Του π. Δημητρίου Μπόκου
Κάθε χρόνο η μικρή μας συνοδεία ανέβαινε με κόπο πρωί-πρωί το φιδωτό μονοπάτι. Προορισμός μας τα Ταμπούρια, συνοικία του χωριού Τετρακώμου Aρτας, όπου γινόταν το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων (29-30 Ιουνίου).
Στα 1000 μ. υψόμετρο, συντροφιά με τα πανύψηλα έλατα, στο σβήσιμο της δασωμένης κορυφογραμμής της Κρανούλας, ύψωνε το ταπεινό του ανάστημα το εκκλησάκι των Αγίων Αποστόλων, που έδινε και το όνομά του στην τοποθεσία. «Στους Aϊ -’Ποστόλους» λέγαμε. Το ιερό του αγνάντευε τις γυμνές γρανιτένιες κορφές των θεσσαλικών βουνών, φυσική προς τα νοτιοανατολικά συνέχεια της οροσειράς των Τζουμέρκων, με τον Ασπροπόταμο (Αχελώο) να φιδοσέρνεται ανάμεσά τους. Στα δυτικά, απέραντες λοφοσειρές, καταπράσινες, έφταναν ως εκεί που έσβηνε ο ορίζοντας. Πανοραμική απόλαυση, όπου κι αν έστρεφες το βλέμμα!
Τα πανηγύρια ήταν τα πιο ευχάριστα γεγονότα στις παλιές μικρές κοινωνίες μας. Νοσταλγικά, επίμονα, η μνήμη μου γυρνάει σε κείνον τον καιρό, που ήταν καλός για μας τα παιδιά, γιατί τον ζήσαμε χωρίς τις έγνοιες των μεγάλων. Ηταν τα χρόνια τα χρυσά της παιδικής μας ηλικίας.
Κάθε χωριό είχε τα δικά του πανηγύρια, ανάλογα με τις εκκλησιές και τα ξωκλήσια του. Τα πανηγύρια όμως δεν ήταν εσωτερικό θέμα του χωριού, αλλά υπόθεση και των γειτονικών χωριών. Ετρεχαν από παντού σ’ αυτά. Για τους περισσότερους ήταν η μοναδική διέξοδος απ’ τη ρουτίνα της καθημερινής βιοπάλης.
Για μας τα παιδιά βέβαια ήταν το γεγονός της χρονιάς. Γυρολόγοι μικροπωλητές ξεφύτρωναν τη μέρα της γιορτής στο χωριό μας. Ενας τους μάλιστα, ρολογάς, -δεν θυμάμαι το όνομά του πια-, είχε συνήθεια κάθε χρόνο να αριβάρει αποβραδίς στο σπίτι μας, φορτωμένος με τον τεράστιο σάκο του. Του παρείχαμε χωρίς δεύτερη σκέψη την αυτονόητη την εποχή εκείνη φιλοξενία μας. Την άλλη μέρα στο πανηγύρι έστηνε τον μικρό του πάγκο με την πραμάτεια του, τα λογής-λογής ξυπνητήρια. Από αυτόν είδαμε, μάθαμε και πρωτοπήραμε ξυπνητήρι στο σπίτι μας.
Περιμέναμε πώς και πώς το κάθε πανηγύρι μας, μαζεύοντας ολοχρονίς, δεκάρα τη δεκάρα, το χαρτζιλίκι μας. Το πρώτο που αγοράζαμε ήταν απαραιτήτως μια σφυρίχτρα. Ολη την ημέρα τα σφυρίγματά μας αντηχούσαν στην πανηγυρική ατμόσφαιρα, ξεκουφαίνοντας μικρούς και μεγάλους. Αν μάζευες 4 με 5 δραχμές το χρόνο, θεωρούνταν γερό χαρτζιλίκι. Με μία δραχμή έπαιρνες τότε δέκα καραμέλες, με δυόμισι έπινες λεμονάδα ή γκαζόζα. Μεγάλες απολαύσεις για μας! Αλλες εποχές, άλλες καταστάσεις!
Το πανηγύρι των Αγίων Αποστόλων ήταν απ’ τα αγαπημένα μας. Απ’ το χωριό μου (Καστανιά Αρτας) ανέβαιναν πολλοί ως εκεί. Τους ακολουθούσαμε κι εμείς από το σπίτι μας (οικισμός Μηλιάς) μέχρι τα Ταμπούρια, μέσω του Τετρακωμίτικου οικισμού Φρα(γ)μένο. Το δύσκολο μονοπάτι είχε μια κάθετη ανηφόρα (δύο χιλιόμετρα και βάλε), που σου έκοβε την ανάσα, από το ρέμα του Ντιχάλη χαμηλά (φυσικό όριο μεταξύ Καστανιάς-Τετρακώμου), μέχρι τη ράχη ψηλά, όπου έπιανες κάπως ομαλότερο δρόμο. Ανεβαίνοντας με τη γλώσσα έξω απ’ το αγκομαχητό, θυμόσουν, θέλοντας και μη, την ιστορία με την καμήλα του Χότζα, που όταν τη ρώτησαν ποιο δρόμο θεωρεί καλύτερο, τον ανήφορο ή τον κατήφορο, απάντησε:
-Χάθηκε το ίσιωμα, βρε παιδιά;
Καλά τα έλεγε η καμήλα βέβαια, μα εμείς στον τόπο μας δεν είχαμε την πολυτέλεια να διαλέγουμε το ίσιωμα. Λαγκάδια και κατσάβραχα μας έκαναν να τρέχουμε αδιάκοπα σε ανηφόρες και κατηφόρες. Αγρια η φύση των βουνών μας, ανάγλυφο της ίδιας της ζωής μας. Σκαμπανεβάσματα στους δρόμους, σκαμπανεβάσματα και στη ζωή. Σαν νόμο φυσικό τα βλέπαμε κι αυτά τα τελευταία, κομμάτι αναπόσπαστο του ανηφορικού μας βίου και δεν μας κακοφαίνονταν. Γι’ αυτό και στις κακοτοπιές της ζωής άκουγες μόνο: «Βόηθα, Παναγιά! Δόξα σοι, ο Θεός!» Οχι βρισίδι και γογγυσμό.
