Του Δημητρίου Π. Λυκούδη, θεολόγου-φιλόλογου, υποψηφίου διδάκτορα του Πανεπιστημίου Αθηνών
Ο Ιωάννης, υιός του Ζεβεδαίου, ακολούθησε από τους πρώτους μαθητές τον Ιησού Χριστό. Μαζί με τον αδελφό του, τον Ιάκωβο, ονομάσθηκαν «υιοί βροντής», ακριβώς επειδή η πίστη τους ήταν ζώσα και ισχυρή ως ο ήχος και η λάμψη της βροντής. Ανήκε ως «ηγαπημένος μαθητής» στον στενότερο κύκλο των μαθητών του Χριστού, και μάλιστα αξιώθηκε να παρακολουθήσει από κοντά τη Μεταμόρφωση, την προσευχή της Γεθσημανή και τη Σταύρωση. Γύρω στα 100 μ.Χ. πέθανε στην Έφεσο, αφού είχε επιτελέσει ένα τεράστιο ιεραποστολικό έργο και συγγράψει το τέταρτο Ευαγγέλιο και το βιβλίο της Αποκάλυψης.
Η γνησιότητα του τετάρτου Ευαγγελίου
Είναι αλήθεια ότι οι σύγχρονοι ερευνητές των βιβλίων της Καινής Διαθήκης δεν κατόρθωσαν να αποσαφηνίσουν τα επιστημονικά αυτονόητα και πανθομολογουμένως αποδεκτά, όλα όσα σχετικά αναφέρονται στην ιδιαιτερότητα του θέματος περί γνησιότητας του τετάρτου Ευαγγελίου της Καινής Διαθήκης, του «Κατά Ιωάννην» Ευαγγελίου. Πολλοί από τους σύγχρονους ερευνητές δεν αποδέχονται ως συγγραφέα του Ευαγγελίου τον Ιωάννη, τον μαθητή του Κυρίου(1), μια άποψη που αναιρείται από την αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας μας(2), η οποία και παρουσιάζει τον Ιωάννη σε βαθύ γήρας να συγγράφει το Ευαγγέλιο στην Έφεσο της Μ. Ασίας(3).
Ζων και γράφων στην Έφεσο, ο Ιωάννης απευθύνει το Ευαγγέλιο στους Ιουδαίους της ελληνιστικής διασποράς της Μ. Ασίας(4). Παρά το γεγονός όμως ότι η αρχαία Παράδοση της Εκκλησίας, σχεδόν ομόφωνα, αποφαίνεται περί της εγκυρότητας του τόπου συγγραφής του τετάρτου Ευαγγελίου αναφερόμενη στην πόλη της Εφέσου, ως προς το ερώτημα περί του χρόνου συγγραφής του οι απόψεις των ερευνητών διχάζονται(5) και άρχονται από το 66 μ.Χ. έως τα τέλη του 1ου αιώνα μ.Χ.(6).
Ο Ιωάννης εξακολούθησε να διαμένει στα Ιεροσόλυμα και μετά την Πεντηκοστή, μαζί με τον αδελφό του Ιάκωβο και τον Απόστολο Πέτρο. Έως το 48 μ.Χ., οπότε και συγκροτήθηκε η Αποστολική Σύνοδος, ο Ιωάννης ζούσε και εργαζόταν ιεραποστολικά σε Ιεροσόλυμα και Σαμάρεια, κάμνοντας ιδιαίτερο ευαγγελικό έργο στους Ιουδαίους της Διασποράς.
