«Να μην τα μεταδώσετε σαν μια απλή ιδέα, σαν μια δική μας πολιτιστική κληρονομιά. αλλά να τα μεταδώσετε στις νεότερες γενεές σαν μια κληρονομιά όλης της ανθρωπότητας, όλου του ανθρωπίνου γένους. Διότι, πραγματικά, αυτό το οποίο υπήρχε στον Πόντο, ήταν κάτι πολύ μοναδικό και πολύ υψηλό, ήταν κάτι εξαίσιο».Τη δήλωση αυτή έκανε ο αρχιεπίσκοπος Αυστραλίας κ.Μακάριος ενώπιον αντιπροσώπων της Ομοσπονδίας Ποντιακών Σωματείων Αυστραλίας, από τα μέλη-σωματεία της Ποντιακής Αδελφότητας Wollongong «O Διογένης», της Ποντιακής Αδελφότητας Σύδνεϋ «Παναγία Σουμελά» και της Ποντιακής Αδελφότητας Νέας Νοτίου Ουαλίας «Ποντοξενιτέας», οι οποίοι το πρωί της Κυριακής, 24 Μαΐου, Κυριακής του Τυφλού, εκκλησιάστηκαν στον Ιερό Καθεδρικό Ναό του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στο Σύδνεϋ.
Στη σύντομη ομιλία που απηύθυνε, ο Αρχιεπίσκοπος αναφέρθηκε με συγκίνηση και υπερηφάνεια στον πολιτισμό που αναπτύχθηκε στην ευλογημένη γη του Πόντου, εστιάζοντας ιδιαίτερα και στην άνθιση της πνευματικής και εκκλησιαστικής ζωής. «Ο Πόντος ήταν ένας τόπος πολύ ιδιαίτερος και ξεχωριστός», διέκρινε, υπενθυμίζοντας ότι σε αυτόν δεσπόζουν ιστορικά μοναστήρια και εκκλησίες, όπως το λίκνο του Ποντιακού Ελληνισμού, το μοναστήρι της Παναγίας Σουμελά, και ο Ναός της του Θεού Σοφίας, στην Τραπεζούντα. Παράλληλα, μνημόνευσε ορισμένες από τις μεγάλες εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες, που εκόσμησαν την ποντιακή γη, όπως ήταν ο τελευταίος Μητροπολίτης Τραπεζούντος και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρύσανθος, ο Μητροπολίτης Νεοκαισαρείας Χρυσόστομος, ο Μητροπολίτης Κολωνείας Γαβριήλ και ο Μητροπολίτης Ροδοπόλεως Ιερώνυμος. Αποκάλυψε, μάλιστα, ότι τους δύο τελευταίους Ιεράρχες αξιώθηκε να τους γνωρίσει εκ του σύνεγγυς, κατά τα πρώτα του χρόνια στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. «Δοξάζω τον Θεό γι’ αυτή την ευλογία και για την πνευματική παρακαταθήκη που έλαβα από τη γνωριμία μου με αυτές τις πραγματικά μεγάλες φυσιογνωμίες, με Ιεράρχες που εκπροσωπούσαν μια μεγάλη παράδοση, την ποντιακή», σημείωσε συγκινημένος.