Ο Ιωάννης γεννήθηκε στην Ουκρανία από γονείς Ορθοδόξους. Αλλοι ισχυρίζονται ότι γεννήθηκε στην Πολτάβα και άλλοι σε ένα μικρό χωριό της περιοχής της Μαριούπολης, κοντά στο Αζόφ, μιας περιοχής που από τον 15ο αιώνα και μέχρι τον πρώτο μεγάλο Ρωσοτουρκικό Πόλεμο, στις αρχές του 1700, είχε μετατραπεί σε θέατρο συγκρούσεων.
Ο Ιωάννης, σύμφωνα με γραπτές μαρτυρίες, γεννήθηκε το 1690 και όταν ενηλικιώθηκε κατατάχθηκε στον στρατό του τσάρου. Την περίοδο 1710-1711, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού Πολέμου, πιάστηκε αιχμάλωτος μαζί με χιλιάδες άλλους Ρώσους, από τους Τατάρους. Οι Τάταροι, όπως συνηθιζόταν τότε, πούλησαν τους αιχμαλώτους σε Τούρκους αγάδες, αφού τους υποχρέωσαν να περπατούν μήνες ολόκληρους δεμένοι με αλυσίδες και νηστικοί.
Από την αιχμαλωσία βρέθηκε στα σκλαβοπάζαρα και από κει στη δούλεψη του υπάρχου του Προκοπίου, στην Καππαδοκία. Τότε οι Τούρκοι αξιωματούχοι χρησιμοποιούσαν τους σκλάβους για τις δουλειές του σπιτιού, αλλά και στα κτήματα, προσφέροντας λίγο φαγητό και έναν μικρό χώρο να κοιμούνται, μακριά από το σπίτι. Οι περισσότεροι, με αντάλλαγμα καλύτερες συνθήκες ζωής, πίεζαν τους σκλάβους να γίνουν μουσουλμάνοι. Πολλοί ασπάστηκαν τότε το Ισλάμ, φορώντας τη στολή του γενίτσαρου. Υπήρχαν, όμως, και αυτοί που έμειναν πιστοί στη θρησκεία τους. Για αυτούς δεν υπήρχε έλεος. Βασανιστήρια, πείνα και εξαντλητική εργασία και φρικτό τέλος.
Τέτοια ήταν και η τύχη που επεφύλαξε τον πρώτο καιρό στον Ιωάννη ο ύπαρχος του Προκοπίου. Ο νεαρός σκλάβος αρνήθηκε να ασπαστεί το Ισλάμ και επέμενε να φροντίζει τους στάβλους του και να κοιμάται μέσα σε αυτούς «ακλινής και άσειστος Θείω Πνεύματι».
Αργότερα και αφού επέμενε να κοιμάται στους στάβλους, αρρώστησε και, διαισθανόμενος ότι πλησίαζε το τέλος του, ζήτησε να κοινωνήσει. Μπορεί ο αφέντης του να αγαπούσε τον Ιωάννη, ωστόσο χριστιανοί και μουσουλμάνοι δεν συμβίωναν και τόσο αρμονικά. Ηταν, δε, φορές που οι δύο κοινότητες συγκρούονταν κυρίως για θέματα πίστης. Ο ιερέας Θόδωρος Παπαδόπουλος, φοβούμενος τον φανατισμό των Τούρκων, απέφυγε να μεταφέρει τη θεία κοινωνία στο δισκοπότηρο, για να μην το δουν κι έτσι τη μετέφερε μέσα σε ένα μήλο.
Ο Ιωάννης λίγο αργότερα εκοιμήθη. Ανθρωποι του αγά ειδοποίησαν τους ιερείς και τους χριστιανούς προκρίτους, οι οποίοι ανέλαβαν την κηδεία. Μάλιστα, ο Τούρκος αγάς, σε ένδειξη σεβασμού, τοποθέτησε στο φέρετρο πολύτιμο τάπητα. Ο πρώτος κύκλος της πορείας του Ιωάννη του Ρώσου έκλεισε με τον ενταφιασμό του σε χριστιανικό νεκροταφείο, στις 27 Μαΐου του 1730.
