Αρχική Αφιερώματα ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

ΤΟ ΠΕΡΙΒΟΛΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ

από kivotos

Είναι μοναδικό στον κόσμο. Το Άγιον Όρος απλώνεται στην τελευταία «χερσονησίδα» της Χαλκιδικής και καλύπτει συνολική έκταση 360 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Οι αρχαίοι Έλληνες ονόμαζαν τη χερσόνησο αυτή Ακτή. Το όνομα Άθως, κατά τη μυθολογία, ανήκε σε κάποιον Θρακιώτη Γίγαντα, ο οποίος πέταξε όλον αυτόν τον όγκο κατά του Ποσειδώνα σε μια σύγκρουση θεών και Γιγάντων. Μεταξύ μύθων και πραγματικότητας, εκεί, στον Άθω, γεννήθηκε η σημαντικότερη στον κόσμο μοναστική κοινότητα.

Ο μοναχισμός -η απάρνηση των εγκοσμίων και η επιλογή του ανθρώπου να ζει σε ερημικά μέρη- εμφανίστηκε κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ., όταν η διαφθορά και ο έκλυτος βίος ανάγκασαν πολλούς να απομονωθούν. Η αρχή έγινε από την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μικρά Ασία, ενώ αργότερα επεκτάθηκε στην Παλαιστίνη και την Κωνσταντινούπολη.

Όμως, ο Άθως είναι εκείνος που παραμένει ζωντανός, αποτελώντας την «Κιβωτό της Ορθοδοξίας», αλλά και ένα προσκύνημα που έχει κερδίσει το ενδιαφέρον της παγκόσμιας κοινότητας.

Πριν ο Άθως εξελιχθεί σε «ακρόπολη του Χριστιανισμού», σύμφωνα με την παράδοση, η Παναγία μαζί με τον Ευαγγελιστή Ιωάννη, όταν περνούσαν με πλοίο από τις ακτές του με προορισμό την Κύπρο, όπου θα επισκέπτονταν τον Λάζαρο, σταμάτησαν λόγω θαλασσοταραχής εκεί όπου είναι σήμερα χτισμένη η Μονή Ιβήρων. Η Θεοτόκος ζήτησε από τον Χριστό να παραχωρηθεί το Όρος ως δώρο! Και τότε, πάντα σύμφωνα με την παράδοση, ακούστηκε μια φωνή: «Έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτήριος των θελόντων σωθήναι». Από τότε καθιερώθηκε ο Άθως ως «κλήρος και περιβόλι της Παναγιάς».

Με τον καιρό, η περιοχή συγκέντρωσε πολλούς μοναχούς, οι οποίοι προέρχονταν από όλα τα σημεία της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Για τον λόγο αυτό, κατά τον 11ο αιώνα με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ’ του Μονομάχου ονομάστηκε «Άγιον Όρος».

Ακριβή στοιχεία για το πότε έγινε η εγκατάσταση των πρώτων μοναχών δεν υπάρχουν. Οι Αγιορείτες υποστηρίζουν ότι κάποιες μονές ιδρύθηκαν από τον Μεγάλο Κωνσταντίνο, τις οποίες όμως κατέστρεψε ο Ιουλιανός ο Παραβάτης, για να τις ξαναχτίσουν ο Μέγας Θεοδόσιος και η Πουλχερία.

Σύμφωνα με άλλα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως, στον Άθω κατοικούσαν οι Τσάκωνες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από εκεί από τον Μέγα Κωνσταντίνο. Πριν από μερικά χρόνια, η αναπληρώτρια καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών, Μαρία Μαντουβάλου, στην εισήγησή της σε ειδική εκδήλωση που έγινε στο μέγαρο της Παλαιάς Βουλής με θέμα: «Γνωριμία και ιστορία των ιερών μονών της Αρκαδίας», εξήγησε γιατί στην Πελοπόννησο μιλάμε για ένα άλλο Άγιον Όρος: «Εκείνο που ριζικά διαφοροποιεί το ονομαζόμενο Άγιο Όρος της Πελοποννήσου, δηλαδή τις πολυάριθμες μονές της Αρκαδίας, δεν είναι μόνο ο μεγάλος αριθμός τους, αλλά κυρίως το γεγονός ότι οι Αρκάδες είναι οι ιδρυτές του Αγίου Όρους, αφού, σύμφωνα με έγκυρες ιστορικές πηγές, βυζαντινές και μεταγενέστερες, ο μόνος λαός που έμενε στον Άθω από την εποχή του Φιλίππου ήταν οι Τσάκωνες, οι οποίοι είναι ιδρυτές των Καρυών του Αγίου Όρους, τις οποίες έκαναν πρωτεύουσα του Όρους».

