Τo 2018 όλα δείχνουν ότι για το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα είναι μια δύσκολη χρονιά, καθώς ο κ. Βαρθολομαίος θα κληθεί να αντιμετωπίσει σοβαρά προβλήματα στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το πρώτο και ίσως το πιο σημαντικό για τη νέα χρονιά, φαίνεται πως θα είναι η αναγνώριση της Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσας του Ισραήλ, αφού στο επίκεντρο της απόφασης του Αμερικανού Προέδρου βρίσκονται οι Άγιοι Τόποι. Ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων ήδη έχει εκφράσει τις αντιρρήσεις του, ενώ το πρόβλημα θα πάρει περαιτέρω διαστάσεις σε σχέση με ότι έχει να κάνει με την εκεί περιουσία του Πατριαρχείου, για την οποία πολλά είναι τα αγκάθια ως προς την αξιοποίηση της.
Εκτός των Ιεροσολύμων το Φανάρι θα κληθεί να αντιμετωπίσει τις τάσεις «εισπήδησης» του Πατριαρχείου της Μόσχας, το οποίο πριν από λίγες μέρες εξέφρασε για μια ακόμη φορά τις επιφυλάξεις του για την Πανοορθόδοξη Σύνοδο που έγινε στην Κρήτη το 2016. Ακόμη, η Ρωσία φαίνεται πως θα επιδιώξει την ένταξη Αυτοκέφαλων Εκκλησιών σε άλλα Πατριαρχεία, αμφισβητώντας το ρόλο του Οικουμενικού Θρόνου ως μητέρας Εκκλησίας.
Αυτό θα αποκαλυφθεί από τη στάση που θα κρατήσει στην κόντρα που έχει ξεσπάσει τελευταία με την απόφαση της σχισματικής Εκκλησίας των Σκοπίων να υπαχθεί στο Πατριαρχείο της Βουλγαρίας. Ήδη η Εκκλησία της Ελλάδος έχει εκδώσει ανακοίνωση για το θέμα, με την οποία κατηγορεί τα Σκόπια για αντικανονικές ενέργειες. Το θέμα της Εκκλησίας των Σκοπίων αναμένεται το επόμενο διάστημα να απασχολήσει το Φανάρι το οποίο βλέπει ότι γίνεται μια προσπάθεια απομείωσης του πανορθόδοξου ρόλου του, με τη Μόσχα να πρωτοστατεί σε κινήσεις στα Βαλκάνια.
Αγκάθι για το Οικουμενικό Πατριαρχείο ήταν και παραμένει το ζήτημα της Αρχιεπισκοπής Αμερικής, με τον Αρχιεπίσκοπο Δημήτριο να προσπαθεί να κερδίσει χρόνο και την ομογένεια να επιδιώκει την παραίτησή του.
Επίσης, παρά τα όσα ακούγονται για «αδελφές Εκκλησίες», οι σχέσεις Αθήνας και Φαναρίου δοκιμάζονται για μια ακόμη φορά, με αφορμή το κτήμα Προμπονά για το οποίο ο κ. Ιερώνυμος έχει προσφύγει στη Δικαιοσύνη. Σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες από την Πόλη, ο κ. Βαρθολομαίος θα επιδιώξει το επόμενο διάστημα να επιλύσει τα προβλήματα με την Εκκλησία της Ελλάδος με τελικό στόχο τη δημιουργία ενός κοινού μετώπου, κατά της προσπάθειας επέκτασης της επιρροής της Ρωσικής Εκκλησίας στα Βαλκάνια.
Πρωτοβουλίες αναμένεται να αναλάβει το Φανάρι και για την Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Αλβανίας, ώστε να λυθούν τα προβλήματα σε σχέση με την ιδιοκτησία των ναών αλλά και τις επιθέσεις που δέχεται ο κ. Αναστάσιος από Αλβανούς εθνικιστές.
Εκτός αυτών το Φανάρι θα συνεχίσει τις προσπάθειες για βελτίωση των σχέσεων με το Βατικανό και παράλληλα θα προωθήσει τον διάλογο μεταξύ των Εκκλησιών.
Όσον αφορά την Κωνσταντινούπολη και την Τουρκία ο κ. Βαρθολομαίος θα συνεχίσει την μέχρι τώρα πολιτική του για ανακατασκευές ναών, ενώ στην πρώτη γραμμή θα παραμείνει και τη νέα χρονιά η πίεση για επαναλειτουργία της Θεολογικής σχολής της Χάλκης.
Υπέρμαχος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
Σε διεθνές επίπεδο ο κ. Βαρθολομαίος και το 2018 θα δώσει τη μάχη του για τα δικαιώματα του ανθρώπου. Στο μήνυμα του αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Το 2018 συμπληρούνται εβδομήκοντα έτη από την Οικουμενικήν Διακήρυξιν των δικαιωμάτων του ανθρώπου, η οποία, μετά από τας φοβεράς εμπειρίας και καταστροφάς του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, ανέδειξε τα κοινά υψηλά ιδανικά, τα οποία οφείλουν να σέβωνται απαρεγκλίτως όλοι οι λαοί και τα κράτη. Όμως, η αθέτησις της Διακηρύξεως αυτής συνεχίζεται, ποικίλαι δε καταχρήσεις και σκόπιμοι παρερμηνείαι των δικαιωμάτων του ανθρώπου υποσκάπτουν τον σεβασμόν και την πραγμάτωσίν των. Συνεχίζομεν να μη διδασκώμεθα από την ιστορίαν, ή να μη θέλωμεν να διδαχθώμεν. Ούτε αι τραγικαί εμπειρίαι βίας και η καταρράκωσις του ανθρωπίνου προσώπου, ούτε η διακήρυξις υψηλών ιδανικών, απέτρεψε την συνέχισιν της βίας και των πολέμων, την αποθέωσιν της ισχύος και την εκμετάλλευσιν του ανθρώπου από τον άνθρωπον. Ούτε, βεβαίως, η ισχύς των τεχνικών μέσων και αι εκπληκτικαί κατακτήσεις της επιστήμης, ούτε η οικονομική πρόοδος, έφερον κοινωνικήν δικαιοσύνην και την πολυπόθητον ειρήνην. Τουναντίον, εις την εποχήν μας ο ευδαιμονισμός των κατεχόντων αυξάνεται και η παγκοσμιοποίησις καταστρέφει τους όρους της κοινωνικής συνοχής και ειρήνης».