Οταν μεγάλωσα, διάβασα στα βιβλία της Εκκλησίας μας ότι υπάρχει και μία μικρή νηστεία προς τιμήν των Αγίων Αποστόλων, από τη γιορτή των Αγίων Πάντων μέχρι τις 28 Ιουνίου. Η νηστεία αυτή θεωρείται ελαφριά. Επιτρέπεται, λέει, το ψάρι ως τη γιορτή του Αϊ-Γιάννη του Προδρόμου (24 Ιουνίου) και λαδερά ως τις 28. Μα αν ρωτούσες τότε τους χωριανούς μου για τη νηστεία αυτή, ίσως οι περισσότεροι να μην την ήξεραν καν. Γιατί η καθημερινή τους δίαιτα ήταν πιο αυστηρή απ’ ό,τι έλεγε η νηστεία. Το ψάρι ήταν άγνωστο στα ψηλά βουνά μας. Τόσο σπάνια έφτανε στα μέρη μας και τόσο λιγοστό, που ακόμα και του Ευαγγελισμού δεν πρόφταιναν μερικοί να το γευτούν. Αλλά και το λάδι στο ορεινό χωριό μας, που δεν σήκωνε την ελιά λόγω χειμώνα, ήταν μεγάλη πολυτέλεια τα δύσκολα μετακατοχικά εκείνα χρόνια. Για μικρούς και μεγάλους η διατροφή ήταν λιτότατη. Η ζωή μας ασκητική, καλογερική σχεδόν. Ετσι ο τρόπος σκέψης, η νοοτροπία μας, ήταν πιο κοντά στο σκεπτικό και τη φιλοσοφία των αγίων. Μπορούσαμε να καταλάβουμε καλύτερα τους αγώνες και τις θυσίες τους.
Στα άγια βιβλία διάβασα ακόμα, ότι απ’ όλους τους αγίους, τις μεγαλύτερες θυσίες για το έργο του Θεού τις έκαμαν οι Αγιοι Απόστολοι. Οι κορυφαίοι Πέτρος και Παύλος, αλλά και οι υπόλοιποι. Κήρυξαν με αφάνταστες ταλαιπωρίες και βάσανα το Ευαγγέλιο. Θεώρησαν σκύβαλα τα πάντα. Ολα τα θυσίασαν για να κερδίσουν τον Χριστό. Στο τέλος έδωσαν γι’ αυτόν και τη ζωή τους. Δεν δίστασαν να διωχτούν και να περιφρονηθούν από τον κόσμο. Εζησαν όλη τους τη ζωή σαν μελλοθάνατοι, «καθ’ ημέραν αποθνήσκοντες», «ως περικαθάρματα του κόσμου», απόβλητοι της κοινωνίας, περιθωριακοί, «έσχατοι». Για να μας δείξουν, πως θυσιάζοντας για το θέλημα του Θεού τις μικροχαρές και μικροτιμές της ζωής, βρίσκουμε μία μόνιμη, αναφαίρετη χαρά και μία τιμή και καταξίωση πολύ ανώτερη από αυτή που χάνουμε.
Μα οι απλοϊκοί μου συγχωριανοί ούτε γράμματα μάθαιναν τότε, ούτε βιβλία είχαν για να διαβάσουν τους πνευματικούς αγώνες των Αγίων Αποστόλων. Κάθε χρόνο όμως, μετά την κοπιαστική πεζοπορία, έφταναν ψηλά στα Ταμπούρια και έσκυβαν ευλαβικά να φιλήσουν την παλιά τους εικόνα. Ατενίζοντας σ’ αυτήν τα λιπόσαρκα πρόσωπα των Αγίων, καταλάβαιναν πολύ καλά μέσα τους, έστω και αγράμματοι, το βαθύτερο νόημα της βιοτής τους. Ενιωθαν το μεγαλείο τους, έβλεπαν ν’ αντιφεγγίζει στα μάτια τους το υπερκόσμιο φως μιας άλλης, ουράνιας πραγματικότητας. Επαιρναν έτσι κουράγιο να συνεχίσουν πρόθυμα και τη δική τους δύσκολη ζωή και να προσβλέπουν με γλυκιά προσμονή ο καθένας στο έσχατο κάλεσμα του Θεού.