Γράφει ο Μ. Γ. Βαρβούνης
Καθηγητής Λαογραφίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης
Στις πολυάνθρωπες ενορίες των αστικών κέντρων, εκεί όπου για πρακτικούς λόγους δεν μπορεί να υπάρξει συστηματική προσωπική σχέση του ιερέα με τους πιστούς, με εξαίρεση ορισμένους συνεργάτες του ενοριακού έργου ή άλλους γνώριμους, το ζήτημα της διάκρισης που πρέπει να επιδεικνύει ο εφημέριος είναι πραγματικά φλέγον, καθώς μπορεί να έχει τόσο για τον ίδιο όσο και για το ποίμνιό του σαφείς σωτηριολογικές διαστάσεις. Για τον ίδιο επειδή έχει την ευθύνη των ψυχών του ποιμνίου του, για τις οποίες θα κληθεί να δώσει λόγο, και για τους πιστούς επειδή τυχόν απομάκρυνσή τους από την μυστηριακή και λειτουργική ζωή της Εκκλησίας σημαίνει μονοσήμαντα απώλεια της σωτηρίας.
Το ζήτημα είναι λοιπόν κρίσιμο, δεδομένου ότι λόγω της συμπεριφοράς κάποιων ιερέων συνήθως το ποίμνιο απομακρύνεται. Ακόμη δε και στην περίπτωση που αυτό χρησιμοποιείται από κάποιους ως πρόφαση, ο ιερέας πρέπει να φροντίζει ώστε να μην δίνει ούτε χώρο για την διατύπωση της πρόφασης αυτής. Αλλωστε όσο ισχύει ότι η Εκκλησία δεν αποσκοπεί στην απλή συγκέντρωση πιστών σαν να ήταν κάποιο θέαμα, αλλά χρειάζεται η καλλιέργεια κάποιων προϋποθέσεων για την ουσιαστική συμμετοχή στη λατρεία, άλλο τόσο ισχύει το ότι η Εκκλησία δεν είναι κλειστό κλαμπ ολίγων εκλεκτών, καθώς ο Ιησούς Χριστός ήρθε στη γη για να καλέσει τους αμαρτωλούς σε μετάνοια, λέγοντάς μας ότι το απολωλός πρόβατο πρέπει να είναι ο στόχος του καλού ποιμένα.
Συνεπώς πρέπει όπου χρειάζεται, ο ιερέας να κάνει υποδείξεις και να διορθώνει τα κακώς κείμενα, ιδίως στην εποχή μας που οι πιστοί είναι όλο και περισσότερο ακατήχητοι. Αν παλαιότερα έλειπε η μόρφωση αλλά αυτό το αναπλήρωναν η ευσέβεια, η ευλάβεια και η συνεχής συμμετοχή στην λειτουργική και μυστηριακή ζωή της Εκκλησίας, σήμερα ούτε η κατά Χριστόν μόρφωση έχει αποκτηθεί, ούτε και οι πιστοί γνωρίζουν τα της εκκλησιαστικής ζωής βιωματικά, όπως οι παλαιότεροι. Αντιθέτως, η συνάφεια με τα ηλεκτρονικά μέσα πληροφόρησης και κοινωνικής δικτύωσης δίνει την ψευδή εντύπωση ότι κάποιοι μπορούν να έχουν έγκυρη γνώμη επί παντός του επιστητού, κι αυτό δημιουργεί τάσεις αυτάρεσκης ανυπακοής στα κατά καιρούς κελεύσματα των ιερέων.
Από την άλλη πλευρά, οι σύγχρονες τάσεις εκκοσμίκευσης, για τις οποίες έχουμε μιλήσει και σε προηγούμενα άρθρα μας, δίνουν σε κάποιους κληρικούς την ψευδή εντύπωση ότι διαχειρίζονται εξουσία κοσμική, ενώ στην πραγματικότητα διακονούν πνευματικά τον λαό του Θεού. Αυτό σημαίνει ότι συμπεριφέρονται, τόσο εντός όσο και εκτός λατρευτικών συνάξεων ως κοσμικοί άρχοντες, που επιμένουν να ξεχωρίζουν από το «πλήθος», να συνοδεύονται τιμητικά ή να απομονώνονται από το ποίμνιο που έχουν κληθεί να ποιμάνουν. Η λογική αυτή έχει βέβαια πολλές ολέθριες συνέπειες, μεταξύ των οποίων και την ψυχική απομάκρυνση του ιερέα από τους πιστούς. Και όταν βέβαια η πνευματική αυτή σχέση καταστραφεί, τα υπόλοιπα δεν έχουν νόημα.
Ολα αυτά επισημαίνουν ότι οι όποιες υποδείξεις πρέπει να γίνονται με ύφος όχι υποτιμητικό αλλά πατρικό, με λόγο όχι καταγγελτικό, αλλά δηλωτικό της αγάπης του πατέρα προς τα παιδιά του. Και εδώ βρίσκεται η πράξη και η πρακτική της «ποιμαντικής διακριτικότητας» με την οποία το παρόν άρθρο ασχολείται, όχι στις φωνές, τα μαλώματα, τις επιτιμήσεις και τις απαξιωτικές κινήσεις, προς εκείνους των οποίων η ύπαρξη ουσιαστικά δικαιολογεί και νοηματοδοτεί και την ύπαρξη του κλήρου. Γιατί ο ποιμένας έχει νόημα μόνο αν υπάρχει ποίμνιο. Και η μεταξύ τους συνεκτική γραμμή πρέπει να είναι αυτή της αγάπης, που να οδηγεί όχι σε μία διδασκαλικού τύπου και στρατιωτικής υφής πειθαρχία, αλλά σε μία σχέση πνευματικής πατρότητας.
Συνελόντι ειπείν, καλό είναι οι κληρικοί να προσέχουν πώς φέρονται στους λαϊκούς, και οι λαϊκοί επίσης να τείνουν ευήκοον ους στις όποιες υποδείξεις τους. Σε διαφορετική περίπτωση, θα συνεχιστεί το φαινόμενο της απόλυτης αναντιστοιχίας ανάμεσα στους βαπτισμένους και στους εκκλησιαζόμενους ορθόδοξους χριστιανούς στη χώρα μας, όπου δυστυχώς το ποσοστό συμμετοχής στην εκκλησιαστική ζωή αποτυπώνεται στατιστικά ακόμη με μονοψήφιο αριθμό. Γι’ αυτό οι ευθύνες είναι υπαρκτές, αμφίπλευρες και θα ζητηθούν «εν ημέρα κρίσεως», και τούτο δεν πρέπει να το ξεχνούμε.