O Μητροπολίτης Ανδρούσης Ιωσήφ ήταν από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της Εκκλησίας την περίοδο της επανάστασης του 1821 στην Πελοπόννησο. Ηταν μεταξύ αυτών που συνέλαβαν και φυλάκισαν ως ομήρους οι Τούρκοι, λίγες μέρες πριν ξεσπάσει η επανάσταση στην Τρίπολη. Μάλιστα μετά την απελευθέρωσή του και έναν χρόνο μετά το ξέσπασμα της επανάστασης, ανέλαβε για μικρό διάστημα “μινίστρος” της Θρησκείας.
Ο Ιωσήφ Νικολάου γεννήθηκε το 1770. Σε ηλικία 20 ετών εκάρη μοναχός, χειροτονήθηκε Διάκονος το 1792, Πρεσβύτερος στις 22 Απριλίου 1806 και την επομένη, 23 Απριλίου 1806, Επίσκοπος της Επισκοπής Ανδρούσης.
Εμυήθη στη Φιλική Εταιρία, η οποία στις αρχές του 1821 ενισχύει τη δράση της στην Πελοπόννησο. Στις 24 Φεβρουαρίου 1821 κηρύσσεται από τον αρχηγό της Φιλικής Εταιρείας Αλέξανδρο Υψηλάντη η Ελληνική Επανάσταση στο Ιάσιο της Μολδαβίας.
Οι κινήσεις των Φιλικών στην Πελοπόννησο γίνονται γνωστές από τους Τούρκους και η Οθωμανική διοίκηση της Τριπόλεως τον Φεβρουάριο 1821 κάλεσε τους Προκρίτους των υποδούλων Ελλήνων και πολλούς Αρχιερείς της Πελοποννήσου να προσέλθουν στην Τρίπολη.
Σύμφωνα με τον θεολόγο Ιωάννη Π. Μπουγά, ο Μητροπολίτης Μονεμβασίας Χρύσανθος Παγώνης έγραψε στον Ιωσήφ και του ζήτησε να προσέλθουν μαζί στην Τρίπολη. Αυτός συμφώνησε και με ζήλο απάντησε: «Ας τρέξωμεν, διά να δυνηθώμεν να κλείσωμεν τα όμματα των Οθωμανών, έως ου ενδυναμώσωσιν οι ημέτεροι έξω, εάν δε και εμάς θανατώσι, γενηθήτω το θέλημα του Κυρίου‧ θανατούμεθα ολίγοι και το έθνος διασώζεται» (Α. Πετρίδου, Βιογραφία τού αειμνήστου Ανδρούσης Επισκόπου Ιωσήφ, Απόλλων, 1890, έτος ΣΤ΄, τεύχ. 68, σελ. 1057).
Η σκέψη του Ιωσήφ ήταν σωστή, γιατί αν δεν προσήρχοντο οι Πρόκριτοι και οι Αρχιερείς, τότε η προπαρασκευασμένη εξέγερση θα γινόταν αντιληπτή υπό των Τούρκων και θα κατεπνίγετο προ της γεννήσεώς της.
Οι Τούρκοι συνέλαβαν όλους τους Αρχιερείς και Προκρίτους και την Κυριακή του Πάσχα του 1821 τους εφυλάκισαν. «Μετέφερον αυτούς εις την σκοτεινήν και ζοφώδην φυλακήν, περιθέντες αυτοίς αλύσους, βάρος έχουσας 180 οκάδων, εκτός των περιαυχενίων κλοιών (κουλούρων) εις τους τραχήλους των». (Α. Πετρίδου, ο. π.).
Σε σκοτεινό υπόγειο δεμένοι με αλυσίδες και περιαυχένιους κρίκους υπέφεραν τα πάνδεινα. Ο φυλακισθείς διάκονος Ιωσήφ Ζαφειρόπουλος περιέγραψε τα δεινά και τις κακουχίες που υπέστησαν στο πόνημά του με τίτλο: «Οι Αρχιερείς και οι Προύχοντες εις τας φυλακάς Τριπόλεως».
