Aπάντηση, σε όσους πριν από λίγες μέρες άφηναν αιχμές για την ανακοίνωση του Οικουμενικού Πατριάρχη για το όνομα των Σκοπίων, με την οποία συνιστούσε ψυχραιμία, έδωσε από το Φανάρι ο κ. Βαρθολομαίος σε προσκυνητές από τη Μακεδονία.
Ο πατριάρχης, μιλώντας στους πιστούς από την Πέλλα και άλλες περιοχές της βορείου Ελλάδος, αναφέρθηκε στην προσφορά της μαρτυρικής Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως κατά το Μακεδονικό, από τον ναό του αγίου Γεωργίου.
«Γνωρίζετε εσείς οι Μακεδόνες τι έχει προσφέρει αυτή η μαρτυρική Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως σε εσάς, στον τόπο σας, για να παραμείνει ελληνικός. Από εδώ σας απεστάλησαν ο Αιμιλιανός Λαζαρίδης, ο Μητροπολίτης Γρεβενών, ο Δράμας Χρυσόστομος Καλαφάτης, ο Καστορίας Γερμανός Καραβαγγέλης, ο Κορυτσάς Φώτιος και όλοι αυτοί οι ήρωες Ιεράρχες, οι οποίοι πρωτοστάτησαν στον Μακεδονικό αγώνα και υποστήριξαν, προτάσσοντας τα στήθη τους, το Γένος μας και την Πίστη μας», τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης, επικαλούμενος πρόσωπα, τα οποία έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στον Μακεδονικό αγώνα. «Από τη μία ήταν οι Εξαρχικοί και από την άλλη ήταν οι Πατριαρχικοί, οι οποίοι με κατεύθυνση και οδηγίες από το κλεινόν Φανάριον, το άσημον κατά κόσμον, διεξήγαγον ένα ηρωικόν αγώνα. Και το ξέρω ότι εσείς είσαστε πάντοτε ευγνώμονες προς το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον», τόνισε.
Στη συνέχεια, ο κ. Βαρθολομαίους αναφέρθηκε στις προσκυνηματικές επισκέψεις πιστών στο Φανάρι και τον σεβασμό που δείχνουν σε αυτό: «Το διαπιστώνω από τις εδώ προσκυνηματικές επισκέψεις σας, αλλά και από τα πολλά ταξίδια που πραγματοποίησα, όλα αυτά τα 26 χρόνια της ταπεινής Πατριαρχίας μου, στις διάφορες Μητροπόλεις της βορείου Ελλάδος, των λεγομένων ‘’Νέων Χωρών’’, όπου με προσεκάλεσαν οι Ποιμενάρχες σας και με φιλοξενήσατε όλοι εσείς, οι βορειοελλαδίτες, με στοργή, με σεβασμό και με ευγνωμοσύνη προς το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον. Γιατί στο πρόσωπο του εκάστοτε Πατριάρχου επικεντρώνεται και εκφράζεται ό,τι πολύτιμον και θυσιαστικόν προσέφερε αυτή η μαρτυρική και πρωτόθρονος Εκκλησία διά μέσου των αιώνων».
Απευθυνόμενος σε νέους και νέες από τη βόρειο Ελλάδα, οι οποίοι ήρθαν για να συμμετάσχουν σε φεστιβάλ παραδοσιακής μουσικής και χορού, που διοργανώνει το Ζωγράφειο Λύκειο, ο Οικουμενικός Πατριάρχης αναφέρθηκε στον αγώνα της Ομογένειας της Πόλης να συνεχίσει τα ήθη, τα έθιμα και τις παραδόσεις του Γένους μας.
«Ηρθατε, αγαπητοί νέοι, να τραγουδήσετε και να χορέψετε για το Ζωγράφειο, για τα νιάτα της Ρωηοσύνης, εδώ εις την Κωνσταντινούπολη. Είμαστε λίγοι και ο Πατριάρχης Αθηναγόρας, έλεγε ‘’είμαστε και αμέτρητοι! ’’. Λίγοι και αμέτρητοι! Εχουμε λίγους μαθητές στα σχολεία μας, διότι η Ομογένεια συρρικνώθηκε χωρίς να φταίει σε τίποτε. Υπήρξαμε θύματα των πολιτικών συγκυριών στην περιοχή μας. Ομως αντέχουμε, αγωνιζόμαστε, και τα σχολεία μας, όπως είναι το Ζωγράφειο Λύκειο, με επί κεφαλής τον δυναμικό Λυκειάρχη κύριο Δεμιρτζόγλου, αγωνίζονται για να μεταδίδουν από γενεά σε γενεά, αν θέλετε, από τάξη σε τάξη, τη σκυτάλη των ιδανικών, των αρχών και των ιδεωδών του Γένους μας, στα παιδιά μας, που θα διαδεχθούν εμάς τους μεγάλους, τους απερχομένους και θα συνεχίσουν την κληρονομιά και την παράδοση της Ρωμηοσύνης, γύρω από το Ιερό μας Κέντρο».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κάλεσε όλους τους πιστούς να προσεύχονται «διαρκώς και αδιαλείπτως για την ευστάθεια της Μητρός Εκκλησίας, γιατί περνάει μέσα από παγίδες πολλές, από υφάλους και σκοπέλους. Αλλά, είπα και προηγουμένως ότι, με τη χάρη του Θεού αντέχουμε, επιβιώνουμε και συνεχίζουμε, άλλοτε πολλοί και άλλοτε ολίγοι και μόνοι και μετά πολλών».
