Του Γεωργίου Αθ. Τσούτσου
Η πρόσφατη επίσκεψη στην Αίγυπτο του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Θεοδώρου, του Πάπα Φραγκίσκου, αντιπροσωπίας του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών και εκατοντάδων υψηλόβαθμων κληρικών σε ένδειξη συμπαράστασης στα θύματα των εξτρεμιστών, αλλά και η προηγηθείσα επίσκεψη στην Ελλάδα του Πατριάρχη των Κοπτών Θεοδώρου επανέφεραν στο προσκήνιο τις σχέσεις Κοπτών – Ορθοδόξων.
Έκτοτε, δυστυχώς, το κύμα βίας εναντίον των Κοπτών συνεχίζεται, χωρίς να διαφαίνεται αχτίδα φωτός στον ορίζοντα. Η θερμότητα των σχέσεων μεταξύ των Κοπτών (μονοφυσιτών Αιγυπτίων) και των Ορθοδόξων, αλλά και η γενικότερη θερμότητα των σχέσεων των Αιγυπτίων, ανεξαρτήτως θρησκεύματος, με τους Έλληνες επιβάλλουν τις κατά το δυνατόν στενότερες επαφές μεταξύ τους σε όλα τα επίπεδα. Πρέπει, βεβαίως, και οι ισλαμικοί κύκλοι της Αιγύπτου να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να κατευνασθούν τα θρησκευτικά πάθη. Το σημερινό καθεστώς στην Αίγυπτο εργάζεται υπέρ της αρμονικής συνύπαρξης Κοπτών – μουσουλμάνων και τούτο ενισχύει την τάση επικοινωνίας και των Ορθοδόξων με τους Κόπτες. Παρόμοιος διάλογος είχε αρχίσει σε πανορθόδοξο επίπεδο, αλλά διακόπηκε, ενώ συνεχίζεται από το Πατριαρχείο Μόσχας.
Αφορμή για τις ανωτέρω σκέψεις δίδεται από τον εορταζόμενο στις 9 Ιουνίου Αρχιεπίσκοπο Αλεξανδρείας Κύριλλο, ο οποίος τιμάται εξίσου από τους Μονοφυσίτες Κόπτες και τους Δυοφυσίτες Ορθοδόξους. Ως γνωστόν, οι Μονοφυσίτες ισχυρίζονται ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού απορροφάται από τη θεία, θέτοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εν κινδύνω την έννοια της Ενσαρκώσεως του Κυρίου. Διότι το Μυστήριο της Ενσαρκώσεως συνίσταται στη μετοχή του Θεού στην ανθρώπινη κατάσταση, άνευ πάθους. Οι Μονοφυσίτες δεν δέχθηκαν τη Σύνοδο της Χαλκηδόνας (451 μ.Χ.), η οποία διατράνωσε την ισορροπία του θείου και του ανθρώπινου παράγοντα. Τότε οι Μονοφυσίτες Πατριάρχες Αντιοχείας Σεβήρος και Αλεξανδρείας Διόσκουρος αντέστησαν με θεολογικά αντεπιχειρήματα.
O διάλογος Χαλκηδονίων Ορθοδόξων) και Αντιχαλκηδονίων (Μονοφυσιτών) διήρκεσε πολλά έτη, ανεπισήμως από το 1964 έως το 1971 και επισήμως από το 1985 έως το 1990. Δεν υπήρξε άκαρπος, αλλά υπήρξε εν μέρει επιτυχής, στο μέτρο κατά το οποίο απορρίφθηκαν εκατέρωθεν απόψεις κραυγαλέου μονοφυσιτισμού, όπως εκείνη του αρχιμανδρίτου Ευτυχούς, ο οποίος υποστήριζε ότι η θεία φύση του Χριστού απορρόφησε την ανθρώπινη. Εντούτοις, παρέμειναν ασαφείς λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις.
Το Άγιον Όρος ορθώς αντέδρασε στην προσπάθεια να εμφανιστεί ταύτιση των απόψεων μεταξύ των δύο πλευρών, διότι οι θεολογικοί όροι που επελέγησαν ήταν αμφίσημοι. Η διπλωματία φαινόταν να υπερισχύει της δογματικής και, ως εκ τούτου, ο διάλογος διακόπηκε.
Οι λεπτές αυτές εννοιολογικές διαφορές δεν στερούνται σημασίας, όπως ενίοτε τις αντιλαμβάνονται εκείνοι που στέκονται στην πολιτιστική ή εθνική ή ιστορική φύση των διαφορών μεταξύ των Μονοφυσιτών και των Ορθοδόξων. Κατά την ορθόδοξο διδασκαλία, στη θεία υπόσταση (πρόσωπο) του Χριστού αντιστοιχεί θεία θέληση και θεία ενέργεια, ενώ αντιστοίχως στην ανθρώπινη υπόσταση αντιστοιχεί ανθρώπινη θέληση και ενέργεια. Μόνον κατόπιν βαθείας μελέτης και θα έλεγε κανείς αφιερωματικού βίου δύναται ο Χριστιανός να μεθέξει αυτών των θείων αληθειών. Δεν είναι δυνατόν να υπάρξει παραθεώρηση των δογματικών διαφορών χάριν εθνικών, πολιτιστικών ή άλλων παραγόντων.
Όπως προαναφέραμε, η σημερινή συγκυρία έχει δημιουργήσει ένα ειλικρινές αίσθημα αλληλεγγύης προς τους δοκιμαζόμενους Κόπτες και η επανέναρξη του διαλόγου είναι θεμιτή. Ο διάλογος αυτός, σύμφωνα με τη γνώμη εγκρίτων θεολόγων, πρέπει να βασιστεί σε ελληνόφωνους Πατέρες της Εκκλησίας, οι οποίοι εντρύφησαν στα ζητήματα της εν Χαλκηδόνι Συνόδου όπως ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής και ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός. Η μελέτη και η εμβάθυνση στα έργα αυτών των δύο επιφανών θεολόγων θα διευκολύνει τον διάλογο, ενώ θα πρέπει να αποφευχθεί η προσπάθεια επιτεύξεως συμφωνίας επί τη βάσει ουδέτερων και πολυσήμαντων όρων, βασισμένων στον διπλωματικό τρόπο του σκέπτεσθαι.