Υπέφεραν πολλά οι φυλακισμένοι. Πέντε μήνες σε ανήλιαγη φυλακή αλυσοδεμένοι, σε ακινησία, ρακένδυτοι, τρεφόμενοι με ξερό ψωμί και λίγο νερό είχαν καταντήσει σκελετοί και όχι άνθρωποι.
Κατά την πολιορκία της Τριπόλεως, υπό των Ελλήνων διεμηνύθη στους Τούρκους ότι για να υπάρξει ασφαλής έξοδος αυτών, πρέπει να παραδοθούν στους Ελληνες όσοι εκ των φυλακισμένων Προκρίτων και Αρχιερέων έχουν επιζήσει.
Οι διασωθέντες όμηροι έγιναν δεκτοί από τους εξεγερμένους συμπατριώτες τους με θαυμασμό και θεωρήθηκαν ήρωες.
Γνήσιος Ορθόδοξος Ιεράρχης, ο Ιωσήφ μεσιτεύει «υπέρ των δεσμοφυλάκων και των αγρίων αυτών δημίων ίνα μη ούτοι κατασφαγώσιν υπό των Ελλήνων». (Ιεζεκιήλ Βελανιδιώτου, Ιωσήφ ο Ανδρούσης, 1906, σελ. 15).
Ο Ιωσήφ μέχρι να αναρρώσει πλήρως παρέμεινε τρείς ολόκληρους μήνες στο κρεβάτι. Κατά την διάρκεια της αναρρώσεώς του συνέγραψε, εν είδει Απομνημονευμάτων, τα όσα υπέφερε στην φυλακή της Τριπολιτσάς.
Στο χειρόγραφο αυτό ο Ιωσήφ περιγράφει με δεινή εκφραστικότητα τα δεινοπαθήματα τα οποία υπέστησαν οι φυλακισμένοι από τους κατακτητές. Μεταξύ άλλων αναφέρει: «Αφωτοι εν φυλακή περιωρισμένοι με όλας τας κακουχίας, απηλπισμένοι της ζωής, απηλπισμένοι διά την εθνικήν ύπαρξιν να ευρισκώμεθα οι πανάθλιοι… ας εννοήση ο αναγνώστης την αγωνίαν, τον απελπισμόν μας και τους θρήνους μας‧ είμεθα ως πρόβατα σφαγής‧ εβλέπομεν πλησιώτατα τους φονείς μας‧ τα πάντα φαρμακερά εις ημάς‧ δεν είχομεν τον βοηθούντα, αλλ’ ευλογητός ο Θεός, ο παιδεύων και πάλιν ιώμενος. Εις αυτήν την ημέραν εμείναμεν άσιτοι, άποτοι‧ πού τροφή; ποίος εδύνατο να πλησιάσει; και αν είχωμεν ποίος εδύνατο να φάγη; τα πρωινά δεινά μας ήτον αρραβώνες των της εσπέρας κακών μας». (Βασίλη Παναγιωτόπουλου, Ιωσήφ Ανδρούσης: «Απομνημονεύματα περί της εν Τριπόλει εγκαθείρξεως αυτού και άλλων αρχιερέων και προυχόντων της Πελοποννήσου, Μεσσηνιακά Χρονικά, 2000-2002, σελ. 95, κ.ε.).