Ποιοί ήταν οι τέσσερις μητροπολίτες Μακεδονομάχοι
Ο μητροπολίτης Γρεβενών Αιμιλιανός
Tον Μάρτιο του 1910, ο τότε Πατριάρχης έστειλε στη μητρόπολη Γρεβενών, που χήρευε, τον νεαρό Επίσκοπο Πέτρας, Αιμιλιανό Λαζαρίδη.
Η κατάσταση στην περιοχή των Γρεβενών, λόγω των επιθέσεων των Τούρκων, τα εγκλήματα των Βουλγάρων και τη δράση των Ρουμάνων, που ήθελαν ανεξάρτητο κράτος στην Πίνδο, ήταν αβάσταχτη.
Ο Αιμιλιανός, νέος, γενναίος, αποφασισμένος για κάθε θυσία, ύψωσε το ανάστημά του. Με τακτικές Εκθέσεις προς το Πατριαρχείο και την Ελληνική Κυβέρνηση, έκανε γνωστή την κατάσταση που επικρατούσε και τα μαρτύρια των Ελλήνων. Επισκεπτόταν τα χωριά για να εμψυχώσει τους ιερείς και τους δασκάλους, να τονώσει το ηθικό των κατοίκων. Η θαρραλέα στάση του διαρκώς αύξανε το μίσος των εχθρών.
Την 1η Οκτωβρίου 1911, μετά από περιοδεία, πήγε στο χωριό Σνίχοβο (Αιμιλιανό), για να λειτουργήσει. Το απόγευμα αποφάσισε να επιστρέψει στα Γρεβενά. Στον δρόμο, σε μια χαράδρα, έπεσε σε ενέδρα. Συνελήφθη μαζί με τον διάκονο που τον συνόδευε, τον Δημήτρη Αναγνώστου και τον αγωγιάτη τους. Αφού τους βασάνισαν, τους κατακρεούργησαν κατά τον πιο φρικτό, απάνθρωπο τρόπο.
Μόνο την 6η Οκτωβρίου, ψάχνοντας, βρήκαν τα πτώματα στην οικτρή εκείνη κατάσταση. Τους μετέφεραν στα Γρεβενά, όπου η κηδεία τους έγινε σε κατανυκτική ατμόσφαιρα θρήνου και πένθους, την 11η Οκτωβρίου.
Ο μητροπολίτης Καστοριάς Γερμανός Καραβαγγέλης
Ο επίσκοπος Γερμανός Καραβαγγέλης (16 Ιουνίου 1866 – 11 Φεβρουαρίου 1935) ήταν μητροπολίτης Καστοριάς και διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, καθώς και του Ποντιακού Ελληνισμού.
Το 1900 τοποθετείται μητροπολίτης Καστορίας από τον Πατριάρχη Κωνσταντίνο Ε’. Από της ενθρόνισής του άρχισε με τους λόγους του να εμψυχώνει και να αναπτερώνει το ηθικό των Ελλήνων της περιοχής και να οργανώνει ένοπλα σώματα κατά των ομοίως ενόπλων Βουλγάρων Εξαρχικών, που επιχειρούσαν την προσάρτηση των ελληνογενών χριστιανικών πληθυσμών στη Βουλγαρική Εξαρχία. Παράλληλα, στην πολιτική σκηνή ζήτησε την επίσημη παρέμβαση του Ελληνικού Κράτους στον Αγώνα, προκειμένου να μη μένει η πρωτοβουλία στους Βούλγαρους. Βέβαια, το αίτημά του εκείνο είχε περισσότερο θρησκευτικό χαρακτήρα παρά εθνικοκεντρικό.
Στην αρχή προσπάθησε, με τα κηρύγματά του, να συνετίσει τους πάντες, ότι ανήκουν στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και μόνο, ενώ ως εθνότητα που κατοικεί στη περιοχή, είναι όλοι Ελληνες. Στις ομιλίες του εκείνες δεν δίστασε αρχικά να επισκεφτεί τους ίδιους τους κομιτατζήδες, όπως και τον αρχικομιτατζή Βασίλ Τσακαλάρωφ. Από κοινού με τον αξιωματικό του ελληνικού στρατού Βάρδα, ο Καραβαγγέλης εμπνέει και δημιουργεί τις απαραίτητες προϋποθέσεις για αντίσταση.
Η δράση αυτού του μητροπολίτη είναι χαρακτηριστική για τον ρόλο της ελληνικής ορθόδοξης Εκκλησίας στον αγώνα εναντίον των «Βουλγαρομακεδόνων», που είχαν υπαχθεί στη Βουλγαρική Εξαρχία.