Χορεία εκ των αρνητών της γνησιότητας του τετάρτου Ευαγγελίου στηρίζονται στα γραφόμενα του Ειρηναίου Λουγδούνων, στην επιστολή του προς Φλωρίνον, όπου υπενθυμίζει στον παιδικό συμμαθητή του την κοινή τους πορεία στη μάθηση «παρά τους πόδας του Πολυκάρπου»(7). Αυτός ο Ιωάννης, υποστηρίζουν, δεν είναι ο Απόστολος, αλλά κάποιος έτερος Ιωάννης, πρεσβύτερος, γεγονός που διαφαίνεται ξεκάθαρα στην προς Φιλιππησίους επιστολή του, μια και πουθενά εκεί δεν αναφέρεται γνωριμία του Πολυκάρπου με τον Απόστολο Ιωάννη. Είναι όμως γεγονός ότι η αποσιώπηση και μη αναφορά από την πλευρά του Πολυκάρπου, επισκόπου Εφέσου, στην επιστολή του προς Φιλιππησίους σε όσα σχετικά με τον Ιωάννη και την εν γένει δράση του στην Έφεσο είναι απολύτως δικαιολογημένη, καθώς όλα την εποχή εκείνη ήταν γνωστά και θεωρούνταν πλέον δεδομένα. Η Παράδοση της Εκκλησίας είχε πλέον παγιωθεί και εγκολπωθεί όλα τα γεγονότα σχετικά με το Ευαγγέλιο και την εν συνόλω δράση του Αποστόλου Ιωάννου. Παρά ταύτα, η ύπαρξη κάποιου «πρεσβύτερου Ιωάννη» την εποχή εκείνη αποδεικνύεται και από άλλες ιστορικές μαρτυρίες(8), γεγονός που σφαλερά οι αρνητές της εγκυρότητας του εν λόγω Ευαγγελίου προσπάθησαν ανεπιτυχώς να οικειοποιηθούν, εκμεταλλευόμενοι τα λεγόμενα του Ιεραπόλεως Παπία, που ομιλεί για δύο πρόσωπα με το όνομα «Ιωάννης»(9). Πράγματι! Υπήρχαν δύο πρόσωπα με το αυτό όνομα: ο Απόστολος Ιωάννης, ένας εκ των δώδεκα μαθητών του Χριστού και ένας δεύτερος Ιωάννης πρεσβύτερος, ο οποίος ζούσε την εποχή του Παπία. Σε καμία όμως περίπτωση δεν τέθηκε ζήτημα, ούτε πρόθεση καταλογίζεται στον Παπία, μη εγκυρότητας του τετάρτου Ευαγγελίου.
Εισέτι, έτεροι ερευνητές-αρνητές της εγκυρότητας του «Κατά Ιωάννην» Ευαγγελίου επικεντρώθηκαν στο ιδεολογικό και φιλοσοφικό υπόβαθρο του συγγραφέως του βιβλίου αυτού. Είναι δε αλήθεια ότι το Ευαγγέλιο του Ιωάννη ξεχωρίζει από τα συνοπτικά άλλα τρία Ευαγγέλια. Εξοχα ο καθηγητής Π. Χρήστου σημειώνει: «Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου διαφέρει από τα προηγούμενα, διότι κινείται εις άλλας διαστάσεις. Η διαφορά μάλιστα αρχίζει από την έκφρασιν. Η γλώσσα του, κοινή ελληνική όπως των άλλων, πλέκεται εις ύφος αποφθεγματικόν και εις έκφρασιν μυστικήν και απόκοσμον, η οποία ανήκει εις τάξιν πνευμάτων. Ο λόγος είναι γενικώς επίσημος και τελετουργικός»(10). Είναι αδύνατον, υποστηρίζουν οι αρνητές, ένα τέτοιο βαθιά πνευματικό Ευαγγέλιο να έχει συγγραφέα έναν «απαίδευτο» αλιέα της Γαλιλαίας, και μάλιστα επικεντρώνουν τη συγγραφή του σε πρόσωπο που ήταν μύστης και εμβριθής γνώστης των Ερμητικών Συγγραμμάτων και έφερε τον φιλοσοφικό στοχασμό του Φίλωνος, ο οποίος, σημειωτέον, πέθανε πριν το 50 μ.Χ.(11)!
