«Δυστυχώς σήμερα, ακόμη και εκκλησιαστικά πρόσωπα πιστεύουν ότι η Εκκλησία είναι ένας ακόμη παράγοντας μέσα στο κοινωνικό και ακτιβιστικό σύνολο της κοινωνίας που καλείται να θεραπεύσει «πάσαν νόσον και πάσα μαλακίαν». Τη θέση αυτή διατυπώνει σε μία εκ βαθέων συνέντευξη στην «Κιβωτό της Ορθοδοξίας» ο μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος. Ο δυναμικός ιεράρχης μιλά για όλους και για όλα υπερασπιζόμενος τον πραγματικό ρόλο της Εκκλησίας στην κοινωνία.
Ποιο είναι το σημαντικότερο πρόβλημα, κατά τη γνώμη σας, για την περιοχή σας;
Η οικονομική κρίση δεν έχει ξεπεραστεί απόλυτα και οι συνέπειές της συνεχίζουν να δίνουν το στίγμα τους, κυρίως στο επίπεδο της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας, που ως γνωστόν σε μη αστικές περιοχές αποτελεί έναν από τους δύο κύριους πνεύμονες της τοπικής οικονομίας. Ο άλλος πνεύμονας είναι η αγροτογεωργική και κτηνοτροφική επιχειρηματικότητα. Νομίζω ότι και στον χώρο αυτό υπάρχουν ακόμη αρκετά προβλήματα, κυρίως ως προς τις επενδύσεις, την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό. Σε αντίθεση βέβαια με αυτόν τον τομέα, ένας άλλος, αυτός του τουρισμού, έχει κάνει αρκετά άλματα γιατί έχει επιτευχθεί μία τουριστική κινητικότητα και ανάπτυξη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, 12 δηλαδή μήνες τον χρόνο, τουρισμός κυρίως συνεδριακός και εκδρομικός, και ήδη έχει αρχίσει να εμφανίζεται η ανάγκη δημιουργίας νέων ξενοδοχειακών μονάδων εντός και εκτός του αστικού ιστού.
Ενα άλλο ζήτημα είναι η έλλειψη οργανωμένης εμπορίας και εκμετάλλευσης του ελαιολάδου. Το «μικρόβιο» της ατομικότητας δεν έχει εξαλειφθεί, με αποτέλεσμα ενώ υπάρχει παραγωγή, ποσοτική και ποιοτική, η ανταποδοτικότητα σε επίπεδο συλλογικό να μην είναι η ανάλογη.
Σε επίπεδο κοινωνικό, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η παραβατικότητα. Η έλλειψη ενός σχεδίου κοινωνικοποίησης και ένταξης των ρομά, έχει ως αποτέλεσμα να αυξάνονται τα περιστατικά εκείνα που επιτείνουν και την παραβατικότητα και την εγκληματικότητα.
Ολοι μιλούν για μεγάλη κοινωνική κρίση. Πόσο έχει επηρεάσει αυτή την Εκκλησία;
Σε επίπεδο οικονομικό η επιβάρυνση είναι αρκετή. Η Εκκλησία πρέπει να επιλύσει προβλήματα που αφορούν τη μισθοδοσία υπαλλήλων (νεωκόρων, ψαλτών, συμβασιούχων υπαλλήλων), να συντηρεί και να λειτουργεί τις διάφορες κοινωνικές, φιλανθρωπικές και ποιμαντικές δομές και κυρίως τα ιδρύματα, τα οποία έχουν πολλά λειτουργικά έξοδα και ασφαλιστική επιβάρυνση, να πληρώνει φόρους και επίσης να ανταποκρίνεται στις ανάγκες των κοινωνικών ομάδων και των ατόμων που απευθύνονται σ’ Αυτήν για κάποια βοήθεια ή για επίλυση προβλημάτων επιβίωσης. Μαζί με όλα αυτά, εάν λάβουμε υπόψη και τη μείωση των εσόδων εξαιτίας της οικονομικής δοκιμασίας και της δυσπραγίας των πιστών, καταλαβαίνετε ότι το πρόβλημα γίνεται αρκετά σοβαρό.