Το 1908, με το τέλος του Μακεδονικού Αγώνα, η Οθωμανική κυβέρνηση απαίτησε τη μετακίνησή του Γερμανού, ο οποίος ανέλαβε μητροπολίτης Αμασείας του Πόντου με έδρα την Σαμψούντα. Ο Γερμανός και εκεί ανέπτυξε έντονη δράση, δημιουργώντας σχολεία και ιδρύοντας γυμνάσιο, αλλά και ένοπλες ομάδες κατά των Τούρκων ατάκτων, που λυμαίνονταν την περιοχή. Το 1913, ως μητροπολίτης Αμασείας, διετέλεσε τοποτηρητής του πατριαρχικού θρόνου της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, το 1924, ο Γερμανός Καραβαγγέλης τοποθετήθηκε έξαρχος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βιέννη.
Πέθανε πάμπτωχος στις 11 Φεβρουαρίου του 1935 στη Βιέννη.
Ο μητροπολίτης Δράμας – Σμύρνης Χρυσόστομος
Ο Χρυσόστομος Καλαφάτης, την περίοδο 1902 – 1910 διετέλεσε μητροπολίτης Δράμας, Φιλίππων και Ζιχνών, με σημαντική δράση στον Μακεδονικό Αγώνα. Από το 1910 έως και τον μαρτυρικό του θάνατο, διετέλεσε μητροπολίτης Σμύρνης.
Η ενθρόνιση του Χρυσοστόμου στη Δράμα έγινε στις 22 Ιουλίου 1902. Ως πρώτο μέλημά του έθεσε την ενίσχυση της Ελληνικής Κοινότητας, των φιλεκπαιδευτικών σωματείων και των Ελληνικών σχολείων. Ταυτόχρονα, πραγματοποιούσε περιοδείες στις ελληνικές κοινότητες, που δέχονταν τη βουλγαρική πίεση και προπαγάνδα, όπως η Προσοτσάνη και ο Βώλακας.
Παράλληλα, έκτισε μεγαλοπρεπή Ναό στη Δράμα, μέγαρο Μητροπόλεως, σχολές αρρένων και θηλέων, νοσοκομείο και γυμναστήριο. Επίσης, φρόντισε για την ανέγερση οικιών για τους καπνεργάτες, ιδρύοντας και πολλά φιλανθρωπικά καταστήματα, ορφανοτροφεία, γηροκομεία και άλλα κοινωφελή καθιδρύματα. Τον Ιούλιο του 1908 παραχωρήθηκε από τους Οθωμανούς γενική αμνηστία, με την ανακήρυξη του Συντάγματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και έτσι ο Χρυσόστομος βρήκε την ευκαιρία να επιστρέψει στο ποίμνιό του, στη Δράμα, τον Αύγουστο του 1908.
Ο Χρυσόστομος ανέπτυξε συνεργασία με τη Δημογεροντία της Δράμας και οργάνωσε σώματα Μακεδονομάχων, ντόπιων αλλά και προερχόμενων από την ελεύθερη Ελλάδα. Στις 11 Μαρτίου 1910, ο Χρυσόστομος μετετέθη στη Σμύρνη, ως μητροπολίτης Σμύρνης. Στη Σμύρνη συνέχισε τους εθνικούς αγώνες, οργανώνοντας μάλιστα πάνδημο συλλαλητήριο, ώστε να καταγγείλει αφενός τις βιαιότητες των Βουλγάρων στη Μακεδονία εναντίον των Ελλήνων, αφετέρου δε την υποστήριξη των τουρκικών αρχών προς τη βουλγαρική προπαγάνδα.
Κατά τα έτη 1919 έως 1922, οπότε και η περιοχή της Σμύρνης βρισκόταν υπό Ελληνική Διοίκηση, ο Χρυσόστομος αποτελούσε τον εθνάρχη του Μικρασιάτικου Ελληνισμού. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, βρήκε φρικτό θάνατο από το τον όχλο.
Ο μητροπολίτης Κορυτσάς Φώτιος
Από τον Πόντο στην Ηπειρο, από τη μια πλευρά του ελληνισμού στην άλλη, θα βρεθεί ο Πόντιος ιεράρχης Φώτιος Καλπίδης. Το 1902, στις 16 Μαΐου, ψηφίζεται μητροπολίτης Μοσχοπόλεως, Κορυτσάς και Πρεμετής.
Τότε άρχιζε και η αλβανική προπαγάνδα, με υποκίνηση των μεγάλων δυνάμεων, για δημιουργία ανεξάρτητου κράτους.
Τον Ιούνιο του 1905, στο χωριό Πλίασα, δέχτηκε δολοφονική επίθεση, αλλά διέφυγε τον θάνατο με έναν ελαφρύ τραυματισμό. Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1906, όμως, πηγαίνοντας να τελέσει λειτουργία στο χωριό Μπρατβίστα του Μοράβα, έπεσε σε ενέδρα αλβανορουμάνων κομιτατζήδων, με αποτέλεσμα να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των δολοφόνων του.