Γράφει ο Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Γκουτζίνης
Πρωτοσύγκελλος Ι.Μ. Ξάνθης και Περιθεωρίου
Η ασκητική γραμματεία της Εκκλησίας μας έχει παραδώσει μία μακραίωνη πνευματική πείρα, που επαληθεύεται και στον βίο και την πολιτεία των συγχρόνων Οσίων.
Πάθη και αρετές, αμαρτία και μετάνοια, ραθυμία και προθυμία, ακηδία και προσευχή, είναι μερικά μόνο από τα αντιθετικά ζεύγη εννοιών που απαντώνται στα ασκητικά κείμενα. Στην περίπτωση της ταπεινώσεως η αντίθεση θα έχει τη μορφή: υπερηφάνεια-ταπείνωση, σχήμα γνωστό και από την Αγία Γραφή.
Η ζωή της Εκκλησίας μας επιτρέπει να μεταβαίνουμε από τη σκλαβιά των παθών προς την προσωπική ελευθερία, μέσα από τον δρόμο της οικείωσης των αρετών. Ακόμη και οι πλέον «περιεκτικές» αρετές, όπως η αγάπη, που αποτελεί το «είναι» του Θεού, μέσα στην Εκκλησία καθίστανται εφικτές για τον άνθρωπο. Η Εκκλησία είναι ο κατ’ εξοχήν τόπος φανέρωσης της Αλήθειας. Το Αγιο Πνεύμα που συγκροτεί την Εκκλησία είναι το Πνεύμα της Αληθείας. Ο διάβολος είναι ο πατέρας του ψεύδους και για αυτό μισεί και πολεμά την αλήθεια. Οσο μεγαλύτερη η αλήθεια, τόσο μεγαλύτερο το ψεύδος που την πολεμά.
Επειδή λοιπόν η Εκκλησία είναι ο χώρος της υπέρτατης αλήθειας, για αυτόν ακριβώς το λόγο, στο χώρο της Εκκλησίας εισβάλλει το ψεύδος και μάλιστα στην υπέρτατη μορφή του, αυτή της υποκρισίας.
Η υποκρισία είναι η διαστροφική εκείνη δύναμη που διαστρέφει την αρετή σε κακία και μασκαρεύει το ψεύδος σε αλήθεια. Είναι τόσο πολυμήχανη η ευρηματικότητα της υποκρισίας, ώστε να μπορεί να υποδύεται την ειλικρίνεια. Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι τα μεγαλύτερα ψέματα εκφράζονται ως αλήθειες, γεγονός που πιστοποιούν τόσο η διαφήμιση όσο και η προπαγάνδα.
Στην περίπτωση της ταπείνωσης το ψεύδος μετασχηματίζεται σε ταπεινολογία: «είμαι ο έσχατος των ανθρώπων», «είμαι ο τελευταίος όλων», «δεν αξίζω τίποτα», φράσεις που συχνά εκστομίζουμε χωρίς να τις πιστεύουμε, ακόμη και στο μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως.
Η ταπεινολογία είναι εγωισμός μασκαρεμένος σε ταπείνωση. Οπου απουσιάζει η αυθεντική ταπείνωση, έρχεται η ταπεινολογία να καλύψει το υπαρξιακό κενό. Εχοντας λάβει συχνά μία εσφαλμένη πνευματική αγωγή που μας οδηγεί σε έναν «πνευματικό πρωταθλητισμό» με αποτέλεσμα να θεωρούμε τη σωτηρία σαν επιβράβευση των ατομικών μας αρετών, στρεφόμαστε στην ταπεινολογία. Αποκτούμε έτσι μία αίσθηση ασκητικού κατορθώματος, με την ψευδαίσθηση πως έχουμε «κατακτήσει» την ταπείνωση.
Ταπεινολογώντας νομίζουμε πως βρισκόμαστε στη θέση του Τελώνη της παραβολής, ενώ έχουμε ξεπεράσει σε οίηση τον Φαρισαίο. Η ταπεινολογία είναι επίδειξη ανύπαρκτης αρετής, πνευματικό θράσος και απόδειξη υποκρισίας.