Σύμφωνα με την παράδοση, ο ιερέας που τον κοινώνησε, είδε στον ύπνο του τον Νοέμβριο του 1733 τον Ιωάννη, ο οποίος του είπε ότι το σώμα του παρέμενε άφθαρτο και ότι θα έπρεπε να τον ξεθάψουν, καθώς και ότι θα ήταν στο εξής ο προστάτης τους. Το όραμά του ο ιερέας το εκμυστηρεύτηκε στους χριστιανούς του Προκοπίου, οι οποίοι τελικά ανέλαβαν την εκταφή. Τότε διαπιστώθηκε ότι πράγματι η σορός του Ιωάννη ήταν άφθαρτη. Εκτός από αυτό, υπήρχε και ένα άλλο σημάδι που έδειχνε ότι κάτι διαφορετικό, κάτι πέρα από τις ανθρώπινες δυνάμεις, εξελισσόταν στο Προκόπι. Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ένα φως από τον ουρανό φώτιζε τον τάφο και «ήταν ορατό από χριστιανούς και μουσουλμάνους».
Το ιερό λείψανο μεταφέρθηκε στον Αγιο Γεώργιο, την εκκλησία που οι πιστοί είχαν φτιάξει, λαξεύοντας τον βράχο. Στη συνέχεια και ενώ η φήμη για το ευωδιασμένο λείψανο του αγίου ξεπερνούσε τα όρια της Μικράς Ασίας, φιλοξενήθηκε στον νεόχτιστο ναό του Μεγάλου Βασιλείου. Τελικά, το λείψανο μεταφέρθηκε στον ναό που χτίστηκε προς τιμήν του, τοποθετήθηκε σε λάρνακα και για δεκάδες χρόνια λατρευόταν από τους κατοίκους της περιοχής, χριστιανούς και οθωμανούς.
Εκεί έφταναν άρρωστοι, δαιμονισμένοι και ταλαιπωρημένοι, με την ελπίδα να θεραπευτούν. Ο ιερομόναχος Διονύσιος περιγράφει πώς αυτοί και οι συγγενείς τους ζητούσαν τη βοήθεια του Οσίου: «… Πολλοί, δε, δαιμονισμένοι, θεραπεύονται απέναντι των λειψάνων του αγίου, εν οις και κράζουσιν “κουλέ γιάκμα μπηζί” (αιχμάλωτε μη καίης ημάς). Κατά δε την ημέρα της εαυτού μνήμης, έως και κατά την εβδομάδα της Διακαινησίμου και εν καιρώ γενικής τινός δυστυχίας, λαμβάνοντες οι ιερείς το ιερόν λείψανο του αγίου περιερχόμεθα ανά την κωμόπολιν ημών, λιτανεύοντες μεθ’ απάντων των χριστιανών και οι μεν ψάλλουν τα ανήκοντα προς τούτο τροπάρια, οι δε ιερείς ραντίζουσι τον λαόν και τας οδούς δι’ αγιασμού, προς παύσιν παντός ανιαρού και πάσης ασθενείας».
Ο ναός του Αγίου Ιωάννη χρόνο με τον χρόνο γινόταν κοινός τόπος προσευχής για Τούρκους και χριστιανούς, οι οποίοι μάλιστα όταν ζητούσαν τη βοήθειά του, άφηναν εκεί τάματα που δεν είχαν καμία σχέση με αυτά των άλλων χριστιανών.