Σύμφωνα με άλλα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως, στον Άθω κατοικούσαν οι Τσάκωνες, οι οποίοι εκδιώχθηκαν από εκεί από τον Μέγα Κωνσταντίνο

Είναι γνωστό πια ότι μετά την εγκατάσταση μοναχών στον Άθω οι Τσάκωνες επέστρεψαν στην Πελοπόννησο και στη συνέχεια ο Πάρνωνας ονομάστηκε «δεύτερο Άγιο Όρος».

Πάντως, χειρόγραφο της Μονής Φιλοθέου, το οποίο μελέτησε ο Ρώσος βυζαντινολόγος, ακαδημαϊκός και επίσκοπος Πορφύριος Ουσπέσκου, που αναφέρει μετοίκηση των Τσακώνων από τον Άθω στην Πελοπόννησο στο έργο του «Ιστορία του Άθω» (τη σχετική αναφορά μετέφρασε από τα ρωσικά ο ιερομόναχος Φιλάρετος, προηγούμενος στα Καυσοκαλύβια, αντιπρόσωπος της Μονής Βατοπαιδίου στη Ρωσία, όσο και ο καθηγητής Φρεαρίτης, που επίσης μελέτησε το χειρόγραφο της Φιλοθέου), γράφει ότι «επί Μεγάλου Κωνσταντίνου τον 4ο αι. μ.Χ. οι κάτοικοι της χερσονήσου του Άθω εκδιώχτηκαν υπό του αυτοκράτορος, μετοικισθέντες εις Πελοπόννησον, όπου σήμερα κατοικούν οι Τσάκωνες».

Σχετικές αναφορές κάνουν και οι Αγιορείτες συγγραφείς βιβλίων για το Άγιον Όρος, όπως ο ιερομόναχος Γεράσιμος Σμυρνάκης, ο οποίος μιλούσε ρωσικά, στο σπουδαίο έργο του «Το Άγιον Όρος, Καρυές Αγίου Όρους», όπου γράφει: «Πολλοί των Αγιορειτών πιστεύουσι και ετέρους πείθουσιν εκ χειρογράφων παραδόσεων ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος μετοίκισε πάντας τους κατοίκους του Άθω Τσάκωνας όντας εις Πελοπόννησο και απέδωκε το Όρος τοις μοναχοίς».

Αυτό που προκύπτει από τα διάφορα στοιχεία των μονών είναι ότι πολλοί Αθωνίτες μοναχοί που ίδρυσαν το Άγιον Όρος της Πελοποννήσου κατά περιόδους επέστρεφαν στον Άθωνα και συνέχιζαν τον μοναστικό τους βίο. Είναι χαρακτηριστική η περίπτωση του Αγίου Νείλου του Μυροβλύτη, του κατά κόσμον Νικόλαου Τερζάκη από το χωριό Άγιος Πέτρος, και του θείου του, Μακάριου, οι οποίοι στις αρχές του 17ου αιώνα εγκατέλειψαν τη Μονή της Παναγίας της Μαλεβής, για να εγκατασταθούν σε σπήλαιο όπου είχε κατοικήσει κατά τον 7ο αιώνα ο Άγιος Πέτρος ο Αθωνίτης. Επίσης, στον Άθω φαίνεται πως επέστρεψαν ο Εμμανουήλ Τροχάνης, μαθητής στην Αθωνιάδα Σχολή, ο Αλέξιος από τον Άγιο Πέτρο της Κυνουρίας, ο οποίος ίδρυσε το 1776 τον Ναό των Αγίων Πάντων κοντά στη Μονή Εσφιγμένου, και ο γέρων Ναθαναήλ, εμπειρικός γιατρός, επίσης από την Κυνουρία, στη Μονή Εσφιγμένου.