Η πίστη όμως εκράτησε δυνατούς στο φρόνημα τους φυλακισμένους και άντεξαν οι περισσότεροι εξ αυτών τις κακουχίες και τους βασανισμούς. Μελετούσαν τα ιερά βιβλία από τα κείμενα των οποίων αντλούσαν θάρρος, αλλά και από τους ήρωες της Αρχαίας Ελλάδος έπαιρναν κουράγιο. Χαρακτηριστικά ο Ιωσήφ στα Απομνημονεύματά του αναφέρει: «Ούτως κατά θείαν ευδοκίαν έτυχεν ο πολλάκις ρηθείς Ιωάννης Μπερούκας πλησίον μου‧ ο αοίδιμος εν τω καιρώ της καταβάσεώς μας ήρπασεν εν ψαλτήριον και εν βιβλίον, “αι τύχαι του Τηλεμάχου” καλούμενον, συγγραφέν παρά του Φραγκίσκου Φενελών και βαλών εις τον κόλπον του εφύλαξεν αυτά ο τρισόλβιος εκείσε εν όλω τω διαστήματι της φυλακίσεώς μας. Δις της ημέρας ανεγίγνωσκε το ψαλτήριον μετ’ ευλαβείας και δακρύων θερμών‧ υπήρχεν λίαν θεοσεβέστατος και ευλαβέστατος. Την τρίτην ημέραν της φυλακίσεώς μας, έλαβον παρά του Μπερούκα τον Τηλέμαχον και ανοίξας το βιβλίον εύρον αυτήν την περίοδον, δι’ ης ο Μέντωρ συμβουλεύων παρηγορεί τον Τηλέμαχον λέγων “εκείνος οπού έχει αληθή και εύτολμον ανδρείαν ποτέ δεν απελπίζεται, ότι δεν θέλει ελευθερωθή από τα κακά‧ πρέπει να φοβάσαι τον Θεόν και όχι την θάλασσαν‧ και εις τον βυθόν της θαλάσσης αν ήσουν, η χειρ του Θεού δύναται να σε ευγάλη”. Αυτά αναγνούς ανένηψα, και καταστήσας τον νουν αυτοκράτορα των παθών, και αναμνησθείς των θαυμάτων της Παλαιάς Διαθήκης και της Νέας, επέρριψα το παν εις την βοήθειαν του Υψίστου, ειρήνευσα τους λογισμούς μου, εγενόμην ευθυμότερος και έβλεπον τα γινόμενα με χριστιανικήν καρτερότητα, κατεφρόνησα του θανάτου, “τι εις την φυλακήν, τι εις τον οίκον μου να αποθάνω”, έλεγον, “τι από μίαν ασθένειαν, τι από την σπάθην ή την αγχόνην να τελευτήσω”. Δόξα τη φιλανθρωπία σου, Κύριε, όπου με διαφύλαξας, ίνα κλαύσω τα πλήθη των πεπραγμένων μοι δεινών». (Βασίλη Παναγιωτόπουλου, ο. π.).
Με τα αναγνώσματα αυτά ο Ιωσήφ κατόρθωσε να επιζήσει από την απάνθρωπη φυλακή της Τριπολιτσάς.
Ο αγώνας εναντίον των Τούρκων ήταν πολυδάπανος και ο Ιωσήφ πρωτοστάτησε στην εξεύρεση χρημάτων, τροφών, πολεμοφοδίων και άλλων αναγκαίων, τόσο για τους αγωνιστές όσο και για τις οικογένειές τους, τις χήρες και τα ορφανά. Ως Μινίστρος της θρησκείας δεν διστάζει να προτείνει πρωτίστως τη διάθεση των χρημάτων των Μονών για τον ιερό αγώνα του Γένους. «Το συμφέρον και η σωτηρία της πατρίδος είνε σφικτά ενωμένα με την ύπαρξιν και λαμπρότητα της θρησκείας και αν χαθή εκείνη αυτή καθυβρίζεται… έτσι διακήρυξεν την χορηγίαν των αργυρών και χρυσών σκευών των Μονών και Εκκλησιών υπέρ του αγώνος, όντως δε οκτακοσίας οκάδες τοιούτων συνελέγησαν» (Χ. Μπαμπούνη, Ο Ανδρούσης Ιωσήφ… εν Μεσσηνιακά Χρονικά 2008-2009, σελ. 176).
Στην επαρχία του ο Ιωσήφ απέστειλε τον ιερομόναχο και προηγούμενο της Μονής Βουλκάνου, Ανθιμο, για την συλλογή χρυσών και αργυρών αφιερωμάτων για τις ανάγκες του αγωνιζομένου έθνους, ο οποίος σε επιστολή του προς τον Ιωσήφ αναφέρει: «… ότι συναχθέντες άπαντες εν τη Ιερά ημών Μονή, ανεγνώσαμεν τα κεφαλαιωδώς διαταττόμενα, τα οποία και όλα ενεργήσθησαν… Ελαβον και τας επιταγάς σας διά το να απέλθω μετά του φιλογενεστάτου κυρίου Γεωργίου Δαρειώτη εις τας διορισθείσας Επαρχίας προς συλλογήν του χρυσού και αργυρού από τα Μοναστήρια και εκκλησίας. Είμαι έτοιμος και ευπειθέστατος προς εκτέλεσιν του άνω υπουργήματος… 1822: Μαΐου 11: Εν Νησίω ο ταπεινός όλως οικείος και ευπειθέστατος ο πρώην ηγούμενος Ανθιμος» (Μίμη Φερέτου, Ειδήσεις – Σχόλια – Πληροφορίες για την Εκκλησία της Μεσσηνίας, Περιοδ. “Διδαχή”, Φεβρουάριος 1977, σελ. 26).