Η μεταφορά του ιερού λειψάνου
Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και την υποχρεωτική ανταλλαγή των πληθυσμών, άρχισε η αντίστροφη μέτρηση για τους κατοίκους του Προκοπίου Καππαδοκίας. Το τέλος ήρθε τον Ιούλιο του 1924, όταν στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών έφτασαν στο Προκόπι 300 τουρκικές οικογένειες από τις περιοχές της Φλώρινας, της Καστοριάς και της Εδεσσας. Ο ελληνικός πληθυσμός, μεταφέροντας όσα αντικείμενα επέτρεπαν οι Τούρκοι, συγκεντρώθηκε σε ειδικούς χώρους.
Με την ολοκλήρωση της ανταλλαγής, βάσει του σχεδίου της ελληνικής κυβέρνησης για την αποκατάσταση των προσφύγων, επιλέχτηκε για τους προερχόμενους από το Προκόπι της Καππαδοκίας η περιοχή μεταξύ της Αγίας Αννας και του Μαντουδίου, στο χωριό Αχμέτ Αγά, στην Εύβοια. Η επιλογή του συγκεκριμένου τόπου έγινε γιατί εκεί υπήρχαν τα μεταλλεία -και, κατά συνέπεια, εργασία- αλλά και μια τεράστια έκταση 45.000 στρεμμάτων, το περιβόητο τσιφλίκι του Αγγλου κτηματία Νόελ Μπέικερ.
Οι πρόσφυγες προωθήθηκαν στο χωριό Αχμέτ Αγά, το οποίο μετονομάστηκε σε Νέο Προκόπι. Οι παλιότεροι κάτοικοι του Προκοπίου υποστηρίζουν ότι κάποιοι ήθελαν να κρατήσουν το λείψανο στη Χαλκίδα, προκαλώντας την οργή των προσφύγων, οι οποίοι ξημερώματα της 5ης Ιουνίου του 1925 πήραν κρυφά το λείψανο και το μετέφεραν στο Νέο Προκόπι. Τότε, με τη συνοδεία δεκάδων πιστών, μετέφεραν το λείψανο στους δρόμους της υπό διαμόρφωση νέας τους πατρίδας, αλλά και στις γύρω περιοχές του Μαντουδίου, της Αγίας Αννας και της Στροφυλιάς. Μετά την πρωτόγνωρη για τα δεδομένα της περιοχής λιτανεία, το σκήνωμα του Οσίου τοποθετήθηκε στον ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης, όπου παρέμεινε μέχρι τις 27 Μαΐου του 1951. Τη χρονιά εκείνη το σκήνωμα μεταφέρθηκε στον ναό που κτίστηκε προς τιμήν του Αγίου Ιωάννη, μέσα σε ασημένια λάρνακα που κατασκευάστηκε σε χρυσοχοείο στη Χαλκίδα, όπου παραμένει μέχρι και σήμερα.
«Εγώ διετάχθην να σε θεραπεύσω»
Ενα από τα πλέον σύγχρονα θαύματα του Οσίου διηγείται ο μακαριστός ηγούμενος της Μονής Οσίου Δαυίδ του Γέροντος, Ιάκωβος, όπως το βίωσε. Ο ηγούμενος, ο οποίος εκοιμήθη το 1991, κάποια στιγμή αρρώστησε και, παρά τις αντιρρήσεις του (ντρεπόταν να μην τον δουν γυμνό οι γιατροί), πείστηκε και μεταφέρθηκε στο Νοσοκομείο της Χαλκίδας. Μετά τις απαραίτητες εξετάσεις, οι γιατροί αποφάνθηκαν ότι χρειαζόταν άμεσα πολλαπλή χειρουργική επέμβαση.