Άλλο ένα χαρακτηριστικό είναι ότι ο Πάρνωνας και η ευρύτερη περιοχή έχουν σημαντικά στοιχεία που παραπέμπουν στον Άθω, όπως, για παράδειγμα, πολλές εικόνες Ρώσων αγιογράφων, δώρα της αυτοκράτειρας Αικατερίνης. Άλλωστε, η Ρωσία συνδέεται ιστορικά με την Πελοπόννησο των αδελφών Ορλώφ και το αποτυχημένο κίνημα, που είχε αποτέλεσμα την καταστροφή δεκάδων μοναστηριών.

Ωστόσο, πριν από τους ομόδοξους Ρώσους, ξεχωριστό ενδιαφέρον είχαν δείξει για τους Τσάκωνες και οι Γάλλοι. Σύμφωνα με την κυρία Μαντουβάλου, όπως προκύπτει από χειρόγραφο το οποίο δημοσιεύτηκε πρόσφατα, ο Γάλλος Βιλουαζόν, εκλεκτός του Μεγάλου Ναπολέοντα, ταξίδεψε στις 21 Απριλίου 1785 στο Άγιον Όρος, όπου έγινε δεκτός από τους μοναχούς της Μονής Βατοπαιδίου. Εκεί ο σοφός μοναχός και δάσκαλος Ιώσηπος τον πληροφόρησε «ότι στην Τζακονιά, τον ορεινό τόπο των Ελευθερολακώνων, όπου οι γυναίκες είναι ακόμη φαινομήριδες (δείχνουν γυμνά τα μηρία με τους σχιστούς χιτώνες, όπως δηλαδή οι Σπαρτιάτισσες) και οι άνδρες ζουν υγιείς εκατό χρόνια, μιλούν δωρικά, ανάμικτα με ιταλικά … και ότι πάνω στα βουνά υπάρχουν τρία αξιόλογα χωριά: Πραστός, Καστάνιτζα, Σίτινα».

Ο Βιλουαζόν, με αφορμή όσα μαθαίνει για τους Τσάκωνες στο Βατοπαίδι, μελέτησε πολλά από όσα είχαν γραφεί γι’ αυτούς και βρήκε ότι μιλούσαν τη δωρική γλώσσα, τη διάλεκτο του Πινδάρου και του Θεοκρίτου. Οι μελέτες που έκανε του επέτρεψαν να καταγράψει σε βάθος το τσακωνικό ιδίωμα. Είναι, δε, ο πρώτος που κατάρτισε έναν κατάλογο με 160 λέξεις της τσακώνικης διαλέκτου.

Αναφορά στους Τσάκωνες κάνει και ο Ιγνάτιος ο Ουγγροβλαχίας, ο οποίος σε μια απάντησή του στον Νεόφυτο Δούκα (έγραφε το 1805 για την ανάγκη να διδάσκουν οι μοναχοί στα ετερόγλωσσα σχολεία) λέει: «Ετερόγλωσσα σχολεία είναι τα εφεξής: Μολδαβοί, Βλάχοι, Βούλγαροι, Σέρβοι, Βλάχοι Πελοποννήσου και η γλώσσα των είναι η Τσακονική λεγόμενη: Φαίνεται ότι ούτοι είναι οι τελευταίοι κάτοικοι της Λακωνίας, οίτινες ήταν συναθροισμένοι από διαφόρους λαούς, σχημάτισαν μεμιγμένην γλώσσαν, ώστε δεν ομοιάζει με καμμίαν από τας παλαιάς ή νέας. Η γραικική γλώσσα είναι εις αυτούς κοινή και η λειτουργία των είναι εις το ελληνικόν».

Σημαντικές αναφορές στους Τσάκωνες κάνει και ο Κωνσταντίνος ο εξ Οικονόμων: «Εκ των της Πελοποννήσου αρχαίων Καυκώνων και της Kαυκωνίας χώρας παρωνομάσθη και η καθ’ ημάς Τζακωνία η Λακωνική και Τζάκωνες οι Λάκωνες. Άλλοι, δε, τους παλαιούς Καύκωνες ανάγουσιν αμέσως εις τους Θράκας. Θρακών αδελφοί, Θράκες ήσαν οι Πελασγοί, οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδος. Έθνη δε Πελασγικά, Λέλεγες, Κουρήτες, Καύκωνες, οι τε εν Πελοποννήσω και οι εν τη Παφλαγονία, Περραιβοί, Θεσπρωτοί, Μακεδόνες…».