Η εκκλησιαστική Παράδοση μας διασώζει ότι ο συγγραφέας και των πέντε βιβλίων που αποδίδονται στο πρόσωπο του Ιωάννου (Ευαγγέλιο, τρεις Επιστολές και Αποκάλυψη) δεν είναι άλλος από τον Απόστολο Ιωάννη, όσο και δεν το αποδέχονται οι αρνητές του. Μετά βεβαιότητος πληροφορούμαστε ότι ο Απόστολος Ιωάννης είναι ο τελευταίος εκ των άλλων ευαγγελιστών που συνέγραψε Ευαγγέλιο(12), και ακόμη ότι έζησε ως το βαθύ του γήρας στην Ασία «μέχρι των Τραϊανού χρόνων»(13). Ως δε προς τη γλώσσα στην οποία γράφτηκε το Ευαγγέλιο, παρά το γεγονός ότι αυτό διανθίζεται από ουκ ολίγα αραμαϊκά στοιχεία και ύφος, εν τούτοις είναι σαφές ότι πρωτοτύπως γράφτηκε στην ελληνική(14).
Ακεραιότητα και ενότητα του Ευαγγελίου
Όσον δε αφορά τα επιχειρήματα μερίδας αρνητών της εγκυρότητας του εν λόγω Ευαγγελίου, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το Ευαγγέλιο του Ιωάννου δεν παρουσιάζει ακεραιότητα και ενότητα και ότι αποτελείται από προσθήκη διαφόρων και μεταγενέστερων πηγών πανταχόθεν προερχομένων, η μελέτη τού εν λόγω Ευαγγελίου και μόνον αποδεκατίζει καταλυτικά τις ως άνω αιτιάσεις και κατηγορίες τους, μια και «το τέταρτον Ευαγγέλιον παρουσιάζει ενότητα γλώσσης, ύφους, ιδεών, οικονομίας της ύλης τοιαύτην, οίαν δεν συναντά τις εις άλλα βιβλία. Η πλοκή των προτάσεων, περιόδων, ακόμη και των περικοπών, αι παραστάσεις και η μορφή της εκφράσεως, ο κόσμος των ιδεών και η προσπάθεια εξάρσεως και τονισμού ορισμένων πλευρών των αναπτυσσομένων υψηλών θεμάτων και εξιστορουμένων έργων του Κυρίου […] μαρτυρούσιν ότι το έργον είναι προϊόν ενός συγγραφέως απ΄ αρχής μέχρι τέλους, ώστε δεν δύναται να παραδεχθή τις διαφόρους πηγάς και τεμάχια και προσθήκας εν αυτώ»(15). Άλλωστε, η Πατερική γραμματεία διατυμπανίζει την ακεραιότητα και ενότητα του βιβλίου, και μάλιστα οι Πατέρες, στην προσπάθειά τους να ερμηνεύσουν και να επικεντρώσουν την έρευνά τους ακόμη και σε επίμαχα σημεία του κειμένου(16), το αποτέλεσμα είναι κοινά αποδεκτό και κάθε άλλο παρά αναιρεί την αρχική τους διατύπωση και θέση.
Επιλεγόμενα
Το τέταρτο Ευαγγέλιο γράφτηκε στην Έφεσο από τον Απόστολο Ιωάννη, τον υιό του Ζεβεδαίου, τον μαθητή και «ηγαπημένον», εκείνον «ον ηγάπα ο Ιησούς», μεταξύ των ετών 65 και 66 μ.Χ. (άποψη του καθηγητού Χρήστου Βούλγαρη, την οποία και συμμεριζόμαστε περισσότερο των άλλων) και σίγουρα προ της ιουδαϊκής επανάστασης στα τέλη του Σεπτέμβρη του 66 μ.Χ. Πρωτότυπα γράφτηκε στην ελληνική γλώσσα και απευθυνόταν στους ιουδαίους χριστιανούς της ελληνικής διασποράς της Μ. Ασίας. Η πρόταξη της αιωνίου ζωής που επικρατεί και γύρω από την οποία επικεντρώνεται η συγγραφή του, έχω την αίσθηση, δεν θα μπορούσε να συναντήσει καλύτερο επίλογο στο βιβλίο από αυτόν που εκείνη η αγιασμένη γραφίδα, πλήρης Πνεύματος Αγίου εμποτισμένη, του απέδωσε: «Έστι δε καί άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς, άτινα εάν γράφηται καθ’ έν, ουδέ αυτόν οίμαι τόν κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία. Αμήν»(17).
