Είναι ίσως το μοναδικό μοναστήρι που έγινε σύμβολο και προκάλεσε το ενδιαφέρον ιστορικών και μη, κατά την περίοδο του εμφυλίου, με τη δράση εκεί ανταρτικών ομάδων. Οι μοναχοί που ζουν σήμερα εδώ αποφεύγουν να αναφέρονται στα γεγονότα εκείνης της περιόδου, καθώς έχουν ακουστεί διάφορα, έγιναν πολλά, τα οποία όμως πλέον αποτελούν αντικείμενο μελέτης και μόνο.
Εκτός των γεγονότων εκείνης της ταραγμένης περιόδου, το μοναστήρι της Αρτοκωστάς, ή Εορτακουστής ή Ορθοκωστάς, όπως έχει καθιερωθεί να λέγεται, είναι ένα από τα σημαντικότερα μοναστικά και λατρευτικά κέντρα της Κυνουρίας, που έχει διατηρήσει την παραδοσιακή του δομή.
Η μονή απέχει 12 χιλιόμετρα από το χωριό Αγιος Ανδρέας,21 χιλιόμετρα από το Αργος και 52χιλιόμετρα από το Λεωνίδιο. Παλαιότερα ανήκε στη μητρόπολη Μονεμβασίας, στην επισκοπή Ρέοντος και Πραστού. Σήμερα ανήκει στη μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας, πουέχει και την ευθύνη για τη λειτουργία της.
Κατά τον αγώνα του 1821, όπως όλα τα Τσακώνικα μοναστήρια βρέθηκαν στον κύκλο των επιχειρήσεων (Πραστός- Τυρός, Σίταινα, Λεωνίδιο), έτσι και η Ορθοκωστά συμμετέχει ενεργά. Μάλιστα, ο ηγούμενος Ιωασάφ Κανέστρας συγκρότησε ειδικό ένοπλο σώμα, αποτελούμενο από 30 στρατιώτες, οι οποίοι συντηρούνταν με έξοδα της μονής.
Το ένοπλο σώμα της Ορθοκωστάς πήρε μέρος στην άλωση της Τριπολιτσάς και την πολιορκία του Ναυπλίου, όπου μάλιστα σκοτώθηκαν και τρείς μοναχοί.
Το 1826 ο Ιμπραήμ πυρπόλησε το μοναστήρι, όπως έκανε με τα περισσότερα για τα οποία υπήρχαν πληροφορίες ότι έπαιρναν μέρος έμμεσα ή άμεσα στον αγώνα.
Από το 1864 η μονή εισέρχεται σε νέα εποχή, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα η Ορθοκωστά φαίνεται να έχει 20 μοναχούς.
Η διαδρομή της μονής μέσα στους αιώνες χωρίζεται σε τέσσερις φάσεις:
Η πρώτη χρονολογείται από τον 12ο αιώνα, όπου ιδρύεται για πρώτη φορά, όπως προκύπτει από τη χρονολόγηση της εικόνας της Παναγίας της Οδηγήτριας, που συνδέεται με το μοναστήρι και σήμερα σώζεται στη Βενετία.
Σύμφωνα με τα υπάρχοντα στοιχεία, την περίοδο 1380-1383 χρονολογείται η πρώτη εικόνα της Παναγίας από τον Ιωάννη τον Κατακουζηνό.
Το 1424-1425 φαίνεται πως η μονή ανακαινίζεται από τον Ιωάννη Παλαιολόγο.
Το 1460 θεωρείται η πιθανή χρονολογία της καταστροφής της Κάτω Παναγιάς και η εικόνα της Παναγίας μεταφέρεται στο Ναύπλιο.
Το 1540 η εικόνα μεταφέρεται στη Βενετία.
Το 1617 «ο άρχων Μπελόκας ανεγείρει εξ ίδιων αναλωμάτων» τη νέα μονή.
Η δεύτερη φάση αρχίζει το 1711, όταν πραγματοποιείται η δεύτερη ανακαίνιση της μονής επί Ενετών, με έξοδα «των τριών αδελφών κυρ Ιωάννη Τρουχάνη και Κωνσταντή και Γεώργη».
Η τρίτη περίοδος έχει να κάνει με την επανάσταση του 1821, όπου η μονή συμπαρίσταται με κάθε τρόπο και μέσο στον αγώνα και πυρπολείται το 1826 από τον Ιμπραήμ.
Η τέταρτη περίοδος αρχίζει το 1864 και φτάνει έως τις μέρες μας.Τότε, με απόφαση του υπουργείου Εκκλησιαστικών, ο εργολάβος Γιώργος Ανδρέου αναλαμβάνει την ανέγερση του ναού της μονής έναντι του ποσού των 8.800 δραχμών.
Εκτός της ιστορικής σημασίας της μονής, πολλά είναι τα ιερά κειμήλια που σώζονται ακόμη και στο εξωτερικό: Ενα από αυτά, που θεωρείται και σημαντικό έργο τέχνης, είναι η εικόνα της Παναγίας της βρεφοκρατούσας, η οποία όμως βρίσκεται στη Βενετία, στον ναό του San Samuele.
Πρόκειται για μια από τις τρείς εικόνες οι οποίες βρέθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους στην Ιταλία. Οι άλλες δύο είναι η Παναγία η Νικοποιός, η οποία βρέθηκε από την Κωνσταντινούπολη στον Αγιο Μάρκο και η Παναγία από τον Χάνδακα της Κρήτης, η οποία μεταφέρθηκε στη Salute.
Στη Μονή υπάρχουν χειρόγραφα του 16ου και 18ου αιώνα, λείψανα αγίων και κατάστιχα στα οποία αναφέρονται τα κειμήλια της μονής.