Περί Τσακώνων κάνει λόγο και ο καθηγητής Κ. Φρεαρίτης, ο οποίος μελέτησε σχετικό χειρόγραφο του Αμφιλόχιου, ηγουμένου της Μονής Φιλοθέου. Ο κ. Φρεαρίτης γράφει: «Η μόνη εις εμέ γνωστή ιστορική είδησις (εποικισμός μοναχών στο Άγιον Όρος) είναι η χειρογράφου τινός της Μονής Φιλοθέου σημείωσις, ότι επί Κωνσταντίνου του Α’  πάντες οι κάτοικοι της Χερσονήσου εδιώχθησαν υπό του αυτοκράτορος, μετοικισθέντες εις Πελοπόννησον, όπου τη σήμερον οικούσι οι Τσάκωνες, η δε χώρα παρεχωρήθη τοις μονασταίς».

Σήμερα θεωρείται δεδομένο ότι ο μοναχισμός αναπτύχθηκε στον Άθω για τρεις βασικούς λόγους:

– Οι οικισμοί που υπήρχαν εκεί εγκαταλείφθηκαν, οπότε το έρημο τοπίο ήταν ιδανικό για την άσκηση του μοναχισμού.

– Η εμφάνιση των Αράβων διέλυσε τα υπάρχοντα μοναστικά κέντρα και ανάγκασε τους μοναχούς να αναζητήσουν αλλού μέρος για να συνεχίσουν το έργο τους.

– Τέλος, η έκρηξη της Εικονομαχίας οδήγησε πολλούς μοναχούς να εγκαταλείψουν την Κωνσταντινούπολη. Είναι η περίοδος που ιδρύονται πολλά μοναστήρια στην Ελλάδα, η δε ίδρυσή τους συνοδεύεται από την εύρεση εικόνων σε παραθαλάσσια μέρη, αφού, σύμφωνα με την παράδοση, πολλοί Χριστιανοί έριχναν τις εικόνες στη θάλασσα για να μην καταστραφούν…

Επισήμως, η καταγραφή του Αγίου Όρους ως μοναστικού κέντρου έγινε τον 9ο αιώνα και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι στην τοπική (όχι Οικουμενική) Σύνοδο του 843, που έγινε στην Κωνσταντινούπολη και την οποία συγκάλεσε η Θεοδώρα, για την αναστήλωση των εικόνων, πήραν μέρος Αγιορείτες μοναχοί.

Ήταν η περίοδος που στον Άθω κυριαρχούσαν οι μορφές του Πέτρου του Αθωνίτου και του Ευθυμίου του Θεσσαλονικέως. Ο μεν πρώτος υποστήριζε τον ερημιτισμό, ο δε δεύτερος τον λαυριωτισμό, δηλαδή κάθε μοναχός να ζει αυστηρά στο κελί του.

Με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου του Α’, το 885 ορίστηκε να ζουν στον Άθω μόνο μοναχοί και έτσι απομακρύνθηκαν όποιοι κοσμικοί και βοσκοί είχαν απομείνει. Από τότε στην ουσία η μοναστική κοινότητα απολάμβανε των «προνομίων της ερημιάς», αλλά και την προστασία της Πόλης.

Με χρυσόβουλλο του αυτοκράτορα Βασιλείου του Α’, το 885 ορίστηκε να ζουν στον Άθω μόνο μοναχοί και έτσι απομακρύνθηκαν όποιοι κοσμικοί και βοσκοί είχαν απομείνει

Κατά τον 11ο αιώνα ιδρύθηκαν εκεί πολλά μοναστήρια, τα οποία κάποια στιγμή έφτασαν τα 180, ενώ πολλά από αυτά ήταν μεγάλα κελιά (αυτόνομα συγκροτήματα) και όχι όπως είναι στη σημερινή τους μορφή. Αυτόν τον αιώνα όμως οι πειρατές έκαναν συχνές επιδρομές, με αποτέλεσμα να ανακοπεί η δημιουργία νέων μονών.