Ομως για την Εκκλησία υπάρχει εκτός από την κρίση την οικονομική και η κοινωνική, η οποία εκδηλώνεται ως ανασφάλεια ή άγχος, είτε ατομικά είτε οικογενειακά. Σ’ αυτή τη μορφή κρίσης η Εκκλησία, μέσα από τους ιερείς και τις διάφορες κοινωνικές δομές, καλείται να συμβάλει ώστε τα άτομα αυτά ή τα σύνολα να στηριχθούν. Στα άτομα αυτά, όπως και στον καθένα που αναζητεί την βοήθεια της Εκκλησίας, υπάρχει άμεση ανταπόκριση, με σεβασμό στη προσωπικότητα και κατανόηση των προβλημάτων τους.
Δεν είναι λίγοι αυτοί οι οποίοι κατηγορούν την Εκκλησία ότι δεν αφουγκράζεται τα προβλήματα της νεολαίας.
Θεωρώ ότι υπάρχει μία λανθασμένη αντίληψη για τον τρόπον με τον οποίον κατανοούν κάποιοι τον ρόλο και την παρουσία της Εκκλησίας σε σχέση με την κοινωνία και τον κόσμο.
Δυστυχώς σήμερα, ακόμη και εκκλησιαστικά πρόσωπα πιστεύουν ότι η Εκκλησία είναι ένας ακόμη παράγοντας μέσα στο κοινωνικό και ακτιβιστικό σύνολο της κοινωνίας που καλείται να θεραπεύσει «πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν». Την ταυτίζουν με κάποιον άλλο κοινωνικό φορέα, δομή ή Μ.Κ.Ο. και θεωρούν ότι και η Εκκλησία, όπως και άλλοι προνοιακοί και κοινωνικοί φορείς, στην ποιμαντική Της δράση πρέπει να ακολουθήσει αντίστοιχα ή ανάλογα σχήματα όπως των κοινωνικών φορέων ή ομάδων, τότε όμως η Εκκλησία μετατρέπεται σε φορέα κοινωνικής πρόνοιας και δράσης, ο οποίος πολλές φορές τείνει να υποκαταστήσει δυστυχώς και αυτό το κράτος πρόνοιας, το οποίο βέβαια πάντοτε αναζητά τη συνεργασία της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία όμως έχει και μία άλλη λειτουργικότητα μέσα στον κόσμο. Σεβόμενη την ελευθερία του κάθε προσώπου δεν το απορρίπτει αλλά αντίθετα κάθε φορά που αυτό προστρέχει σ’ Αυτήν, Εκείνη το δέχεται και διαλέγεται μαζί του. Επίσης η Εκκλησία μέσα στον κόσμο δεν μπορεί να εφαρμόζει, έστω και ιεραποστολικά (!!!) καμία μορφή «προσηλυτισμού» αλλά τον ερχόμενο προς Αυτήν «ου μη εκβάλλει έξω».
Τώρα ειδικότερα, σε σχέση με τα προβλήματα των νέων. Το πρόβλημα δεν είναι ότι η Εκκλησία δεν αφουγκράζεται τα προβλήματά τους. Το πρόβλημα είναι ποια «γλώσσα» χρησιμοποιεί η Εκκλησία για να διαλεχθεί με τους νέους και να συζητήσει τα προβλήματά τους. Και στο σημείο αυτό υπάρχει σοβαρό πρόβλημα, γιατί η «γλωσσική» απόσταση επιβεβαιώνει και τη σχεσιακή απομάκρυνση. Μία «ξύλινη» εκκλησιαστική διαλεκτική, η οποία κινείται στον χώρο του «πρέπει» χωρίς να απαντά επίσης στο «γιατί» και στο «πώς» δεν μπορεί να αποτελέσει μέσο διαλόγων και επικοινωνίας με τους νέους.
Κάθε εποχή έχει τον δικό της κώδικα επικοινωνίας, τον οποίο η Εκκλησία, κυρίως στις σχέσεις Της με τους νέους, πρέπει να τον χρησιμοποιήσει ώστε να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στα υπαρξιακά προβλήματα που απασχολούν τους νέους ανθρώπους σήμερα, αλλά και να νοηματοδοτήσει την ίδια τη ζωή τους προσφέροντας έναν άλλο τρόπο ζωής, ως υπέρβαση του ατομισμού, της εσωστρέφειας και της απομόνωσης.