Ο ηγούμενος είχε μιλήσει για εκείνες τις στιγμές: «… Ενώ λοιπόν υπέφερα και βρισκόμουν σε βαριά κατάσταση, παρακάλεσα τον Αγιο Δαυίδ λέγοντας: “Αγιέ μου Δαυίδ, σε παρακαλώ γρήγορα, σε δέκα λεπτά, να είσαι εδώ να με βοηθήσεις. Καθώς θα έρχεσαι, πέρασε από το Προκόπι και πάρε μαζί σου και τον Αγιο Ιωάννη τον Ρώσο και ελάτε να με βοηθήσετε τώρα που κινδυνεύω”. Αυτά νοερώς προσευχήθηκα. Δεν πέρασαν λίγα λεπτά, ανοίγει η πόρτα και βλέπω να μπαίνει μέσα ένας γέροντας ασπρογένειος, με πατερίτσα στο χέρι, συνοδευόμενος από έναν νεότερο, έως τριάντα χρόνων, με ράσο. Με πλησίασαν και με χαιρέτησαν. “Τι κάνεις, πάτερ Ιάκωβε; Μας γνωρίζεις ποιοι είμαστε;”. “Τι να κάνω, πατέρες μου; Υποφέρω. Δεν σας γνωρίζω ποιοι είστε”. “Εγώ είμαι ο γέρων Δαυίδ και από δω ο Ιωάννης ο Ομολογητής”, είπε δείχνοντας τον νεότερο, ο οποίος συγκατάνευσε και έκανε υπόκλιση στον Αγιο Δαυίδ. “Μη φοβάσαι”, μου είπε ο όσιος Δαυίδ. “Ηρθαμε να σε βοηθήσουμε”. Είδα το μέτωπο του Αγίου Δαυίδ ότι ήταν ιδρωμένο. Τόσο γρήγορα ήρθε ο άγιος να με βοηθήσει. Γυρίζω τότε στον γέροντά μου, τον πατέρα Νικόδημο, που ήταν δίπλα μου, και του λέω: “Γέροντα, εδώ είναι ο Αγιος Δαυίδ και ο Αγιος Ιωάννης ο Ρώσος”.
Σκύβει ο γέροντάς μου στο αφτί και μου λέει: “Τι είναι αυτά που λες; Χάζεψες; Ποιος Αγιος Δαυίδ μου λες; Μη λες τέτοια πράγματα, να μην ακούσουν οι γύρω μας και πουν ότι ο πατήρ Ιάκωβος τα ‘χασε”.
Οταν άκουσα τον γέροντά μου να λέει αυτά, κατάλαβα ότι δεν έβλεπε τίποτε. Στη συνέχεια, καθώς με πήγαιναν στο χειρουργείο, είδα τον Αγιο Δαυίδ να ανοίγει την πόρτα του χειρουργείου με το ραβδί του και να μπαίνει μέσα, μαζί με τον Αγιο Ιωάννη τον Ρώσο. Τους είδα να στέκονται κοντά μου στο χειρουργικό κρεβάτι. Με τη νάρκωση δεν κατάλαβα τίποτε, γιατί κοιμήθηκα. Ο χειρουργός αντιμετώπισε δύσκολη κατάσταση, γιατί χρειάστηκε να κάνει τρεις εγχειρήσεις μαζί. Για τη σκωληκοειδίτιδα που είχε σπάσει, για βουβωνοκήλη και σε κάποια άλλα σημεία του σώματός μου, χαμηλά. Ετσι, με τη βοήθεια των αγίων και τις φιλότιμες προσπάθειες του καλού χειρουργού, σώθηκα. Ελεγα έκτοτε συχνά: “Πολύ καλός ο χειρουργός. Με έσωσε”. Ομως, ω του θαύματος, είδα τον Αγιο Ιωάννη τον Ρώσο που μου είπε: “Σ’ ακούω να λες, πάτερ μου, όλο για το χειρουργικό, ότι είναι καλός γιατρός και καλός άνθρωπος. Οσο καλός γιατρός και να είναι, το λεπίδι του δεν μπορούσε να σε θεραπεύσει. Εγώ, ο Οσιος Ιωάννης ο Ρώσος, διετάχθην με τον Αγιο Δαυίδ να σε θεραπεύσω. Ηταν σήμερα να φύγεις, αλλά εγώ σε άφησα για την αύριο”. Ετσι με αυτήν την παράταση ζω ακόμη».