Κατά τον 12ο αιώνα, εκτός των Ελλήνων μοναχών, στον Άθω έφταναν Ίβηρες, Λατίνοι, Σέρβοι αλλά και Ρώσοι.

Τον επόμενο αιώνα, την περίοδο της Λατινοκρατίας (1204-1261), οι μοναχοί δέχονταν πολλές πιέσεις για να πάρουν θέση υπέρ της ένωσης των δύο Εκκλησιών. Η άρνηση των μοναχών να δεχτούν τις θέσεις των Λατίνων είχε ως αποτέλεσμα την καταστροφή πολλών κτιρίων, αλλά και τις δολοφονίες στο Πρωτάτο και στις Μονές Βατοπαιδίου και Ζωγράφου.

Με την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους, ο Μωάμεθ ο Β’ ο Πορθητής αναγνώρισε το Όρος ως «χώρα, στην οποία νύχτα και μέρα ευλογείται το όνομα του Θεού». Την περίοδο εκείνη, αλλά και αργότερα, υποστηρικτές της αθωνικής κοινότητας ήταν οι ηγεμόνες των παραδουνάβιων χωρών, της Ουγγαρίας, της Μολδοβλαχίας και βεβαίως της Ρωσίας. Στους δε Αγιορείτες μοναχούς επιτρεπόταν στις παραπάνω χώρες η περιφορά του Τιμίου Ξύλου και μερών αγίων λειψάνων, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων.

 

Η ζωή των μοναχών

Σήμερα στο Άγιον Όρος λειτουργούν 20 μονές, οι οποίες κατά την ιεραρχία είναι: Μεγίστης Λαύρας, Βατοπαιδίου, Ιβήρων, Χελανδαρίου, Διονυσίου, Κουτλουμουσίου, Παντοκράτορος, Ξηροποτάμου, Ζωγράφου, Δοχειαρίου, Καρακάλλου, Φιλοθέου, Σίμωνος Πέτρας, Αγίου Παύλου, Σταυρονικήτα, Ξενοφώντος, Γρηγορίου, Εσφιγμένου, Αγίου Παντελήμονος και Κασταμονίτου. Οι είκοσι αυτές μονές είναι οι «ιδιοκτήτες του Αγίου Όρους», το οποίο έχει διαιρεθεί σε αντίστοιχες περιοχές, με απόλυτα σεβαστά τα όριά των.

Όλες οι μονές ονομάζονται βασιλικές (γιατί ιδρύθηκαν με τη βοήθεια των Βυζαντινών αυτοκρατόρων), σταυροπηγιακές (από τον σταυρό που τοποθετούσε ο Πατριάρχης ή ο επίσκοπος στα θεμέλια) και πατριαρχικές, γιατί με σχετικά σιγίλια συνδέθηκαν με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.

Η ζωή των μοναχών υπολογίζεται σύμφωνα με το βυζαντινό ρολόι, πράγμα που σημαίνει ότι «ώρα μηδέν» είναι η δύση του ήλιου. Μόνο η Μονή Ιβήρων έχει ως έναρξη της νέας ημέρας την ανατολή του ήλιου.

Τα διακονήματα-εργασίες των μοναχών είναι:

– Πυλωρός ή πορτάρης, ο οποίος μένει στην κεντρική πύλη της μονής και ελέγχει τα διαμονητήρια (τα ειδικά έντυπα που παραλαμβάνει ο επισκέπτης στην Ουρανούπολη και είναι οιονεί διαβατήρια).

– Αρχοντάρης: Φροντίζει για τη διαμονή και το φαγητό των επισκεπτών. Ως βοηθό έχει τον παραρχοντάρη.

– Κωδωνοκρούστης ή καμπανάρης, ο οποίος χτυπά το σήμαντρο και τις καμπάνες της μονής.

– Εκκλησιαστικός ή εκκλησιάρχης, ο οποίος φροντίζει για την προετοιμασία του ναού πριν από τις ακολουθίες.

– Βηματάρης, ο οποίος φυλάει τα άγια λείψανα.

– Τυπικάρης, ο οποίος λειτουργεί ως τελετάρχης εντός των ναών.