Μάλιστα την Μονή Βουλκάνου προκρίνει ως πηγή χρηματοδότησης του Αγώνα σε επιστολή του προς τον πρόεδρο του Εκτελεστικού Σώματος. Το Εκτελεστικό Σώμα δέχτηκε την πρόταση του Ιωσήφ και η Πελοποννησιακή Γερουσία στις 26 Μαΐου 1822 έλαβε από την Μονή Βουλκάνου 8.000 γρόσια ως δάνειο, χρήματα βεβαίως που ποτέ δεν επεστράφησαν (Μεσσηνιακή Εγκυκλοπαίδεια, λημ.: «Βουλκάνου (Μονής) έγγραφα», εν Μεσσηνιακά 1969-1970, Αθήναι 1972, σελ. 287-288).
Ο Ιωσήφ υπηρετεί με ευσυνειδησία και το Μινιστέριο του Δικαίου έως και το 1825 και «δεν έλαβεν εις αντιμισθίαν ουδέ λεπτόν, πληρώνων τους μισθούς των υπαλλήλων του από την πτωχήν περιουσίαν εμού του αυταδέλφου του», όπως αναφέρει ο αδελφός του.
Ο Ιωσήφ εκοιμήθη στις 13 Μαρτίου του 1844, σε ηλικία 74 ετών. Η ταφή έγινε στη δεξιά γωνία του Ιερού Ναού του Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Μεσσήνης.
Ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ και η διέλευσή του από την Ερμιόνη και το Κρανίδι
Οι Γιάννης Σπετσιώτης και Τζένη Ντεστάκου, αναφερόμενοι στην παρουσία του Ιωσήφ στην Ερμιόνη και το Κρανίδι, παρουσιάζουν άγνωστες και σημαντικές πτυχές της ζωής και του έργου του αρχιερέα.
Η Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου στις 15 Ιανουαρίου 1822 ανέθεσε στον Ιωσήφ το «Μινιστέριον της Θρησκείας», ένα από τα 8 «Υπουργεία» που θέσπισε. Στο Υπουργείο της Θρησκείας ο Ιωσήφ παρέμεινε συνεχώς μέχρι τις 22 Μαΐου 1824, για να αποχωρήσει οριστικά τον Νοέμβριο του ιδίου έτους. Το αξίωμα που η πατρίδα τού εμπιστεύτηκε, το άσκησε με σωφροσύνη, εντιμότητα και αρετή. Ποτέ του δεν έλαβε χρήματα‧ ακόμη και τους μισθούς των υπαλλήλων τούς πλήρωνε με δικά του χρήματα, που του έστελνε ο αδελφός του κάθε μήνα.
Με το τέλος της θητείας του στο Υπουργείο, εγκαταλείπει την Αθήνα και έρχεται στη Μεσσηνία, όπου είχαν ξεσπάσει σοβαρές διαμάχες μεταξύ των κατοίκων εξαιτίας των νέων κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων. Σκοπός του ήταν να τους συμβιβάσει και να τους βοηθήσει να παραμείνουν ενωμένοι. Η αποβίβαση του Ιμπραήμ στη Μεθώνη ματαιώνει το ειρηνοποιό του έργο. Ο βιογράφος του αναφέρει ότι ο Ιμπραήμ προκήρυξε το κεφάλι του Ιωσήφ έναντι γενναίας αμοιβής. Ετσι μετά από πολλές ταλαιπωρίες και κινδύνους, πιθανότατα τον Σεπτέμβριο του 1825, ο Ιωσήφ με τον αδελφό του καταφεύγουν διωκόμενοι στο Μοναστήρι των Αγίων Αναργύρων, στην Ερμιόνη.