Ποια η γνώμη σας για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης;
Ολόκληρη η τεχνολογική ανάπτυξη στην οποίαν συμπεριλαμβάνονται και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, είναι αποδεκτή ως μέσο χρηστικό για την επικοινωνία και πληροφορία ή την πληροφόρηση. Αυτή η χρηστικότητα όμως δεν μπορεί ούτε να κηδεμονεύει, ούτε να κατευθύνει, ούτε πολλώ μάλλον να καταδυναστεύει τους χρήστες τους και κυρίως τους νέους ανθρώπους.
Οταν η τεχνολογική ανάπτυξη τείνει να οδηγεί σε μία απομονωτική, εσωστρεφή αποδυνάμωση της προσωπικότητας, σε μία πλήρως καθοδηγούμενη χρήση της ελευθερίας με την εφαρμογή ενός άλλου πλαισίου σχέσεων, για παράδειγμα την πραγμάτωση μίας συνομιλίας μέσα από το facebook στον ίδιο χώρο μεταξύ των μελών μιας ομάδας, ή τέλος τη διαμόρφωση μίας άλλης συνείδησης ή βούλησης (fakenews) ακόμη και για τα θέματα της ζωής και της ύπαρξης, τότε η λειτουργία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης θα πρέπει να μας απασχολήσει σοβαρά και άμεσα. Ανάλογα προβλήματα έχουμε και με την ανάπτυξη της λεγόμενης «τεχνητής νοημοσύνης», για την οποίαν όπως και για τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, η Εκκλησία με τη βοήθεια και της Θεολογίας και στα πλαίσια της πατερικής ανθρωπολογίας, θα πρέπει να τοποθετηθεί σε όλη αυτή τη ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη και να απαντήσει σε πολλά ερωτηματικά που αφορούν το «γιατί» και το «πώς» αυτής της τεχνολογικής εφαρμογής.
Είμαστε έτοιμοι για την πραγματοποίηση ενός τέτοιου διαλόγου;
Πρέπει η Εκκλησία να έχει λόγο στα εθνικά θέματα της Πατρίδας;
Ο ρόλος της Ορθόδοξης Εκκλησίας από την δημιουργία του ελεύθερου Ελληνικού Κράτους, αλλά και κατά τους απελευθερωτικούς αγώνες διαχρονικά, είχε μία πρωτεύουσα συμβολή, τόσο οικονομική όσο και κοινωνική. Μην ξεχνάμε τι προσέφερε σε έμψυχο και άψυχο δυναμικό στους απελευθερωτικούς αγώνες όσο και στο ελεύθερο κράτος για την οικονομική στήριξή του και την απαρχή της συγκρότησής του.
Επιπλέον η διαμόρφωση των σχέσεων με την εκάστοτε πολιτειακή αρχή του κράτους δεν ήταν αντιθετικά ταξική όπως στα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά πάντοτε διαλεκτική και συμπληρωματική. Μέσα από αυτή τη διαλεκτική η σχέση Εθνους και Εκκλησίας υπερβαίνει κάθε σχήμα εθνικιστικό ή τη θεώρηση της Εκκλησίας ως μίας «εθνικής» Εκκλησίας.
Επιπλέον ο λόγος της Εκκλησίας σε θέματα που αφορούν το Εθνος δεν συνεπάγεται και χάραξη εξωτερικής πολιτικής αλλά ούτε και συσχηματισμό με τα του κόσμου πράγματα και μορφές, γιατί τότε η Εκκλησία χωρίς να διαφεύγει τη σκύλλα του διχασμού κινδυνεύει να υπηρετεί τη χάρυβδη του εθνικισμού.
Κάποιοι επιμένουν ότι η Εκκλησία θα πρέπει να εκσυγχρονιστεί. Ποια είναι η θέση σας;
Η έννοια του εκσυγχρονισμού είναι πάρα πολύ επικίνδυνος όρος γιατί τα όρια μεταξύ του εκσυγχρονισμού και της εκκοσμίκευσης είναι πολλές φορές δυσδιάκριτα. Κάθε τι που δεν αγγίζει τη μυστηριακή δομή και λειτουργία της Εκκλησίας μπορεί να εκσυγχρονιστεί, αρκεί να μην αλλοιώνει την παράδοσή Της.