Πώς όμως διακρίνεται ο αυθεντικά ταπεινός λόγος από την ταπεινολογία; Οπως σε κάθε πράγμα η αλήθεια φαίνεται από τους καρπούς της. Ο Αγιος Πορφύριος ο Καυσοκαλυβίτης μας συμβουλεύει σχετικά: «Παρακάλει τον Θεό, να σου στείλει την αγία ταπείνωση. Οχι αυτή που λέει, είμαι τελευταίος, είμαι τιποτένιος. Αυτή είναι σατανική ταπείνωση. Η αγία ταπείνωση είναι δώρο του Θεού. Ακούς; Δώρο, χάρισμα. Οχι από δικές μας προσπάθειες. Εσύ προετοίμαζε τον εαυτό σου, και ζήτα από τον Θεό αυτό το άγιο δώρο». Η αυθεντικότητα της ταπεινώσεως φανερώνεται κυρίως μέσα σε καιρούς πειρασμών και δοκιμασίας.
Είναι γνωστό το περιστατικό με τον Αγιο Μωυσή τον Αιθίοπα, όταν οι πατέρες της Σκήτεως τον έδιωξαν από τη λατρευτική σύναξη, για να δοκιμάσουν την ταπείνωσή του. Χρησιμοποιώντας προσβλητικό λόγο, που σήμερα θα τον χαρακτηρίζαμε ρατσιστικό, τον απομάκρυναν από τη Θεία Λειτουργία και στη συνέχεια τον ακολούθησαν καθώς έφευγε, για να δουν την αντίδρασή του, η οποία υπήρξε θαυμαστό παράδειγμα ταπεινώσεως. Ο Αγιος όχι μόνο δεν καταφέρθηκε κατά των πατέρων, αλλά και ελεεινολογούσε τον εαυτό του, θεωρώντας ότι δικαίως απομακρύνθηκε από τη λατρευτική σύναξη. Η στάση του αυτή καθίσταται υποδειγματική για τους χριστιανούς κάθε εποχής. Ενας άλλος Αγιος της ερήμου, ο Αββάς Αγάθων, όταν οι πατέρες της Σκήτεως πήγαν έξω από το κελί του και άρχισαν να τον κατηγορούν για οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς, σήκωσε με υπομονή χωρίς να αντιδράσει καθόλου, όλες τις κατηγορίες. Οταν όμως του είπαν: «Αγάθων, είσαι αιρετικός!», τότε αντέδρασε, αρνούμενος την κατηγορία και εξήγησε στους πατέρες που τον ρώτησαν γιατί αντέδρασε μόνον όταν κατηγορήθηκε ως αιρετικός και όχι στις λοιπές προσβολές, ότι ο άνθρωπος, όποια πάθη και να έχει, αν είναι εντός της Εκκλησίας, μπορεί να θεραπευθεί. Ο αιρετικός όμως άνθρωπος, ακόμη κι αν είναι ο πλέον ηθικός, επειδή βρίσκεται εκτός Εκκλησίας, δεν έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας, και σε τίποτε δεν τον βοηθά η ηθική του. Οι χριστιανοί θα πρέπει να εμπνευστούμε από το παράδειγμα του Αββά Αγάθωνα και να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί απέναντι στο φαινόμενο του ζηλωτισμού, οι θιασώτες του οποίου δείχνουν ζήλο μόνον για να κατηγορήσουν ως αιρετικούς εκείνους με τους οποίους διαφωνούν.
Εν κατακλείδι ο πραγματικά ταπεινός άνθρωπος δεν ελεεινολογεί τον εαυτό του, δεν ακυρώνει τα χαρίσματά του, αλλά τα αποδίδει ευχαριστιακά στον Θεό, υπηρετώντας με αυτά τον πλησίον. Δεν ταπεινολογεί, αλλά κατά την προτροπή του Κυρίου, που ο Αγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης μας δίδαξε, κρατά το νού του στον Αδη, με ασάλευτη την ελπίδα στο άπειρο έλεος του Θεού.
Ο πραγματικά ταπεινός άνθρωπος ακτινοβολεί χαρά και ελπίδα και για αυτό καθίσταται φως και παρηγορία για ολόκληρο τον κόσμο.