Ο ηγούμενος της Μονής, Μακάριος Μπουφογγέλης, άνδρας φιλόπατρις και δραστήριος, στενός φίλος του Δημητρίου Βούλγαρη, τον υποδέχεται με εγκαρδιότητα, ευγένεια και κυρίως χωρίς δεύτερη σκέψη. Εύλογα προκύπτει το ερώτημα: Γιατί άραγε ο Ιωσήφ με τον αδελφό του επέλεξαν τη Μονή των Αγίων Αναργύρων ως καταφύγιό τους; Και για ποιο λόγο με τόση «άνεση», καθώς αναφέρεται, τους καλωσόρισε ο ηγούμενός της; Ισως μεταξύ των ανδρών, όντας και οι δύο κληρικοί, να είχε αναπτυχθεί φιλία και σχέσεις αμοιβαίας εμπιστοσύνης από τότε που «η Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος» εγκαταστάθηκε στην Ερμιόνη (1-10- 1822 έως 9-2-1823) και ο Ιωσήφ ήταν Υπουργός της Θρησκείας. Στη συνέχεια, φαίνεται πως έζησε για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, πιθανότατα ως το 1828, στο Κρανίδι. Κατά τους χρόνους εκείνους η Μητρόπολη Ναυπλίου, Αργους και Κάτω Ναχαγέ δεν είχε δικό της επίσκοπο. Τοποτηρητής είχε οριστεί ο Μητροπολίτης Ρέοντος και Πραστού, Διονύσιος Παρδαλός. Οι κάτοικοι λοιπόν της επαρχίας μας, κυρίως Κρανιδιώτες αλλά και Ερμιονίτες, μην έχοντας δικό τους επίσκοπο ζήτησαν από τον Ιωσήφ «να εκτελή πάντα τα της αρχιεροσύνης καθήκοντα». Από την ενέργειά τους αυτή, αντιλαμβανόμαστε πως ένιωθαν έντονα την έλλειψη του πνευματικού πατέρα.
Ο Ιωσήφ τούς άκουσε με προσοχή. Διέκρινε την αλήθεια των λόγων τους, τους εμπιστεύτηκε και αψηφώντας τους μεγάλους κινδύνους που διέτρεχε, ικανοποίησε την επιθυμία τους και δέχτηκε την πρότασή τους. Ετσι για όσο χρόνο παρέμεινε στο Κρανίδι, καθώς ο αδελφός του σημειώνει, «ελειτούργει θαμινώς (συχνά), εδίδασκεν εις όλας τας εορτάς τον λόγον της αληθείας, ώστε τας φατρίας των ανέστειλε, τα πάθη των καταπράυνε, τους εχθρούς εφιλίωνε, τους γέροντας περικράτει, τους νέους επαιδαγωγεί και τα πάντα τοις πάσιν εγένοντο διά των πατρικών συμβουλών και παραινέσεών του, και ως εκ τούτου των καλών κατορθωμάτων, αμοιβαίως εσεβάζετο. Και φιλοφρονείτο παρά των καλών Κρανιδιωτών, και εδείκνυεν προς αυτούς ευγνωμοσύνην άχρι βιωτής, λέγων κατά το χρυσούν στόμα της Εκκλησίας: Ουδέν της αχαριστίας δεινότερον». Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Κρανίδι έκαμε και χειροτονίες νέων, που επιθυμούσαν να γίνουν ιερείς. Μεταξύ αυτών και ο ανιψιός του Νεόφυτος Γεωργίου από την Τρίπολη (με καταγωγή από τη Μεσσήνη), που χειροτονήθηκε ιεροδιάκονος το 1827.
Οπως γνωρίζουμε, στην Ερμιόνη από τις 18 Ιανουαρίου έως τις 18 Μαρτίου 1827 συνήλθε η Γ΄ Εθνοσυνέλευση. Μεταξύ των 141 πληρεξουσίων ήταν και ο Ανδρούσης Ιωσήφ με άλλους 4 αρχιερείς από την Πελοπόννησο και μερικούς ακόμη κληρικούς. Στις 21 Φεβρουαρίου οι 5 αρχιερείς υπέβαλαν αναφορά στο Προεδρείο της Εθνοσυνέλευσης ζητώντας να εξετάσει προσεκτικά τα θέματα της θρησκείας και της ηθικής του Εθνους.
