντα και πάντοτε ήταν άριστος μαθητής. Σε όλες τις τάξεις, αρίστευε. Φυσικά, ήταν μελετηρός και διάβαζε πολύ. Το Δημοτικό Σχολείο, το πέρασε στο χωριό του, τα: Σιταράλωνα, Θέρμου Τριχωνίδος. Πήγε σε όλες τις τάξεις εκεί, εκτός από την τελευταία, που την περάτωσε στην Ανάληψη, Θέρμου Τριχωνίδος. Αυτή η μετακίνηση, οφειλόταν στον έξης λόγο…:
Ήταν πανέξυπνος μαθητής και διακρινόταν πολύ από τους άλλους συμμαθητές του. Ο δάσκαλος όμως του χωριού του, δεν είχε γνώσεις και δεν μπορούσε να διδάξει καλά. Εύρισκε πάντα ευκαιρίες για να μην πάει στο Σχολείο και τελικά τα παιδιά παρέμεναν αγράμματα. Ο δάσκαλος όμως είχε ταπείνωση ή τύψεις συνειδήσεως, γι’ αυτό και μια μέρα συνάντησε τον πατέρα του Μήτσου και τον ρώτησε: “Πρόκειται να στείλεις τον Μήτσο αργότερα για σπουδές;”. Στην καταφατική απάντηση του πατέρα του, αυτός, απάντησε: “Ε, τότε είναι καλύτερα να πάει σε άλλο Σχολείο”. Φυσικά, δεν υπήρχε στο χωριό άλλο Σχολείο και αναγκάστηκε, την τελευταία τάξη του Δημοτικού Σχολείου, να την τελειώσει στην Ανάληψη, φιλοξενούμενος της νουνάς του.
Μετά το Δημοτικό Σχολείο, φοίτησε στο Γυμνάσιο του Θέρμου, αφού αρίστευσε στις εισαγωγικές εξετάσεις. Το Θέρμο, απείχε έντεκα χιλιόμετρα από το χωριό του και, φυσικά, δεν υπήρχαν τότε τα σημερινά συγκοινωνιακά μέσα και γι’ αυτό παρέμενε εκεί όλη την εβδομάδα.
Η γιαγιά του, η αγία πρεσβυτέρα Σπυριδούλα, που αγαπούσε πολύ το εγγόνι της, το ακολούθησε στο Θέρμο και φρόντισε να μην του λείψει απολύτως τίποτα. Έκανε φαγητό, έπλενε τα ρούχα, καθάριζε και γενικά ασχολούνταν με όλες τις εργασίες για να είναι απερίσπαστος στην μελέτη του. Ο Επίσκοπος Εδέσσης Καλλίνικος, με πολλή συγκίνηση θυμόταν τις θυσίες της γιαγιάς του και της μητέρας του, η οποία φρόντιζε πολλές φορές να σηκώνεται πρωΐ–πρωΐ για να ψήσει ψωμί και να προλάβει να το στείλει στο Θέρμο με τα δύσκολα συγκοινωνιακά μέσα της εποχής εκείνης, για να φάει το παιδί της πριν πάει στο Σχολείο.
Όταν, ως Επίσκοπος πια, πήγε στο χωριό του, έκανε Τρισάγιο πάνω στον τάφο της γιαγιάς του και της μητέρας του. Μετά, παρακάλεσε να φύγουν από εκεί όλοι οι άλλοι, και κάθισε αρκετή ώρα για να προσευχηθεί μόνος. Έλεγε αργότερα, εμπιστευτικά, ότι μαζί με την προσευχή, σκεφτόταν τα λεπτά εκείνα χεράκια που τον εξυπηρέτησαν κατά την μαθητική του ζωή.
Ήταν ευγνώμων, σε απόλυτο βαθμό!
Υπάρχει και ένα άλλο περιστατικό της εποχής εκείνης που πρέπει να αναφέρουμε. Πηγαίνοντας κάποτε από το Θέρμο με τα πόδια στο χωριό του, σταμάτησε ο Καθηγητής του (της Γυμναστικής) για να τον πάρει με το αυτοκίνητο. Αυτό, το θυμόταν ο ίδιος σε όλα τα χρόνια της ζωής του! Γι’ αυτό και έκτοτε αγαπούσε ιδιαιτέρως τους Καθηγητές Γυμναστικής, λόγω εκείνου του γεγονότος. Και όποτε, ως Επίσκοπος, έβλεπε παιδιά να βαδίζουν στο δρόμο, σταματούσε το αυτοκίνητο και τα έπαιρνε μέσα, μόνο και μόνο, για να ανταποδώσει με την πηγαία και απροσποίητη εξυπηρέτηση που έκαμνε ολόθυμα εκείνη την στιγμή, εκείνο το αλησμόνητο καλό που του είχε κάνει στο παρελθόν ο Καθηγητής του. Η ευγνωμοσύνη του, πραγματικά, δεν είχε όρια!…
Ο Δημήτριος Πούλος, ζυμώθηκε με την Ρωμαίικη Παράδοση και ζούσε συνεχώς με αυτές τις μνήμες και με αυτές τις καταστάσεις στην καρδιά του. Τις νοσταλγούσε. Και αυτές, πάλι, δεν τον άφηναν να αλλοιωθεί καθόλου, να “χαλάσει”. Υπήρξε σε όλη του την ζωή το αγνό χωριατόπουλο που είχε πλαστεί με την Ρωμαίικη συνείδηση του λαού μας.
Τί, κι’ αν ήταν πραγματικά φτωχός;! Όπως έγραψε και ο ίδιος αργότερα σε επιστολή: “Είχαμε εχθρό την φτώχια, αλλά και αγώνα για πρόοδο…”. Ήταν ένα φτωχό χωριατόπαιδο, αλλά πλούσιος σε Παράδοση και αισθήματα αγάπης και ανθρωπιάς. Ο πλούτος που του κληροδότησαν οι γονείς του, ο παππούς και η αγαπημένη του “βάβα”, ήταν ανεκτίμητος θησαυρός που δεν συγκρίνεται με κανέναν θησαυρό της γης. Του μετέδωσαν την Ρωμαίικη Παράδοση, την αγάπη του προς την Ορθοδοξία και την θυσία αυτής της Ορθοδόξου Παραδόσεως.
Και αυτό είναι το μεγαλείο του ανθρώπου. Και αυτό το υπέρτατο πνευματικό μεγαλείο, το ένοιωθε πολλές φορές. Και κατακυρίευε την ύπαρξή του!…».
Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ιεροθέου Βλάχου: «Κόσμημα της Εκκλησίας (βίος και πολιτεία του αειμνήστου Μητροπολίτου Εδέσσης Καλλινίκου)», κεφ. 2ο, σελ. 34, 40–42, Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας), 11998.