Το τελευταίο το αναφέρω γιατί με την οποιαδήποτε αλλοίωση της παράδοσης κινδυνεύουμε να αποκοπούμε από τις ρίζες μας και ο κίνδυνος μιας εκκοσμίκευσης γίνεται εντονότερος και πιο δυναμικός. Αλλά και στο στοιχείο της παράδοσης χρειάζεται να είμαστε αρκετά προσεκτικοί ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ του τύπου-γράμματος της παράδοσης, της παραδοσιομανίας δηλαδή και της παραδοσιολαγνείας, και του πνεύματος ή της ουσίας της παράδοσης, ως βάση για μία δυναμική χρήση της παράδοσης για το μέλλον. Με την πρώτη αντίληψη του τύπου και του γράμματος, κινδυνεύουμε να καταστούμε σαν τη γυναίκα του Λωτ, στήλη άλατος, γιατί το γράμμα «αποκτείνει». Κινδυνεύουμε να γίνουμε τυπολάτρες και να χάσουμε την ουσία και το πνεύμα της παράδοσης μέσα από την οποία αναδεικνύεται η αλήθεια της παράδοσης, ως μία δυναμική πορεία από το παρελθόν στο παρόν και στην προοπτική του μέλλοντος.
Με την αποδοχή του πνεύματος της παράδοσης αποκτούμε τα κριτήρια εκείνα ώστε πάντοτε «τοις έμπροσθεν επεκτεινόμενοι» και «τοις όπισθεν επιλανθανόμενοι», χωρίς συγχρόνως να κινδυνεύουμε να αλλοιωθούμε και να εκκοσμικευθούμε, αλλά πάντοτε να είμεθα επίκαιροι και σύγχρονοι.
Για να γίνει όμως αυτό η Εκκλησία κάθε φορά, στην προσπάθειά Της να υιοθετήσει τον εκσυγχρονισμό ή να απορρίψει την εκκοσμίκευση, θα πρέπει να αναζητεί και να καθορίζει τα κριτήρια τα οποία θα αντλεί από την παράδοσή Της, υπό την προοπτική της δυναμικής ανανέωσης.
Σε αυτή τη διαδικασία του προσδιορισμού των κριτηρίων αποφασιστικό ρόλο καλείται να διαδραματίσει η Θεολογία ως «θεραπαινίδα» της Εκκλησίας.
Υπάρχουν πολλοί που ισχυρίζονται ότι η Εκκλησία δεν έχει αποστολή τη φιλανθρωπία, αλλά τη σωτηρία της ψυχής. Ωστόσο είναι αυτή που στηρίζει χιλιάδες οικογένειες σε όλη τη χώρα. Μήπως τελικά το ένα αποδυναμώνει το άλλο;
Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την κοινωνική προσφορά και τη διακονική της φιλανθρωπία σε κάθε άνθρωπο που δοκιμάζεται, αυτή όμως η διακονία δεν μπορεί να υποκαταστήσει ή να αντικαταστήσει το αγιαστικό και μεταμορφωτικό έργο της Εκκλησίας μέσα στην ίδια την ιστορική πραγματικότητα. Οι απολυτοποιήσεις και οι αποκλειστικότητες λειτουργούν πολωτικά μέσα στο σώμα της Εκκλησίας και οδηγούν σε καταστάσεις όπου η Εκκλησία προσδιορίζεται με μία μονομέρεια, γεγονός το οποίο αλλοιώνει την ίδια την ταυτότητα της Εκκλησίας. Αυτό είναι το σύγχρονο πρόβλημα μέσα στη ζωή της Εκκλησίας. Το δίπολο μεταξύ της ακτιβιστικής κοινότητας, όπου η μυσταγωγική διάσταση της Εκκλησίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη ζωή και τη λειτουργία της ως σώμα Χριστού τίθεται σε «δεύτερη μοίρα», και της λειτουργούσας κοινότητας αδιάφορης έναντι των προβλημάτων του ποιμνίου της.
Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, μέσα στη θεία λειτουργία, προσλαμβάνει τα του κόσμου πράγματα και τα προβλήματα του κόσμου τα εξαγιάζει και τα χαριτώνει και προσπαθεί να τα επιλύσει, χωρίς όμως αυτή η πρόσληψη να οδηγεί σε μία ταύτιση της Εκκλησίας με τον κόσμο.
Γι’ αυτό και η διακονική φιλανθρωπία της, όπως και στη λειτουργική και ευχαριστιακή αναφορά, γίνεται με αγάπη, ανιδιοτέλεια, απροσωπόληπτα, χωρίς διακρίσεις, με σεβασμό στη διαφορετικότητα και στην ιδιοπροσωπία του κάθε ανθρώπου, μέλους της ευχαριστιακής κοινότητας. Δεν μπορούμε να ταυτίζουμε την Εκκλησία αποκλειστικά με έναν φορέα ο οποίος επιλύει προβλήματα που αγγίζουν τη δράση άλλων φορέων και δομών (πχ διαχείριση απορριμάτων) ή που διεκδικεί την αναγραφή στο «βιβλίο γκίνες» για δράσεις που δεν έχουν να κάνουν με τη διαχείριση προβλημάτων και ζητημάτων της καθημερινότητας του πολίτη.
Μπορεί όμως η Εκκλησία να ευαισθητοποιήσει το ποίμνιο για την ανάγκη διαμόρφωσης ενός οικολογικού, φιλανθρωπικού ή κοινωνικού ήθους και άρα συμπεριφοράς.
Πώς θα πρέπει να είναι στο εξής οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας και ποιες οι κόκκινες γραμμές;
Νομίζω ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι συνταγματικά κατοχυρωμένες και μάλιστα σε μία μορφή σχέσεων συναλληλίας αλλά και νομοθετικά περιγεγραμμένες και προσδιορισμένες στα όρια των διακριτών ρόλων.
Στα πλαίσια λοιπόν των διακριτών ρόλων ό,τι αφορά τα interna corporis της Εκκλησίας αποτελεί τις «κόκκινες γραμμές» με τις οποίες οριοθετούνται οι σχέσεις Εκκλησίας-Πολιτείας. Στα όρια της συναλληλίας, ως «κόκκινες γραμμές» καθορίζονται τα σημεία εκείνα όπου σε αναφορά προς το συνταγματικό πλαίσιο απαιτείται συνεργασία και συναντίληψη.
Βεβαίως πρέπει να πούμε ότι το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών και της αξιοποίησης της εκκλησιαστικής περιουσίας έξω και από το πλαίσιο αυτό, δηλαδή της αρχής της συναλληλίας και των διακριτών ρόλων, βρίσκεται γιατί τα δύο αυτά θέματα καθορίζονται από το ίδιο το εσωτερικό δίκαιο της Πολιτείας και σε σχέση πάντοτε προς τη συμβατική υποχρέωση της εκάστοτε κυβερνήσεως ως προς τη μισθοδοσία των κληρικών, των εκκλησιαστικών υπαλλήλων και τη λειτουργία της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης, έναντι της παραχωρηθείσας εκκλησιαστικής περιουσίας, από το 1833 κ. εξής… Αυτή η συμβατική υποχρέωση επιβεβαιώνεται διαχρονικά από την ίδια τη νομοθεσία.
Εχω πολλές φορές δηλώσει ότι οι σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας είναι ένα ζήτημα πολύπλοκο, πολυσύνθετο και πολυδιάστατο το οποίο δεν προσεγγίζεται ούτε περιγράφεται με μονομερείς ενέργειες και μακράν ενός πολυετούς διαλόγου. Οσες προσπάθειες κατά καιρούς έγιναν για επανακαθορισμό του πλαισίου των σχέσεων Εκκλησίας και Πολιτείας, ή ήταν αποσπασματικές και μονομερείς, ή ήταν μεμονωμένες ενέργειες της Πολιτείας, γι’ αυτό και δεν ευδοκίμησαν αλλά μάλλον απέτυχαν.