Τον Αύγουστο 1828 επισκέφθηκε το Κρανίδι ο έκτακτος Επίτροπος Αργολίδος Νικόλαος Καλλέργης, για να διενεργήσει τις εκλογές των Δημογερόντων στην επαρχία Ερμιονίδας (Κάτω Ναχαγιέ). Με λύπη του όμως, διαπίστωσε την έλλειψη Αλληλοδιδακτικού Σχολείου. Για τον σκοπό αυτό στις 26 Αυγούστου συνεκάλεσε συνέλευση των κατοίκων της πόλης στον ενοριακό ναό του Αγίου Βασιλείου. Σ’ αυτή προσκλήθηκε να μιλήσει «ο Πανιερώτατος Μητροπολίτης Ανδρούσης Ιωσήφ», που ανέκαθεν, από την εποχή που είχε καταφύγει στη Μονή των Αγίων Αναργύρων, διατηρούσε άριστες σχέσεις με τους Κρανιδιώτες. Ο επίσκοπος δέχτηκε την πρόσκληση και με λόγια θερμά και ενθουσιώδη αναφέρθηκε στην άμεση ανάγκη ίδρυσης και στέγασης σχολείου. «Η μόρφωση των νέων είναι προς το συμφέρον όλων, ενώ η αγραμματοσύνη, τόνισε, έχει δυσμενείς επιπτώσεις στη ζωή των ανθρώπων, τον τόπο και την πατρίδα».
Η ζωή του Ιωσήφ στο Κρανίδι ήταν εξαιρετικά δύσκολη. Δεν είχε χρήματα ούτε για τον καθημερινό άρτο και ζούσε από την ελεημοσύνη των πιστών. Απευθύνθηκε με επιστολή του προς τον Κυβερνήτη, Ιωάννη Καποδίστρια, ζητώντας οικονομική ενίσχυση. Του γράφει με παρρησία: «Συνεφυλακώθην μετά των Αρχιερέων και προεστώτων εν Τριπολιτζά. Ηλευθερώθην ημίθνητος… επεφορτίσθην το Υπουργείον της Θρησκείας. Εδούλευσα τρία έτη μετά πάσης ειλικρινείας και πίστεως. Εν αυτή τη τριετία μήτ’ άρτον εθνικόν έφαγον, μηδ’ οβολόν εκ του ταμείου έλαβον… τριτάκις ελαφυραγωγήθην… εν Κρανιδίω ζω από ελεημοσύνας. Καταφεύγω εις σε τον Κυβερνήτην και πατέρα της Ελλάδος, ίνα με εξοικονομήσει. Αν δε, ανάξιον με κρίνης της τοιαύτης βοηθείας, ευχαριστούμε μόνον να μην μεφθώ, διά ταύτην μου την τολμηρήν αίτησιν».
Ο Ιωσήφ, γνώριμος πλέον του Καποδίστρια, συμμετείχε στην προσπάθεια ανασυγκρότησης του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Υστερα από πρόσκληση του Κυβερνήτη, με 4 ακόμη Μητροπολίτες, συγκέντρωσαν με μεγάλη προθυμία σαφείς πληροφορίες για την κατάσταση των εκκλησιαστικών πραγμάτων της χώρας. Η νεοσυσταθείσα Εκκλησιαστική Επιτροπή (Ψηφ. Δ, Αριθ. Ιδ/23 Ιανουαρίου 1828) στη συνέχεια θα υπέβαλλε σχέδιο για την ευνοϊκότερη ρύθμισή τους, γεγονός που δεν επιτεύχθηκε λόγω της δολοφονίας του Κυβερνήτη την 27η Σεπτεμβρίου 1831. Στη νεκρώσιμη ακολουθία ο Ιωσήφ εκφώνησε τον επικήδειο λόγο εκ μέρους της Εκκλησίας.