– Αναγνώστης ή διαβαστής, αυτός που διαβάζει τα αναγνώσματα στον ναό και την τράπεζα.

Στις Καρυές εδρεύει η Ιερή Κοινότητα του Αγίου Όρους και κατά κάποιο τρόπο αποτελεί την πρωτεύουσά του.

Στον Άθω απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει τουλάχιστον από το 1060, οπότε αναφέρεται βούλα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα, που κήρυξε την περιοχή απαγορευμένη για κάθε γυναίκα, κάθε παιδί, κάθε ευνούχο, κάθε πρόσωπο χωρίς γένια. Επί Μανουήλ Παλαιολόγου απαγορεύτηκε και η είσοδος κάθε ζώου. Κατά το τυπικό του Μανουήλ Παλαιολόγου, μονάχα στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας επιτρεπόταν να συντηρούνται αγελάδες, δώδεκα μίλια μακριά από το μοναστήρι.

Στον Άθω απαγορεύεται η είσοδος των γυναικών. Η απαγόρευση αυτή ισχύει τουλάχιστον από το 1060, οπότε αναφέρεται βούλα του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Δούκα, που κήρυξε την περιοχή απαγορευμένη για κάθε γυναίκα, κάθε παιδί, κάθε ευνούχο, κάθε πρόσωπο χωρίς γένια

Μόνο η Παναγία λατρεύεται εκεί. Κατ’ εξαίρεση δόθηκε στο ρωσικό μοναστήρι η άδεια να ανεγείρει δύο ναούς αφιερωμένους στη μνήμη των Αγίων Αικατερίνης, Αλεξάνδρας, Βαρβάρας και Παρασκευής. Επιτράπηκε επίσης στη μεγαλύτερη σκήτη της χερσονήσου να πάρει το όνομα της Αγίας Άννας, της μητέρας της Παναγίας.

Το Άγιον Όρος είναι αυτοδιοικούμενο. Διοικείται από Σύνοδο εκπροσώπων των μονών, μια τοπική, εικοσαμελή Βουλή, που εδρεύει στις Καρυές. Εκεί έχει την έδρα του και ο εκπρόσωπος του ελληνικού κράτους, ο Διοικητής του Αγίου Όρους. Τα πταίσματα και οι αστικής φύσεως υποθέσεις εκδικάζονται από εκκλησιαστικά δικαστήρια, ενώ τα κακουργήματα και τα πλημμελήματα από τα δικαστήρια του κράτους.

Στα μοναστήρια υπάγονται μικρότερα ιδρύματα: σκήτες, καλύβες, κελλία, καθίσματα και ησυχαστήρια.

Σκήτη είναι ίδρυμα που ιδρύει ένα μοναστήρι μέσα στο έδαφός του. Ο αριθμός των μοναχών του καθορίζεται με την ιδρυτική πράξη.

Το κελλίο έχει κι αυτό δική του εκκλησία, αλλά τρεις μοναχούς. Ο αρχαιότερος ονομάζεται γέροντας και έχει τους άλλους δύο ως υποτακτικούς. Όταν ο γέροντας πεθάνει, τον διαδέχεται πάλι ο αρχαιότερος, ο οποίος προσλαμβάνει και τον νέο καλόγερο, που θα συμπληρώσει την τριάδα.

Η καλύβη είναι υποδιαίρεση της κοινοβιακής σκήτης και έχει επίσης τρεις μοναχούς.

Το κάθισμα είναι μια μικρή καλύβη, για έναν μοναχό, ο οποίος λαμβάνει από το μοναστήρι «ισόβιον διακονίαν άρτου», δηλαδή τροφή.

Το ησυχαστήριο είναι κάθισμα απομονωμένο σε ερημικό και δυσπρόσιτο σημείο. Θεωρείται αυστηρή μορφή ασκητισμού.

Στο Άγιον Όρος αναφέρονται και οι λεγόμενοι καβιώτες. Αυτοί είναι ρασοφόροι που δεν έχουν ενταχθεί σε μοναστήρια ή έχουν εκδιωχθεί από αυτά λόγω της συμπεριφοράς τους. Δεν γίνονται δεκτοί στον Άθω.