Υποσημειώσεις – παραπομπές
1. Πρβλ. K.T., Bretschneider, «Probalilia de evangelli et epistolarum Joannis Apostoli, indole, et origine», Leipzig 1820. «Παρά το γεγονός ότι η άποψις του Bretschneider απερρίφθη αμέσως υπό πάντων, εν τούτοις το λεγόμενον “Ιωάννειον πρόβλημα”, το οποίον ούτος προεκάλεσεν, ήρχισεν ολίγον κατ΄ ολίγον να ελκύη την συμπάθειαν και την υποστήριξιν των ερευνητών με αποτέλεσμα τον σημερινόν διχασμόν» (Χ. Βούλγαρη, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», τόμος Α΄, Εν Αθήναις 2003, σελ. 277).
2. Βλ. Β. Ιωαννίδου, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», εκδ. Το Οικονομικό, Αθήνα 1996, κυρίως τις σελ. 128-144, Κ. Καλλινίκου, «Το πρόβλημα των δύο Ιωαννών, Μνήμη Μητροπολίτου Ικονίου Ιακώβου», 1984, E.B. Allo, «L΄ evangile spirituel de St. Jean», 1944, O. Cullmann, «The Johannine Circle», 1976, M. Hengel, «The Johannine Question», 1989, H.E. Edwards, «The Disciple who wrote these things», 1953, J.A.T. Robinson, «The Priority of John», 1985.
3. Βλ. J.A.T. Robinson, «Redating the New Testament», 1976, Ν. Σωτηρόπουλου, «Το Ευαγγέλιο του Ιωάννου», Ο Σταυρός, Αθήναι 1996, Π. Χρήστου, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», Πατέρες και Θεολόγοι του Χριστιανισμού, τόμος Α΄, Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 2003, σελ. 12-13.
4. Χ. Βούλγαρη, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», σελ. 305.
5. «Αυτόθι», σελ. 291-295.
6. Ο καθηγητής Χ. Βούλγαρης, ο οποίος ορίζει το 66 μ.Χ. ως χρόνο συγγραφής του Κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, παρατηρεί: «Τοποθετούν την συγγραφήν του Ευαγγελίου προ του τέλους του 1ου αιώνος και μάλιστα, μεταξύ 80 και 100 μ.Χ. Εις τούτο συμφωνούν συντηρητικοί και φιλελεύθεροι, Καθολικοί και Διαμαρτυρόμενοι, ως και οι περισσότεροι των Ελλήνων (π.χ. Bernard, McGregor, Hoskyns, Bultmann, Wikenhauser, Howard, Barrett, Strathmann, R.H. Lightfoot, Tasker, Hunter, Richardson, Schnackenburg, R.E. Brown, Sanders, Marsch, Perrin, Lindars, Fenton, Harmondsworth, Dodd, Kummel κ.ά. Εκ των ημετέρων, ο Δαμαλάς το 75-85, ο Αγουρίδης το 100, ο Καραβιδόπουλος τα τέλη του 1ου αι., ο Ιωαννίδης το 80-90, ο Παναγόπουλος το 90-100, ο Σάκκος το 69-72)», «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», σελ. 294-295.
7. Ευσεβίου, «Εκκλησιαστική Ιστορία Ε΄», 20, 4-8.
8. Ευσεβίου, «Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄», 39,1 και 39, 3-4.
9. «Αυτόθι», 39, 3-4.
10. Βλ. Π. Χρήστου, «Εκκλησιαστική Γραμματολογία», σελ. 12.
11. Βλ. Χ. Βούλγαρη, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», σελ. 283-286.
12. Ευσέβιος, «Εκκλησιαστική Ιστορία Γ΄», 24, 7.
13. «Αυτόθι», 23, 3-4.
14. Χ. Βούλγαρη, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», σελ. 307-308.
15. Β. Ιωαννίδου, «Εισαγωγή εις την Καινήν Διαθήκην», σελ. 160.
16. «Αυτόθι», σελ. 163-164. Πρβλ. ενδεικτικά Ν. Δαμαλά, «Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην», 1909, Π. Τρεμπέλα, «Υπόμνημα εις το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον», Αθήναι 1954.
17. Κατά Ιωάννην, κα’, 25.