 

Οι πρώτοι ησυχαστές

Πρώτος γνωστός ησυχαστής αναφέρεται ο Όσιος Πέτρος ο Αθωνίτης, που εγκαταστάθηκε στον Άθω κατά τα τέλη του Ζ’ αιώνα. Με τον καιρό η περιοχή προσήλκυσε πολλούς ασκητές, με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οικισμοί μοναχών με διοικητική «Καθέδρα Γερόντων» και «Αθωνικό Πρωτάτο».

Στο δεύτερο μισό του Θ’ Αιώνα, ο Ιωάννης Κολοβός έκτισε στο πιο βόρειο ορεινό σημείο του Άθω το πρώτο μοναστήρι. Στα τέλη του ίδιου αιώνα, η «Καθέδρα των Γερόντων» εγκαταστάθηκε στις Καρυές, έχοντας επικεφαλής τον «Πρώτο». Η διοίκησή του ονομαζόταν Πρωτάτο.

Το ρωσικό ενδιαφέρον για το Άγιον Όρος άρχισε να εκδηλώνεται λίγο πριν από τον Κριμαϊκό Πόλεμο. Μετά τη Συνθήκη των Παρισίων (1856), που ήρθε ως αποτέλεσμα του πολέμου αυτού, οι ρωσικές ενέργειες για την «άλωση» της μοναστικής πολιτείας εντάθηκαν. Με ρωσικό χρήμα «αλώθηκε» η Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, που έως τότε είχε τρεις Ρώσους και ογδόντα Έλληνες μοναχούς. Στα 1860, προσπάθεια εκρωσισμού της Μονής Κουτλουμουσίου απέτυχε με επέμβαση του Άγγλου πρεσβευτή στην Κωνσταντινούπολη. Στα 1876, οι Ρώσοι κατείχαν τη μία από τις είκοσι κυρίαρχες μονές (Παντελεήμονος), τις δύο από τις δώδεκα σκήτες και τα 31 από τα 204 κελλία. Το ίδιο έτος, η τουρκική κυβέρνηση διέταξε την εκπόνηση νέου Τυπικού (κανονισμού λειτουργίας), αλλά αυτό δεν ίσχυσε ποτέ. Στα 1878, με τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου, οι Ρώσοι του Αγίου Όρους αναδείχθηκαν σε χωριστή δύναμη, ικανή να αλώσει την πολιτεία, όμως η Συνθήκη αυτή διήρκεσε τέσσερις μήνες. Με τη Συνθήκη του Βερολίνου (Άρθρο 32), η ομαλότητα αποκαταστάθηκε. Η ρωσική επεκτατικότητα αντιμετωπίστηκε ριζικά στις αρχές του Κ’ Αιώνα.

Η είσοδος της Ελλάδας στον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο έγινε στις 5 Οκτωβρίου 1912. Ένα άγημα πεζοναυτών αποβιβάστηκε στην ακτή έχοντας επικεφαλής σημαιοφόρο. Τα καμπαναριά χίλιων εκκλησιών άρχισαν να ηχούν ταυτόχρονα. Ο Έλληνας αξιωματικός ύψωσε την ελληνική σημαία. Στις Καρυές, συνήλθε η ανώτατη Αρχή. Ο Τούρκος καϊμακάμης (έπαρχος), Αλή Ταλαάτ μπέης Μολά ζαδές, και οι Τούρκοι υπάλληλοι και στρατιωτικοί παραδόθηκαν και χαρακτηρίστηκαν αιχμάλωτοι πολέμου. Οι εκπρόσωποι των δεκαεννέα από τις είκοσι μονές (η «ρωσική» του Αγίου Παντελεήμονος απείχε) υπέγραψαν πρακτικό διαπίστωσης ότι καταλύθηκαν οι τουρκικές Αρχές.

Με τη Συνθήκη της Λωζάννης (1923), η Ελλάδα έγινε απόλυτη κυρίαρχος του Αγίου Όρους. Η έκτακτη σύναξη στις Καρυές, τον Μάιο του 1924, κωδικοποίησε τις διατάξεις που ίσχυαν και εκπόνησε τον «Νέο Καταστατικό Χάρτη του Αγίου Όρους Άθω».

 

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